Το Release Athens επιδόθηκε αναμφίβολα στο πιο φιλόδοξο συναυλιακό εγχείρημα του φετινού καλοκαιριού, διοργανώνοντας ένα πολυήμερο φεστιβάλ, το οποίο καλύπτει μια ευρεία γκάμα ήχων. Στα δε πλαίσια της αμιγώς μεταλλικής του ημέρας, συνέβη η πολυπόθητη επιστροφή των Manowar στην Αθήνα: μίας μπάντας πολύ αγαπητής στη χώρα μας, που όμως σπάνια μας επισκέπτεται, κρίνοντας από τη συχνότητα με την οποία τους έχουμε δει τα τελευταία αρκετά έτη.

Ωστόσο, αν και η συντριπτική μερίδα του κοινού παρευρέθηκε στην Πλατεία Νερού ελέω της δημοτικότητας των προσφιλών Αμερικανών, το φεστιβάλ είχε ξεκινήσει ήδη από νωρίς το απόγευμα. Το έναυσμα πραγματοποιήθηκε από τους συμπατριώτες μας Battleroar, τους οποίους δυστυχώς χάσαμε, εξαιτίας ευτράπελων που προέκυψαν κατά τη διαδρομή, με τα δρομολόγια του αστικού τραμ. Μη γνωρίζοντας δηλαδή ότι αρκετές στάσεις της γραμμής δεν λειτουργούσαν λόγω εργασιών, αναγκαστήκαμε να περπατήσουμε, με αποτέλεσμα να φτάσουμε στον χώρο με 40άλεπτη καθυστέρηση –όσο ακριβώς ήταν αρκετό για να χάσουμε το set.

Τη σκυτάλη παρέλαβαν οι symphonic metallers Imperia, παραδίδοντας μια αιθέρια νότα, δίχως να υπολείπονται σε απαιτούμενη πυγμή. Ουσιαστική αίσθηση προκάλεσε η τραγουδίστρια Helena Iren Michaelsen, χάρη στις εκφραστικές, οπερετικές της ερμηνείες, αλλά και τη λίαν ενεργητική της σκηνική παρουσία. Παρ' όλα αυτά, η μακροσκελής διάρκεια της setlist, όπως και το γεγονός ότι η πλειονότητα των συνθέσεων κινήθηκε υπερβολικά στο ίδιο μοτίβο, επέφεραν μια μικρή κούραση σε σημαντική μερίδα του κοινού. Δεν ήταν τυχαίο, λοιπόν, πως αναζητήσαμε μια υποψία δροσερής σκιάς, αφότου λάβαμε επαρκείς εντυπώσεις για την περίπτωσή τους.

Εν συνεχεία, τη σκηνή κατέλαβαν οι Ιταλοί Rhapsody Of Fire. Μπάντα που έχει διανύσει ευρύτατα κύματα με τη σχισμή μεταξύ των Fabio Lione και Luca Turilli σε δύο διαφορετικά σχήματα, όπως και με την αποχώρηση του Lione από το μικρόφωνο. Δεδομένου πως ο πληκτράς Alex Staropoli αποτελεί πλέον το μοναδικό εναπομείναν αυθεντικό μέλος, το όλο σκηνικό προκαλεί εύλογες απορίες για το κατά πόσο η μπάντα που παρακολουθήσαμε στην Πλατεία Νερού αποτελεί την ουσία των αυθεντικών Rhapsody –εκείνων δηλαδή που συστήθηκαν το 1997 με το άλμπουμ Legendary Tales. Όπως και να έχει, ο Staropoli συγκέντρωσε στο πλευρό του επάξια άρτιους εκτελεστές, σε βαθμό τέτοιον, ώστε να κατορθώσει στο 70άλεπτο που τους αναλογούσε να αναβιώσει επαρκείς δόσεις αναμνήσεων από εποχές στις οποίες το ευρωπαϊκό power metal μεσουρανούσε (mid-1990s).

Η τελευταία μέχρι στιγμής επίσκεψη των Manowar στην Αθήνα έλαβε χώρα στα πλαίσια του March Metal Day, το μακρινό 2007. Στο διάστημα που μεσολάβησε, η προσμονή των πιο πιστών οπαδών ολοένα και διαστελλόταν ογκομετρικά, έστω κι αν προσμετρήσουμε τις επικές επιδόσεις τους στη Θεσσαλονίκη (2011). Είτε για καλό, είτε για κακό, οι Manowar αποτελούν συγκρότημα «τσιμπημένο» αναφορικά με το κασέ που επιζητούν για κάθε τους σκηνική εμφάνιση· οι περιστάσεις, επομένως, οφείλουν να κριθούν κατάλληλες ώστε να προσέλθει ικανό πλήθος κόσμου προς στήριξη μιας τέτοιας ακριβής παραγωγής.

Σε πλήρη αντιδιαστολή, τα εισιτήρια για το Release Athens που ξεκινούσαν από 38 ευρώ ενδεχομένως να φάνταζαν τσουχτερά σε κάποιον ακροατή που δεν έφερε πλήρη γνώση της περίπτωσης. Όταν όμως προσφέρεται ως αντίκρυσμα ένα ουσιαστικό φεστιβάλ με συνολικά 4 ονόματα –μεταξύ των οποίων οι διόλου ευκαταφρόνητοι Rhapsody Of Fire– τότε η λογική κατευνάζει νοερά τις όποιες ανυποψίαστες ενστάσεις. Μέσα σε όλα αυτά, προσθέστε το γεγονός ότι, σε αντίθεση με προγενέστερες εμπειρίες, οι Manowar έστησαν στην Αθήνα το πλήρες stage show που βιώνουν οπαδοί σε ευρωπαϊκές χώρες αντίστοιχες της Γερμανίας. Πολύ απλά, η ίδια η μπάντα θέλησε να ανταμείψει τους Έλληνες ακολούθους της για τη μακροσκελή αναμονή, δίχως να προβεί σε ευτελείς εκπτώσεις, προτιμώντας να χτίσει ένα μέγεθος παραγωγής υπό τη γνώριμα υποδόρια επικότητά της.

Η σπινθιρίζουσα αλήθεια είναι ότι ο σχεδιασμός μιας άπταιστα σκηνοθετημένης παράστασης προσέδωσε περίσσιες δόσεις πυγμής στην ήδη επιβλητική στόφα του υλικού των Αμερικανών. Επιλέγοντας σοφά τις πιο καίριες στιγμές της setlist, οι πνιγηροί καπνοί, οι αστραφτερές φλόγες, οι πιστοί Manowarriors με ασπίδες που έφεραν το sign of the hammer, αλλά και σημαίες κάθε χώρας που στηρίζει το γκρουπ, ήρθαν σε συγκερασμό με τα γραφικά μεσαιωνικά σκηνικά τα οποία υψώθηκαν στο πίσω μέρος. Τα δε video walls συχνά-πυκνά παρουσίαζαν μια πρόσμιξη της απόδοσης της μπάντας μαζί με επικές σκηνές από μάχες ξεχασμένες στην ιστορία του ανθρώπινου γένους. Κάθε τραγούδι αποτελούσε και από ένα κεφάλαιο μιας προσχεδιασμένα μεθοδικής θεατρικότητας, κάτι που έδειχνε να δένει άρρηκτα με την ίδια την υπερβατικότητα του κλασικότροπου heavy metal τους.

Οι ίδιοι οι Manowar στάθηκαν ασφαλώς στο πλήρες ύψος των περιστάσεων. Τι κι αν χρειάστηκαν ορισμένα τραγούδια ώσπου ο Eric Adams να χάσει τη βραχνάδα του και να βρει τα σωστά πατήματα; Τι κι αν ο εντυπωσιακός (κατά τα άλλα) Anders Johansson έκανε ένα απρόσμενο λάθος στα τύμπανά του κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης του "Blood Of My Enemies" –ωθώντας τα υπόλοιπα μέλη να στραφούν στην πλευρά του απορημένα; Τα περιγραφέντα στιγμιότυπα αποτελούν απλά σταγόνα σε μια παλιρροϊκή τελειότητα, η ορμή της οποίας έμοιαζε ικανή να διαβρώσει οτιδήποτε στο διάβα της. Η τετραμελής ομάδα έδειχνε στ' αλήθεια παθιασμένη, να παίζει δίχως κόπωση ή ίχνος έγνοιας για το αύριο· λες και οι Eric Adams και Joey DeMaio (ειδικότερα) δεν έχουν για τα καλά ξεπεράσει το 60ό έτος της ηλικίας. Κάτι που ενδεχομένως οφείλεται σε υγιεινή διατροφή και πρόληψη, μιας και η φυσική κατάσταση ανέκαθεν αποτελούσε σήμα κατατεθέν της ταυτότητάς τους.

O Joey DeMaio εξακολουθεί λοιπόν να αποπνέει την ίδια αρχηγική στόφα, οδηγώντας τους συμπαραστάτες του στη φρενήρη κούρσα μιας αέναης δεύτερης νεότητας. Ο δε Eric Adams έμοιαζε παράδοξα αειθαλής, υπενθυμίζοντάς μας τον δυναμισμό του άκαμπτου μέταλλου της ιδιόμορφης χροιάς του. Κατέχει αλήθεια μια ξεχωριστή κράση φωνής, ανόμοια οποιασδήποτε άλλης στο ευρύτερο πεδίο του heavy metal. Δεν θα ήταν επίσης υπερβολή αν δηλώναμε ότι ο ίδιος ο λυρισμός τους, σε συνδυασμό με την επικότητα, αλλά και την ανόθευτα πηγαία πυγμή της οργανικής τους επίθεσης, φέρει επίσης μια αύρα ανάγλυφα διαφορετική εν συγκρίσει με κάθε μπάντα που ευθαρσώς επιχειρεί να τους μιμηθεί.

Στα μετόπισθεν, ιδιαίτερη μνεία απαιτείται για τις επιδόσεις των Anders Johansson & E. V. Martel στους τομείς των τυμπάνων και της κιθάρας αντίστοιχα. Ο μεν Johansson φέρει πλούσια εμπειρία από την πολυετή του θητεία στους Hammerfall, τη στιγμή που ο μέχρι πρότινος άγνωστος Martel επέδειξε τεχνική κατάρτιση ανώτερη του άδοξα αποχωρήσαντα Karl Logan. Με κάθε του κίνηση, έδειχνε να ζει και να αναπνέει για τη μουσική των Manowar, παραδίδοντας το 100% της ενέργειάς του τόσο στην εκτέλεση των πιο απαιτητικών κιθαριστικών πινελιών, όσο και στη λίαν ψαρωτική σκηνική του παρουσία. Διόλου παράξενο, μιας και προέρχεται από τις τάξεις των Kings Of Steel, μιας βραζιλιάνικης tribute band που επιδίδεται αποκλειστικά σε υλικό το οποίο αφορά τη δισκογραφία της τωρινής του ενασχόλησης.

Όσον αφορά τα λαμπρότερα highlights της βραδιάς, προφανώς και θα εστιάσουμε στα επιφανέστερα έπη από τη χρυσή περίοδο των 6 πρώτων δίσκων. Έπειτα από το δυναμικό έναυσμα με το ομώνυμο "Manowar", βιώσαμε σεισμικά ρίγη συγκίνησης, που ταλαντευόταν μεταξύ αγνής νοσταλγίας και πυρετώδους εφηβικού παρορμητισμού. Τα "Blood Of My Enemies", "Battle Hymn", "Thor (The Powerhead)", "Kings Of Metal", "Fighting The World", "Hail And Kill", "Black Wind, Fire And Steel" προσέφεραν επίφοβα εγκεφαλικά, τη στιγμή που αεικίνητα κορμιά συγκρούονταν άτσαλα σε σποραδικά σημεία της αρένας. Πρόκειται για εκείνο το συναίσθημα που σε ωθεί να υψώσεις τη γροθιά ωσάν να κραδαίνεις σπαθί, λες και είσαι ένας θρυλικός πρωταγωνιστής καταμεσής μιας λυρικής, μα λίαν αιματηρής μάχης. 

Παρ' όλα αυτά, οι νεότερες πινελιές τύπου "Warriors Of The World United" και "Brothers Of Metal Pt. 1" δεν σημείωσαν ίχνος κοιλιάς εν συγκρίσει με τις κλασικότερες στιγμές του γκρουπ. Θέλετε να βοήθησε η όλη υποστήλωση των επιβλητικών σκηνικών ή η ίδια η μαινόμενη παρουσία της μπάντας; Όσο παράταιρο θα φάνταζε πάντως το κλείσιμο του κανονικού τους set με το "House Of Death", τόσο πληθωρικό κατέληγε στη σκηνική μετουσίωσή του, υπερβαίνοντας κραταιά την αντίστοιχη στουντιακή εκδοχή. Το απόλυτο highlight, όμως, δεν ήταν άλλο από το "The Power Of Thy Sword", το αδιαμφισβήτητα ανώτερο άσμα του The Triumph Of Steel (1992), όπως και μία από τις πιο υποβλητικές συνθέσεις που έχουν ποτέ γράψει οι Manowar στην πολυετή διαδρομή τους. Η στιγμή εκείνη που τραγουδούσες τους στίχους «fierce is my blade, fierce is my hate, born to die in battle I laugh at my fate», ενόσω τα φλογερά πυροτεχνήματα φώτιζαν τον έναστρο ουρανό, σε μετέφερε στην επικότητα σκηνών από την all-time classic ταινία του Κόναν του Βάρβαρου (1982), με τα ξίφη να σκίζουν αέρα, σάρκα και κόκαλα.

Εν κατακλείδι, η πολυαναμενόμενη επίσκεψη των Manowar στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία. Δεν ήταν άλλωστε τυχαία η ηχηρή απάντηση του κοινού στην ερώτηση του Joey DeMaio κατά τον καθιερωμένο λόγο του, για το αν επιθυμούμε να τους ξαναδούμε σύντομα στη χώρα μας. Μια ώρα και 50 λεπτά στάθηκαν παραπάνω από αρκετά για να ζωγραφίσουν ατόφια χαμόγελα ευτυχίας σε ντόπιους παρευρισκόμενους, αλλά και εκδρομείς που κατέφθασαν για την περίσταση από κάθε περιοχή της Ελλάδας. Έτσι, η αποχώρηση των κατάκοπων ακροατών συνοδεύτηκε ταιριαστά από πολύχρωμα πυροτεχνήματα που για μία ακόμη φορά έσκισαν τον ανοιχτό ουρανό του Παλαιού Φαλήρου, υπενθυμίζοντας την ομορφιά, αλλά και την ενδότερη μαγεία των Manowar. Μιας μπάντας ζωογόνας και περίσσιας ικανής να εμπνέει τα καλύτερα επιτεύγματα. Πραγματικοί Βασιλείς του Metal.

{youtube}QXtf_BGgzw4{/youtube}

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured