Το Ejekt Festival συμπλήρωσε φέτος τα 15 του χρόνια και το line-up που είχε ανακοινώσει ήταν αναμενόμενο να φέρει στην Πλατεία Νερού πολλές χιλιάδες κόσμου. Αν και, εδώ που τα λέμε, το όνομα των Cure ήταν το κυρίως υπεύθυνο για την τεράστια προσέλευση, που έβγαλε τον χώρο sold-out λίγο πριν την έναρξή τους.
Ακόμα κι αν δεν ήξερες τον αριθμό θεατών που αναμενόταν να βρεθούν στον συναυλιακό χώρο τις επόμενες ώρες, μια ιδέα την έπαιρνες από νωρίς: όταν βγήκαν στη σκηνή οι Αθηναίοι The Steams, στις 17:13, ανοίγοντας την αυλαία του φεστιβάλ, μπροστά τους βρήκαν λίγο μεν κόσμο, αλλά σαφώς περισσότερο συγκριτικά με αντίστοιχες περιπτώσεις που έχουμε δει σε προηγούμενα χρόνια. Και η τετραμελής μπάντα δεν έχασε την ευκαιρία να το εκμεταλλευτεί.
Ίσως φταίει που είχα 2 χρόνια να βιώσω τη φεστιβαλική εμπειρία και να έρθω αντιμέτωπος με τέτοιον δυνατό ήχο, πάντως τους χάρηκα τους Steams. Μπορεί να μην βρήκα εντελώς πρωτότυπο το psych rock που παίζουν, όμως σίγουρα βρήκα παθιασμένο και πειστικό τον τρόπο τους. Στο μισάωρης διάρκειας set παρουσίασαν τραγούδια από το περσινό τους ντεμπούτο Wild Ferment και δικαίως κέρδισαν το χειροκρότημα των παρευρισκομένων. Όλοι τους στάθηκαν επαρκέστατα, αλλά ειδική μνεία αξίζει νομίζω στις φιγούρες του κιθαρίστα Ανδρέα Κοκοβίκα και στον ντράμερ Gustav Penka.
Επόμενοι στη σειρά οι Αμερικανοί Khruangbin, οι οποίοι παρουσίασαν δύο πρόσωπα. Το ξεκίνημά τους, με τα πλέον νωχελικά κομμάτια του ρεπερτορίου τους, με έκανε να αναρωτηθώ πώς θα έβγαζαν την προγραμματισμένη 1 ώρα τους πάνω στη σκηνή. Ο ντράμερ Donald Ray “DJ” Johnson Jr. έπαιζε τα στιβαρά break-beat του με μια ανόρεχτη έκφραση στο πρόσωπο, ο κιθαρίστας Mark Speer έμοιαζε να βρίσκεται σε κάποια άλλη, δική του διάσταση (παρότι πήγαινε συνεχώς πέρα-δώθε) και μόνο η στιβαρή μα και κάπως στανταρισμένη στο παίξιμό της μπασίστρια Laura Lee κρατούσε το βάρος της σκηνικής παρουσίας, στέλνοντας χαμόγελα λικνιζόμενη και παρασύροντας κάποτε τον Speer σε μερικές συγχρονισμένες χορευτικές ρουτίνες.
Στο δεύτερο μισό, πάντως, κι αφού ο Speer και η Lee ήπιαν από ένα ποτήρι ρακή, τα πράγματα άλλαξαν: το τέμπο ανέβηκε, μπήκαν στο κάδρο και τα πιο φάνκι κομμάτια και ο κόσμος, που ήδη είχε αρχίσει να είναι πολύς, ζεστάθηκε περισσότερο. Βγήκαν και μερικά κρυφά χαρτιά απ' το μανίκι της μπάντας (ένα ρυθμικό παιχνίδι με γυάλινα μπουκάλια, μια πράσινη τηλεφωνική συσκευή παλαιού τύπου από την οποία μάς απευθύνθηκε η Lee) κι έτσι κύλησε το υπόλοιπο set, καταφέρνοντας να κάνει κάμποσα κορμιά να χορέψουν, όσο ακόμα υπήρχαν περιθώρια χώρου εκεί μπροστά όπου βρισκόμουν.
Το θερμό αντίο που επεφύλαξε το κοινό στην τριάδα, έφερε και το ένα και μοναδικό χαμόγελο στα χείλη του Speer. Με τις περούκες και τις αναπάντεχες ενδυματολογικές επιλογές τους, οι Khruangbin αποτέλεσαν την πιο «ιδιαίτερη» παρουσία του Ejekt 2019, έστω κι αν αυτό το μείγμα world και ψυχεδελικών αναφορών που παίζουν αντιμετωπίστηκε από πολλούς ως φόντο για το σουλάτσο και το κουβεντολόι τους.
Οι Ride, αντίθετα, ήταν μια πολύ καλή φεστιβαλική επιλογή. Όμως, με βάση όσα έφτασαν στα αφτιά μου γύρω στα 20 μέτρα από τη σκηνή όπου βρισκόμουν, ήταν οι πρώτοι μεγάλοι αδικημένοι του Ejekt 2019. Κι αυτό γιατί ο ήχος τους υπήρξε ιδιαίτερα προβληματικός σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια των 53 λεπτών που πέρασαν επί σκηνής: μουντός, σαν να περνούσε από ένα βαθυπερατό φίλτρο.
Αίσθησή μου είναι ότι έφταιγε κάτι στη μπότα των ντραμς, η οποία σαν να πίκαρε. Κάπως έτσι, πάντως, η παρουσία κιθάρων και φωνών ανεβοκατέβαινε σε ένταση και ο όλος ήχος κατέληγε συγκεχυμένος. Οφείλω να ομολογήσω ότι με βάση αυτά, δεν μπορώ να μεταφέρω ιδιαίτερα αξιόπιστη μαρτυρία, καθότι από ένα σημείο και μετά μπήκε στη μέση και ο εκνευρισμός μου.
Με βάση περισσότερο όσα έβλεπα, ωστόσο, οι Ride το χάρηκαν, ασχέτως αν έγινε σαφές ότι αντιλήφθηκαν πως έπαιζαν σε κοινό που δεν πολυενδιαφερόταν για εκείνους. Παρότι πολύ νωρίς ο Mark Gardener αναφώνησε «well, this is nice», αργότερα ο Andy Bell ένιωσε την ανάγκη να συστήσει τη μπάντα: «We are Ride, from England» κι ακόμα πιο μετά να μας ευχαριστήσει με ένα «thanks for checking us out». Προς το τέλος ο ήχος σαν να βελτιώθηκε κάπως, ήρθαν και τα “Taste” και “Vapor Trail” και οδηγηθήκαμε έτσι σε ένα θερμό ξεπροβόδισμα των Ride. Θεωρώ ότι αξίζει να τους δούμε ξανά σύντομα, υπό καλύτερες συνθήκες.
Και ο Michael Kiwanuka αδικημένος βγήκε. Όχι όμως από τον ήχο. Με την Πλατεία Νερού να έχει πλέον πολύ κόσμο, ο Βρετανός τραγουδοποιός βγήκε να αντιμετωπίσει ένα πλήθος που στη μεγάλη του πλειονότητα αδιαφορούσε παντελώς για όσα είχε να παρουσιάσει –αδημονώντας για τους πρωταγωνιστές της βραδιάς. Προσωπικά εκνευρίστηκα πάρα πολύ από παρέα 40άρηδων, ακριβώς πίσω μου, οι οποίοι δεν σταμάτησαν να συζητούν μεγαλοφώνως σε σχεδόν όλη τη διάρκεια του set, για το πόσο εμπορικός είναι ο Kiwanuka και για το πόσο γρήγορα ήθελαν να τελειώνει.
Με αυτά τα δεδομένα, ο νεαρός μουσικός και η εξαμελής μπάντα του (κιθάρα, μπάσο, πλήκτρα, τύμπανα, συν δύο βοκαλίστριες) στάθηκαν καλά. Είχαν μουσικότητα, διέθεταν πολύ καλό ήχο, δεν είχαν όμως και το κάτι παραπάνω που θα έβαζε φωτιά στην εμφάνισή τους. Ακούστηκαν βεβαίως όλα τα τραγούδια που έχουν παιχτεί στα ραδιόφωνα: “One More Night”, “Black Man In A White World”, ”Cold Little Heart” κλπ.). Στο τέλος, πάντως, με ένα επικό “Love & Hate”, ο Kiwanuka «βούλωσε» τους πάντες –ακόμα και την παρέα σπασαρχίδηδων πίσω μου.
Σε μια βραδιά όπου το πρόγραμμα που είχε ανακοινωθεί τηρήθηκε σχεδόν άψογα, οι Cure ήταν οι μόνοι που δεν βγήκαν ακριβώς στην ώρα τους, αλλά με σχεδόν 10άλεπτη καθυστέρηση. Η αδημονία του πλήθους έφτασε αναμενόμενα στα κόκκινα και η έκρηξη ενθουσιασμού με το που η μπάντα έσκασε μύτη, ήταν εκκωφαντική.
Το ξεκίνημα έγινε με το “Plainsong” κι αμέσως μετά ακολούθησε το “Pictures Of You”. Τα πρώτα αυτά δείγματα έκαναν πασιφανές ότι μπροστά μας είχαμε μια πεντάδα που ήδη έκανε σμπαράλια τις όποιες αμφιβολίες είχαν εκφραστεί τον προηγούμενο καιρό, για το αν άξιζε κανείς να παρευρεθεί στην πρώτη τους εμφάνιση στα μέρη μας έπειτα από 14 ολόκληρα χρόνια. Λίγο αργότερα ήρθε και το “Lovesong”, τα κορίτσια ανέβηκαν στους ώμους των αγοριών τους, το πλήθος τραγούδησε ψυχωμένα και η βραδιά ήταν βέβαιο πια ότι είχε μπει σε σταθερή τροχιά.
Επιλέγοντας κυρίως υλικό από την 1980s παραγωγή τους –την καλλιτεχνικά χρυσή δεκαετία τους– και μόλις ένα τραγούδι από όσα σκάρωσαν από το 2000 και μετά (το “39”, από το Bloodflowers), με πολύ δυνατές όσο και ελεύθερες εκτελέσεις να διαδέχονται η μία την άλλη, οι Cure έμειναν στη σκηνή για 110 λεπτά και 21 τραγούδια, πριν εγκαταλείψουν για λίγο. Επιστρέφοντας, ο Robert Smith απολογήθηκε για ένα σερί «δύσκολων» κομμτιών (που είχε φέρει ομολογουμένως μια κάποια ησυχία στο ακροατήριο) και υποσχέθηκε ένα πολύ πιο δυναμικό υπόλοιπο. Και όντως, το encore αποζημίωσε ακόμα και τους πιο απαιτητικούς, αφού στις 7 επιλογές που έπαιξαν περιλαμβάνονταν μερικά από τα πλέον αγαπημένα των φίλων τους: “Lullaby”, “Friday I’m In Love”, “Boys Don’t Cry”.
Ήταν αποστομωτική η εμφάνιση των Cure το βράδυ της Τετάρτης –όχι ότι όφειλαν να αποδείξουν τίποτα, όμως. Ασχέτως αν σε κάποιους έλειψε το ένα ή το άλλο αγαπημένο τραγούδι (προσωπικά ανήκω στους ξενέρωτους που θα γούσταραν να ακούσουν το “The Lovecats”), ήταν τέτοιο το δώσιμο της μπάντας, τέτοια η ενέργεια που πήγε και ήρθε, ώστε στιγμιότυπα από το live θα τα θυμόμαστε για καιρό. Το τεχνικό κομμάτι έπαιξε βεβαίως κι αυτό τον ρόλο του, με τους πλούσιους φωτισμούς, τα πολύ ταιριαστά στο κάθε κομμάτι visuals και τον πολύ καλό γενικά ήχο.
Υπάρχει στη μέση και η μνήμη, φυσικά. Αυτή, άλλωστε, είναι που έκανε τόσες χιλιάδες ανθρώπων να μαζευτούν ενώπιον των Cure: το πώς τα τραγούδια τους συνδέθηκαν με στιγμές της ζωής τους, για την ακρίβεια. Όμως το στοίχημα μιας τέτοιας συναυλίας είναι το αν θα μπορέσει να δημιουργήσει τις δικές της μνήμες, τα δικά της αποτυπώματα. Κάτι που ο Robert Smith και η παρέα του το πέτυχαν, γιατί μπορούν ακόμα να βρουν μέσα σε αυτά τα τραγούδια κάτι που να τους κινητοποιεί, όσες φορές κι αν τα έχουν παίξει. Τα βλέπουν δηλαδή ως ζωντανές οντότητες, ως κείμενα που επιδέχονται νέων ερμηνειών· με την επαναπροσέγγισή τους να ενέχει ακόμη ρίσκα και να μην απαιτεί απλώς μια καλά προγραμματισμένη ρουτίνα.
Όλη αυτή η διάθεση αποτυπώθηκε στα πρόσωπα και στη στάση και των πέντε μουσικών: του αεικίνητου μπασίστα Simon Gallup, του μονολιθικού κιθαρίστα Reeves Gabrels, του στιβαρού πληκτρά Roger O'Donnell και του δοτικού ντράμερ Jason Cooper. Και βέβαια στην απίστευτη φιγούρα του αειθαλούς Smith. Του γλυκύτατου, δειλά εκφραστικού, συναρπαστικού αυτού ανθρώπου, που τραγούδησε με πάθος την κάθε λέξη, που όποτε δεν έπαιζε την κιθάρα του την κρατούσε αγκαλιά, που μας ευχαριστούσε συχνά με ένα «’nk you», που έκανε τα νάζια του και τα χορευτικά του, που χαμογελούσε στους συμπαίκτες του, που μας χαιρέτησε υποσχόμενος ότι θα τα ξαναπούμε.
Στο τέλος, και καθώς τα πυροτεχνήματα για τα 15χρονα του Ejekt έσκιζαν τον ουρανό, ακόμα και όσοι προηγουμένως δεν δηλώναμε μεγάλοι φαν της τέχνης του, τον είχαμε βάλει οριστικά στην καρδιά μας.
Setlist:
1. Plainsong
2. Pictures Of You
3. High
4. Just One Kiss
5. Lovesong
6. Last Dance
7. Burn
8. Fascination Street
9. Never Enough
10. Push
11. In Between Days
12. Just Like Heaven
13. From The Edge Of The Deep Green Sea
14. Shake Dog Shake
15. A Night Like This
16. Play For Today
17. A Forest
18. Primary
19. Want
20. 39
21. Disintegration
encore
22. Lullaby
23. The Caterpillar
24. The Walk
25. Friday I’m In Love
26. Close To Me
27. Why Can’t I Be You?
28. Boys Don’t Cry
{youtube}3FDQhBHY2-k{/youtube}