O Andrew Bird φτιάχνει μουσικές που πλέκουν τρομερά πιασάρικες μελωδίες με βαθύτερα νοήματα, φέρνοντας τo indie rock δίπλα στην τζαζ και στην κλασική και τις folk/bluegrass αμερικάνικες ρίζες στο πλάι της μπαρόκ πολυτέλειας. Γνώστης πολλών μουσικών οργάνων και δεξιοτέχνης βιολιστής, ο 45χρονος Αμερικανός φαίνεται να αναπτύσσει κάθε πτυχή του ταλέντου του σαν κεφάλι Λερναίας Ύδρας, μέσα από επίπονες διαδικασίες, αλλά και σαν μία μεταλλαγμένη αυτοτομία –μία απόλυτα οργανική και συνάμα μυθολογική διαδικασία. Στα πλαίσια του Summer Nostos 2019, λοιπόν, ήρθε σε αθηναϊκό έδαφος για να αναλάβει τον Σισσύφειο άθλο να επικοινωνήσει τα παραπάνω σε ανθρώπους με «τεμπέλικα αυτιά».
Ο πυρήνας της setlist που παρουσίασε τη Δευτέρα στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος απαρτίστηκε από τη φετινή του δισκογραφική δουλειά, με τον ιδιοφυή τίτλο My Finest Work Yet. Η βραδιά κύλησε με τον Bird και τους επί σκηνής συνεργάτες του να στριφογυρίζουν ήχους σαν έμμονες ιδέες γύρω από μουσικά θέματα, εξαπολύοντάς τους στη συνέχεια στο (πενιχρό και κάπως αχάριστο) πλήθος με τρομερή αίσθηση ρυθμού.
Πάντα βαθιά εσωτερικός, ο μουσικός από το Lake Forest του Ιλλινόι κρατάει τα μάτια κλειστά για το μεγαλύτερο μέρος της performance του, εντοπίζοντας εκ νέου τις συνδετικές ραφές που τον δένουν με τα τραγούδια του. Πότε λοιπόν μέσα από το ελαφρώς ένρινο τραγούδισμά του, πότε μέσα από τα σφιγμένα χείλη του καθώς σφυρίζει δεξιοτεχνικά και πότε μέσα από ατέλειωτες αρμονικές στρώσεις ήχου στον λουπαδόρο, ο Andrew Bird βρίσκει σωρεία τρόπων για να αγγίξει τις πιο ευαίσθητες χορδές του ακροατηρίου.
Παράλληλα, για όποιον έχει καταφέρει να διασώσει και μία ρανίδα έστω αναλυτικής σκέψης μπροστά στις ευαίσθητες μουσικές του, οι στίχοι του Bird καταφέρνουν να ισορροπήσουν μεταξύ ενός ιδιοφυούς κυνισμού, μίας πρωτοφανούς ευαισθησίας και μιας κοφτερής γλώσσας, η οποία παίζει με τις λέξεις σαν να 'ναι κομμάτια κινέζικου παζλ. Τα τραγούδια του ξεχειλίζουν από εικόνες, μυρωδιές και συναισθήματα, με αμερικάνικες αχανείς πόλεις να μπλέκονται την ελληνική μυθολογία και τον ισπανικό Εμφύλιο, χωρίς ποτέ να γίνονται μεταμοντέρνα, δυσεπίλυτα διηγήματα.
Επίσης, παρότι έξυπνος, ο Andrew Bird δεν είναι εξυπνάκιας. Αντιστοίχως, παρότι φορτωμένες νοήματα, οι ιστορίες του δεν γίνονται ποτέ περίπλοκες. Κι έτσι περνάει από διηγήσεις για την πατρότητα σε περασμένα ρομάντσα κι από εκεί στην απελπιστική κι επικίνδυνη αμερικάνικη πραγματικότητα του σήμερα, ξεγλιστρώντας από τον ρόλο του κήρυκα και άδοντας τους προβληματισμούς του σχεδόν το ίδιο ανέμελα, όσο σφυρίζει.
Κι ενώ ο Andrew Bird έχει καταφέρει να θεμελιωθεί ως ένας από τους πλέον ικανούς μουσικούς και πολυοργανίστες της αμερικανικής σκηνής, προσμετρώντας συνεργασίες όπως π.χ. αυτήν με τη Fiona Apple (2016), ο εγχώριος κόσμος που τον υποδέχτηκε στο γεμάτο μεσογειακές μυρωδιές πάρκο του Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, ήταν τουλάχιστον απογοητευτικός. Καμιά κατοστή άνθρωποι, ατάκτως ερριμμένοι στα γρασίδια, με τη συντριπτική πλειονότητα να συρρέει μπροστά από την όμορφα φωτισμένη σκηνή μάλλον γιατί η είσοδος στη συναυλία ήταν ελεύθερη. Και αναρωτιέται κανείς πότε επιτέλους θα έχουμε ένα παιδεμένο κοινό, ικανό να εκτιμήσει κάτι τόσο κομψά φτιαγμένο.
{youtube}Wj2Zo7h5pzM{/youtube}