Φαντάζομαι ότι, για όσους μουσικούς έχουν επιλέξει τον μοναχικό δρόμο της επαγγελματικής ζωής, δεν θα υπάρχει τίποτα σπουδαιότερο από το να συναντούν ανθρώπους με τους οποίους μοιράζονται θραύσματα κοινής φιλοσοφίας απέναντι στην τέχνη τους. Η συνεργασία του διακεκριμένου Νορβηγού τρομπετίστα (χαρακτηρισμός μάλλον περιοριστικός) Αrve Henriksen με τον ανήσυχο Έλληνα πειραματιστή Γιάννη Αναστασάκη, φαίνεται να συγκαταλέγεται σε αυτές τις ευτυχείς συγκυρίες. Και είχαμε την τύχη να τη βιώσουμε σε όλο της το μεγαλείο, υπό τη στέγη της κατάμεστης Αγγλικανικής Εκκλησίας, στα πλαίσια του συνεπούς και εκλεκτικού προγράμματος των St. Paul's Sessions.

Σε αυτό το παγωμένο και γιορτινό αττικό βράδυ Παρασκευής, οι δύο καλλιτέχνες έστησαν έναν πυκνό ηχητικό διάλογο, με τον οποίον πάντρεψαν πνευστές, εξαγνιστικές εξερευνήσεις με βυθιστική, ηλεκτρονική ατμόσφαιρα, υπό το πέπλο μίας υποβλητικής, σχεδόν θρησκευτικής πνευματικότητας· δημιουργώντας τελικά μία εμπειρία που βιωνόταν ως πράξη διαλογισμού, με στόχο την κάθαρση. Ήδη μάλιστα από τις πρώτες στιγμές της εμφάνισης, πλανιόταν στον αέρα μία αίσθηση κατάνυξης, όταν ο Arve Henriksen –μετά από μία υπνωτιστική εισαγωγή– έψαλε τραγουδιστά και αιφνιδιαστικά κάτι που έμοιαζε με βουδιστική προσευχή.

Σε πιο πρακτικό επίπεδο, ήταν μία ζωντανή σύμπραξη η οποία δεν ανέδειξε τόσο τις (δεδομένες) τεχνικές δεξιότητες των δύο πρωταγωνιστών, όσο τη συγκλονιστική αίσθηση που κατέχουν σχετικά με τα όρια της δικιάς τους ευθύνης απέναντι στο συνολικό ηχητικό αποτύπωμα. Ο αλληλοσεβασμός  που επέδειξε ο καθένας ξεχωριστά στην πολύτιμη συμβολή του συμπαίκτη του, ήταν αξιοθαύμαστος· και δημιούργησε την εντύπωση μίας ανθρώπινης επαφής πέρα από τα στενά όρια του χωροχρόνου.

74ArvAns_2.jpg

Ήταν επίσης εκπληκτικό πώς ο σταθερός σκελετός που είχαν προετοιμάσει ξεθώριαζε και έδινε τη θέση του στον γόνιμο αυτοσχεδιασμό, ο οποίος ερχόταν με τέτοια φυσικότητα, ώστε κανείς πραγματικά δεν θα μπορούσε να πει με σιγουριά κάθε φορά ποιο μέρος είναι δουλεμένο και ποιο όχι. Αναφέρθηκε σε αυτό και ο Henriksen, μέσα από τον ζεστό του λόγο, εξηγώντας μας πως, ό,τι παρακολουθούσαμε, κινείται από την πηγαία δίψα για εξερεύνηση, που έπεται του σχεδιασμού.

Σε μία λοιπόν από αυτές τις στιγμές, ο πολυγραφότατος Νορβηγός άρχισε να καταθέτει αυθόρμητα μία βιωματική ιστορία με εξομολογητικό τόνο, σχετικά με τη μοναξιά και τον πόνο που νιώθει κάθε χρόνο την περίοδο των Χριστουγέννων, πατώντας πάνω στις πολυεπίπεδες λούπες του Αναστασάκη. Ήταν ένα πολύ συγκινητικό στιγμιότυπο, που φαίνεται να προέκυψε ως ανάγκη για τον Henriksen, παρά ως μέρος μίας προγραμματισμένης ιδέας. 

Εν τέλει, μετά από 1 ώρα και 10 λεπτά, οι δύο μουσικοί έκλεισαν το live ακριβώς την κατάλληλη στιγμή –πριν αρχίσει δηλαδή να κουράζει– και καταχειροκροτήθηκαν. Ήταν από εκείνες τις σπάνιες περιπτώσεις όπου το ακροατήριο συντονίστηκε απόλυτα με το κλίμα που προσπάθησαν να εντυπώσουν μεθοδικά και ταπεινά οι επί σκηνής πρωταγωνιστές. Ίσως, μάλιστα, στις κορυφώσεις της εμφάνισης, να έφτασαν κάποιοι σε αυτήν τη μοναδική, εσωτερική πληρότητα που μπορεί να χαρίσει η σπουδαία μουσική, βγαίνοντας κατόπιν τόνους ελαφρύτεροι σε μία διαφορετική Αθήνα.

{youtube}F0tTXdYsubs{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured