Η ανάμνηση που έχεις από μια συναυλία ή φεστιβάλ δημιουργείται σε μεγάλο βαθμό από την πρώτη εντύπωση και την τελική γεύση. Προφανώς και τα ενδιάμεσα στάδια δεν αποτελούν «θόρυβο», αλλά συνήθως λειτουργούν συμπληρωματικά. Πριν περάσουμε στα αυστηρά μουσικά, ας καταγράψω τις πρώτες εντυπώσεις από τον χώρο. Βρέθηκα από νωρίς στον ανανεωμένο χώρο του Release Festival και πρόλαβα να παρατηρήσω τις καλοδεχούμενες αλλαγές, με τις τουαλέτες να βρίσκονται αρκετά πιο πίσω και παράμερα, ίσως για να υπάρχει μεγαλύτερος διαθέσιμος χώρος θέασης. Επίσης μεγαλύτερος μου φάνηκε και ο χώρος VIP, ο οποίος βρίσκεται στα δεξιά όπως κατηφορίζεις για την σκηνή, αφήνοντας έναν σχετικά μικρό διάδρομο για να περάσεις στην αρένα. Σε περιβάλλον κοσμοσυρροής, κατά την αποχώρηση των συναυλιαζόμενων, είναι σίγουρο πως θα δημιουργηθούν ασφυκτικές καταστάσεις, αφού όλοι βιάζονται, κουρασμένοι να γυρίσουν σπίτια τους. Η σκηνή έχει σίγουρα βελτιωθεί και μεγαλώσει, με μεγαλύτερο βάθος ενώ έχουν προστεθεί και φώτα σε σχέση με πέρσι. Ευτυχώς ο καιρός παρέμεινε συννεφιασμένος και οι συνθήκες ήταν παραπάνω από τέλειες για την πρώτη μέρα του μεγαλύτερου φεστιβάλ του 2023.
Οι Elysion ανεβαίνουν στην σκηνή στις 6.15 ακριβώς και επιβεβαιώνουν το πόσο έχουν βελτιωθεί σε όλα τα επίπεδα. Με τραγούδια κυρίως από τον φετινό, πολύ αξιόλογο δίσκο Bring Out Your Dead ("Crossing Over", "Far Away", "Blink of an Eye", "Eternity"), η ελληνική μπάντα απέδωσε εξαιρετικά από την αρχή έως το τέλος του set και το πολυάριθμο κοινό τους αποθέωσε. Οι περισσότεροι θα σταθούν στην αψεγάδιαστη φωνή της Χριστιάννας όμως μου έκαναν αντίστοιχη εντύπωση και οι δύο κιθάρες, με τον ήχο τους να ακούγεται πολύ πιο καθαρός σε σχέση με πρόσφατες εμφανίσεις μεγάλων σχημάτων του gothic/nu metal ήχου. Το "Killing my Dreams" από το ντεμπούτο Silent Scream, πίσω στο 2009, είναι μια σύνθεση που σίγουρα κάπου έχεις συναντήσει εάν ακούς συστηματικά Lacuna Coil, Evanescence και συναφή σχήματα. Και αυτό αποδείχθηκε με την ανταπόκριση του κοινού, που τραγούδησε μαζί με την μπάντα. Ήταν συνολικά μια εμφάνιση που πιθανότατα θα τους αλλάξει επίπεδο, εάν επιμείνουν.
Κατά τις 19:30 ανεβαίνουν στην σκηνή οι Insomnium και σε συνδυασμό με τον συννεφιασμένο καιρό έφεραν ψύχρα στην Πλατεία Νερού. Ο μπασάτος ήχος με την υπερβολικά δυνατή μπότα και τις θαμμένες κιθάρες δυστυχώς δεν τους βοήθησε να εξαπολύσουν το παγωμένο melodic death metal τους όπως θα ήθελαν, όμως η απόδοση της μπάντας ήταν παραπάνω από ικανοποιητική, με το setlist κυρίως να βασίζεται στο τελευταίο τους album Anno 1969. Δείχνουν να πιστεύουν πολύ στο νέο υλικό τους καθώς έγινε ιδιαίτερα αισθητή η απουσία των hits του παρελθόντος, ωστόσο το "While We Sleep" γέμισε χαρά όσους χτυπιόντουσαν στις πρώτες γραμμές. Χαμόγελα όμως γέμισαμε όλοι ανεξαιρέτων όταν είδαμε τον Σάκη Τόλη των Rotting Christ να ανεβαίνει στην σκηνή και να τραγουδάει μαζί με τους Insomnium το "White Christ". Η τριπλέτα των "Valediction", "Mortal Share" και "Heart Like A Grave" θα σήμαινε την ολοκλήρωση της εμφάνισης των Φινλανδών και ταυτόχρονα νιώσαμε πως καλό θα ήταν να παίξουν κι άλλο λίγο, μιας και προς το τέλος ο ήχος βελτιώθηκε σημαντικά
(Κείμενο: Άρης Θανασούλας)
Το ραντεβού με την ιστορία ολοένα και πλησίαζε και η ώρα περνούσε αργά και βασανιστικά. Το ακουστικό "The Beginning Of All Things That Will End" ακούγεται από τα ηχεία και ξαφνικά η επανεμφάνιση των In Flames στην χώρα μας, μετά από 23 χρόνια μετουσιώνεται από όνειρο θερινής νυχτός σε πραγματικότητα. Μπάσιμο με το φρέσκο "The Great Deceiver" από το νέο τους άλμπουμ Foregone, ιδανικό ξεκίνημα με το κατάλληλο κομμάτι για opener αν και γίνονται αντιληπτά δύο δυσάρεστα γεγονότα. Το πρώτο είναι ο ήχος, ο οποίος είναι χαμηλά ακόμη και για όσους βρίσκονται στο κάγκελο και το δεύτερο είναι η απουσία του Bryce Paul στη θέση του μπάσου. Λίγη σημασία έχει όμως αφού ο ήχος φτιάχνει με τις πρώτες νότες του "Where The Dead Ships Dwell", για να ακολουθήσει το "Leeches" με ένα ρεφραίν ικανό να ξεσηκώσει όλη την Πλατεία Νερού, ή και όχι. Γενικά όλοι όσοι βρεθήκαμε στην συναυλία νιώσαμε θεωρώ αυτό το συναίσθημα μουδιάσματος από τον κόσμο ως προς τη μπάντα. Δεν μπορώ να διευκρινίσω, ούτε θέλω κιόλας, ποιοι ήταν οι λόγοι που οδήγησαν σε αυτήν την ψυχρή υποδοχή μετά από τόσα χρόνια αναμονής. Στο "Pinball Map" μας την λέει ακόμη και ο Anders Friden για την αδύναμη ανταπόκριση μας, ενώ λίγο μετά την ξαναλέει σε έναν παρευρισκόμενο, με ευγενικό τρόπο, γιατί είναι με το κινητό στο χέρι όλη την ώρα.
Το "Behind Space" είναι ικανό να ανοίξει τα πρώτα moshpits της βραδιάς, μετά από παρότρυνση του Anders, ενώ στα κλασικά "Only For The Weak" και "Cloud Connected" έγινε ένας μικρός πανικός από το χοροπήδημα. Μετά την δυάδα "Alias" / "The Mirror’s Truth" και προς το τέλος της εμφάνισης τους, ο ήχος μπουκώνει σε ακραίο βαθμό με αποτέλεσμα να μην καταλαβαίνουμε στα πρώτα δευτερόλεπτα ότι παίζουν το "I Am Above". Bjorn Gelotte και Chris Broderick ήταν ακούραστοι καθώς όργωναν το stage από την πρώτη στιγμή, ο Tanner Wayne είναι πολυβόλο ολκής και ίσως ο μόνος που θα μπορούσε να γεμίσει τα παπούτσια του Daniel Svensson, ο Anders καταπληκτικός σαν σκηνική παρουσία, σαν απόδοση αλλά και σαν επικοινωνία με τον κόσμο, ενώ ο νέος μπασίστας τους ήταν κάτι παραπάνω από εξαιρετικός. Μάλιστα, όταν βγήκε στην σκηνή ο διπλανός μου μου λέει ότι του θυμίζει τον μπασίστα των The Dillinger Escape Plan, για να πάρει την απάντηση ότι μου θυμίζει τον Κωστάκη από Rita Moss/Krause. Τελικά ήταν o Liam Wilson των TDEP. Κλείσιμο με το απόλυτο "Take This Life" και αποχωρούν μετά από περίπου 80 λεπτά και με την υπόσχεση να μην αργήσουν τόσο πολύ να ξαναέρθουν. Το ευχόμαστε ειλικρινά γιατί ήταν εξαιρετική εμφάνιση, παρ'όλα τα προβλήματα, και η μπάντα δείχνει να έχει πολλή όρεξη και μεράκι πάνω στην σκηνή.
(Κείμενο: Άρης Θανασούλας)
Οι Nightwish εμφανίζονται μπροστά σε χιλιάδες κινητά με μια λιτή είσοδο, που μας προετοίμασε για την πλήρη απουσία του show που συνήθως έχουν μαζί τους. Το "Noise" με τον παιχνιδιάρικο ρυθμό του είναι τέλεια επιλογή για να πυροδοτήσει το κέφι και ακριβώς αυτό συνέβη. Η πλάστιγγα του κοινού έγειρε καταφανέστατα προς το μέρος τους, με την μεγάλη αρένα να ζητωκραυγάζει τραγούδι με το τραγούδι. Η παρουσία της Floor Jansen αρκούσε για να υπερκεράσει τα πολλά προβλήματα του ήχου (μυστήριο το γιατί προέκυψαν, μιας και είχε προηγηθεί soundcheck και δεδομένου ότι κάθε μπάντα δουλεύει με τον δικό της ηχολήπτη) και πάντως δεν κατάλαβα σε κανένα σημείο πως ο κόσμος δεν διασκέδαζε. Το "Storytime" έφερε το πρώτο (από τα πολλά) windmill της Ολλανδέζας, με τους θεατές να κοιτούν με το στόμα ανοιχτό την απόλυτη γυναίκα του metal, μια πρώην καρκινοπαθή, νυν έγκυο στον έβδομο μήνα να χτυπιέται χωρίς απολύτως κανένα ενδοιασμό, ενώ ταυτόχρονα παρέμενε απόλυτα συνεπής και στις φωνητικές υποχρεώσεις, παρά τα προβλήματα με την επιστροφή στο ακουστικό της (προσπαθούσε επίμονα να το διορθώσει σε κάθε κίνηση της). Δεν υπάρχει λόγος να ψάχνουν οι metalheads για είδωλα, είναι ακριβώς μπροστά τους.
Η προσθήκη του Troy Donockley φέρνει πολλά πράγματα στον ήχο του group. Η ethnic/folk χροιά των "Elan", "Sahara", "Tribal", "Ι Want My Tears Back" υποστηρίζεται πλήρως από τον μουσικό, ο οποίος βοηθά όπως μπορεί και στα αντρικά φωνητικά (Marko Hietala λείπεις). Η μαγεία της μουσικής των Nightwish βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στα φωνητικά και τα πλήκτρα του Tuomas Holopainen. Ο ήχος δεν τους βοήθησε να αναδειχθούν όπως πρέπει και ανάλογα με την θέση που βρισκόσουν, «έβρισκες τον έναν και έχανες τον άλλον». Ευτυχώς υπήρχαν πιο λιτές σε μίξη στιγμές, που καθορίστηκαν από την φωνητική πληθωρικότητα της Floor. Τα "Sleeping Sun" και "Shoemaker" δώρισαν ανατριχίλες, ενώ το "Ghost Love Score" με την κινηματογραφική του ανάπαυλα πρόσφερε ένα υπέροχο encore στο "The Greatest Show On Earth". Η πρώτη μέρα του φετινού Release Festival ολοκληρώθηκε με πολλά χαμόγελα και αρκετές γκρίνιες για τεχνικά θέματα που επισημαίνονται επί σειρά ετών και φαντάζουν άλυτα. Οι επόμενες τέσσερις metal μέρες (τσεκάρετε και τις προσφορές) υπόσχονται ακόμα περισσότερες συγκινήσεις με τους Helloween, Disturbed, Parkway Drive, Amon Amarth και Kreator να παίρνουν κατά σειρά την σκυτάλη, σε ένα από τα πιο γεμάτα συναυλιακά καλοκαίρια.