Όχι ακριβώς punk, μα σίγουρα θορυβώδες και ενδιαφέρον, το no wave που ξεπήδησε στη Νέα Υόρκη των ύστερων 70's ήταν αυτό που χρειαζόταν η τότε σκηνή του Μεγάλου Μήλου ως απάντηση στο Summer of Love, τον πόλεμο του Βιετνάμ και μια κοινωνία βυθιζόμενη στη σήψη, με το σκάνδαλο Watergate να οδηγεί τον ίδιο τον Nixon σε παραίτηση. Η Lydia Lunch υπήρξε από τα πρώτα της βήματα επιφανής προσωπικότητα της εν λόγω σκηνής, έχοντας συνδέσει το όνομά της από τις πρώτες της μέρες στο πεντάγραμμο με αυτήν και με εξίσου σκοτεινά acts της περιόδου, όπως οι Swans και οι Sonic Youth. Στην Κυριακάτικη εμφάνισή της μαζί με τον Marc Hurtado η Lunch θέλησε να τιμήσει για ακόμη μια φορά το βαρύ αυτό legacy της ίδιας, αφιερώνοντας ολόκληρη την εμφάνισή της σε μερικά ιερά τέρατα εκείνης της εποχής: τους Suicide και τον εκλιπόντα ιθύνοντα νου αυτών, τον θρυλικό Alan Vega. Να λοιπόν τι συνέβη στη συναυλία της στις 27 Νοεμβρίου στο στο Temple Athens.
Τη συναυλία της Lydia Lunch άνοιξε ο αγαπημένος εδώ και μια γεμάτη δεκαετία Tango Mangalore, ζεσταίνοντας το κλίμα με τις συνθέσεις του που διακρίνονται από στοιχειωμένα αναλογικά synthesisers, με μια θεματολογία εμπνευσμένη από μακάβριες αφηγήσεις για καταδικασμένους έρωτες, ναυτικούς που έχασαν τα λογικά τους (ο ίδιος ο Tango Mangalore υπήρξε άλλωστε για χρόνια ναυτικός) και μυθολογίες για θαλάσσια όντα. Ανάμεσα στις κραυγές απόγνωσης του ίδιου και την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα που πάντα προσφέρει με τις μπαλάντες του, το κοινό εκτίμησε εκ νέου ένα από τα πιο ενδιαφέροντα εγχώρια acts του σκοτεινού ήχου, απόλυτα ταιριαστό με τη σύνθεση ολόκληρης της βραδιάς.
Τη σκυτάλη θα έπαιρνε λίγο αργότερα ο Doric, δηλαδή το one-man project του Στάθη Λεοντιάδη, γνώριμου επίσης εδώ και πολλά χρόνια μέσα από τις μουσικές του στους Data Fragments, The Exetix, Human Puppets και πολλές ακόμα underground μπάντες της πόλης από το 1996 και έπειτα. Σε μια από τις ομολογουμένως σπάνιες εμφανίσεις του, ο ίδιος εξέφρασε για ακόμη μια φορά την αγάπη του στην αναλογική επεξεργασία του μουσικού πεδίου, μέσα από μουσικές που εξυμνούν τον ήχο των late 70's και δημιουργούν τον ολόδικό του αναγνωρίσιμο new wave ήχο με επιμέρους dark και synthwave πινελιές.
Λίγο μετά τις 11, η Lydia Lunch θα έκανε την εμφάνισή της στο stage συνοδεία του Marc Hurtado και όσο το κοινό είχε για τα καλά ζεσταθεί από τα προηγούμενα acts. Ανοίγοντας δυναμικά και αναμφίβολα με μπόλικο θόρυβο το set της, η Lunch καλησπέρισε με τη γνώριμα βραχνή φωνή της το αθηναϊκό κοινό, ξεκινώντας να διασκευάζει το μουσικό έργο των Suicide που γιορτάζονταν εκείνη τη νύχτα.
Όσο στο video wall έπαιζε βιντεοσκοπημένο υλικό με το πρόσωπο του Alan Vega ή άλλες απόκοσμες εικόνες, Lunch και Hurtado παρουσίαζαν άλλοτε αναγνωρίσιμες και άλλοτε εντελώς αλλόκοτες διασκευές του εμβληματικού post-punk, synth pop, dark wave act των Suicide, με τους δυο τους να μοιάζουν να το διασκεδάζουν. Και ήταν πολλές φορές τόσο αλλόκοτες αυτές οι σκοτεινές και θορυβώδεις διασκευές τους, που κομμάτι του κοινού του Temple δεν δίστασε δυστυχώς να αποχωρήσει από το venue νωρίτερα από το τέλος της συναυλίας, η οποία – κακά τα ψέματα – προοριζόταν για εκλεκτικό κοινό που αντέχει σε αυτήν την avant garde ηχητική προσέγγιση και παράδοση.
Αυτός ο κόσμος ευτυχώς δεν είχε αποχωρίσει ακόμη από το Temple όταν στο stage ανέβηκε ένας παλιός γνώριμος του αθηναϊκού κοινού και πολιτογραφημένος ο ίδιος Αθηναίος εδώ και χρόνια, ο θρυλικός Blaine L. Reininger των Tuxedomoon. Εμφανιζόμενος με το βιολί του και το κομψό κοστούμι του, ο Reininger συνόδευσε τη Lydia Lunch και τον Marc Hurtado σε μια καταιγιστική διασκευή του “Viet Vet” του Alan Vega από το Collision Drive του 1981, για να αποχωρήσει αμέσως μετά την αποθέωσή του.
Όταν συμπληρώθηκε μία ώρα της headling εμφάνισής της, η Lunch αποχώρησε από τη σκηνή δίχως κάποια προειδοποίηση ή κίνηση που να παραπέμπει στο ότι αυτή ήρθε στο τέλος της, όσο απότομα είχε βρεθεί και στη σκηνή στην έναρξή της. Αυτή είναι άλλωστε η Lydia Lunch, εκκεντρική και αυθάδης, καυστική και νιχιλίστρια, έτοιμη να σε κάνει να νιώσεις άβολα. Και η ίδια ξέρει πολύ καλά ότι αυτού του είδους το σοκ είναι που μετράει και μένει τελικά ανεξίτηλο στη μνήμη – ξεχνιούνται άλλωστε τα low-budget experimental porn του Richard Kern που η ίδια πρωταγωνιστούσε μαζί με τον Henry Rollins τη δεκαετία του ’80;