Την καλλιτεχνική του ιδιοφυΐα ξεδίπλωσε ο Benjamin Clementine το βράδυ του Σαββάτου στην Τεχνόπολη, σε μια συναυλία από αυτές που σημαίνουν την έναρξη του καλοκαιριού. Συνάμα με την υποδοχή μιας μοναδικής, αυθεντικής προσωπικότητας, η οποία συνδυάζει αισθητική και συναίσθημα, φέροντας το βάρος μιας πολύπαθης, μα και δημιουργικής πορείας.
Ο κόσμος έφτασε από νωρίς στον χώρο και, αθόρυβα, μοιράστηκε σε περιφραγμένους καθήμενους και απομακρυσμένους όρθιους –για τους πρώτους μάθαμε μάλιστα αργότερα, με απογοήτευση, ότι, ενώ υπήρχε δυνατότητα επιλογής θέσης κατά την αγορά των εισιτηρίων, η πρόβλεψη αυτή δεν είχε κανένα αντίκρισμα στην οργάνωση του χώρου. Οι παρευρισκόμενοι ξεκίνησαν πάντως τα χειροκροτήματα που καλούσαν τον Βρετανό μουσικό στη σκηνή ήδη από τις 21:15, για να τον δουν να εμφανίζεται γύρω στις 21:40.
Με συνοδεία μιας δραματικής συγχορδίας από το κουιντέτο εγχόρδων που πλαισιώνει την καλοκαιρινή του περιοδεία, ο Benjamin Clementine βγήκε ενώπιόν μας απαστράπτων, ντυμένος στα κατάλευκα, χωρίς πουκάμισο μέσα από το στυλάτο σακάκι του και χωρίς παπούτσια: μια σκηνική επιλογή-σήμα κατατεθέν για τον μουσικό που ξεκίνησε άστεγος το 2014 από τα σοκάκια του Camden, για να κατακτήσει λίγα χρόνια αργότερα τις μεγαλύτερες σκηνές του κόσμου· από αυτήν του Montreux, μέχρι το catwalk show της Burberry.
Με αφοπλιστική ομορφιά που ανάβλυζε από τα μέσα, ο Benjamin Clementine άνοιξε τη συναυλία με το “Winston Churchill’s Boy” από το πρώτο του άλμπουμ At Least For Now (2015). Έχοντας την πλάτη γυρισμένη στο κοινό και το βλέμμα στυλωμένο στο παριζιάνικο κουιντέτο του (όπως ονομάζεται), το οποίο απαρτίζεται από τρία βιολιά, ένα κοντραμπάσο και ένα τσέλο.
Την πλούσια παλέτα της δεύτερης εμφάνισης του Βρετανού καλλιτέχνη στη χώρα μας συνέθεσαν έτσι οι δραματικοί μονόλογοι στο “Winston Churchill’s Boy”, οι βρυχηθμοί και τα ανήσυχα λακτίσματα κατά μήκος της σκηνής στο “God Save The Jungle”, τα καταιγιστικά βιολιά που μεταμφίεσαν σε κλασικό μανιφέστο το ηλεκτρονικό “One Awkward Fish”, οι κραυγές του “London” που σχεδόν αντανακλαστικά ανακαλούν την εικόνα της Nina Simone του “Stars” και του “Mississippi Goddamn”, και οι χίλιες φωνές του Clementine, οι οποίες ξεπηδούν γύρω από τα πανικόβλητα πλήκτρα του “Adios” για να φτάσουν στη νηνεμία του “Gone”.
Με τη δική του προσωπικότητα και τον μοναδικό του τρόπο να ελίσσεται από τη μία άκρη της σκηνής στο πιάνο του και πάλι πίσω, η παρουσία του Benjamin Clementine στην Τεχνόπολη ήταν το πραγματικά θαυμαστό ανάπτυγμα ενός ανθρώπου που έπεσε και σηκώθηκε πολλές φορές, για να φτάσει στα υψηλότερα σημεία της Ευρώπης και της Αμερικής και να ερμηνεύσει την απόρριψη, την απώλεια, αλλά και το βάρος της ευθύνης του εαυτού και της ενηλικίωσής του. Κι έπειτα από όλα αυτά, να μη διστάσει ακόμη να κουρνιάσει στο πάτωμα τραγουδώντας την απόγνωση και τη μοναξιά του “Cornerstone”, από τα πρώτα δισκογραφικά του βήματα με το ομώνυμο EP το 2013.
Με τη γνώση και την εμπειρία αυτή, σηκώθηκε από το πιάνο του στη μέση του “My Condolence” –του τραγουδιού που του χάρισε ίσως το μεγαλύτερο μερίδιο δημοφιλίας του στην Ελλάδα, μαζί με το “I Won’t Complain”– για να πείσει το κοινό να τραγουδήσει δυνατά «I’m sending my condolence to fear, I’m sending my condolence to insecurities». Και γι’ αυτό μάλιστα διατήρησε μια ανατριχιαστική επιμονή στεκόμενος στην πρώτη γραμμή της σκηνής για όσο χρειάστηκε, μέχρι να τα καταφέρει.
Παρά την απόπειρά του να εγκαταλείψει τη σκηνή σχεδόν 1 ώρα μετά, το κοινό τον έφερε πίσω με θερμό χειροκρότημα, για να παρουσιάσει μαζί με το κουιντέτο του την καλύτερη εκτέλεση της βραδιάς: μια αφοπλιστική σύνθεση του “The Phantom Of Aleppoville”. Κατόπιν, έκλεισε πλέον και επίσημα την επίσκεψή του στην Αθήνα με τη “Farewell Sonata” από το τελευταίο του άλμπουμ I Tell A Fly (2017).
Ακόμα κι αν τα στιγμιότυπα μπορεί να παραπέμπουν σε σκηνικές γραφικότητες και ξεθυμασμένες τεχνικές προσέγγισης μιας καλλιτεχνικής ελίτ από άλλη εποχή, ο Benjamin Clementine απέχει πολύ από όλα αυτά. Αντιθέτως, αποτελεί λαμπρό παράδειγμα έκφρασης, που κατάλληλα και πολύ δημιουργικά επιστρατεύει ήρωες και αναφορές του παρελθόντος για να συνθέσει ιδιότυπο μουσικό λόγο –με πρωτοτυπία, αλλά και με το αλατοπίπερο της «εκκεντρικότητας». Το οποίο ωστόσο φαίνεται να πηγάζει από μια μάλλον παραγωγική διαδικασία προσωπικής χειραφέτησης, και όχι από κάποια μαρκετίστικη μαρκίζα που θρέφει εφήμερους αστέρες στη σύγχρονη ατζέντα.
{youtube}3m5PuSmOZYo{/youtube}