Άτιμο πράγμα το hype. Στις αρχές της δεκαετίας, ο Tom Krell, ο άνθρωπος πίσω από τους How To Dress Well, ηγούταν ενός ρεύματος καλλιτεχνών που πάντρευαν το alternative R'n'B με τον ηλεκτρονικό ήχο κοιτάζοντας προς το μέλλον. Γρήγορα, όμως, είδε τους ευεργέτες του (βλ. Pitchfork) να τον ξεχνούν και να τον πετούν έξω από το κύμα μέσα από το οποίο γεννήθηκε το φαινόμενο The Weeknd.
Σήμερα ο Αμερικανός δημιουργός δεν θεωρείται πια hip όνομα στη Metacritic πραγματικότητα. Αλλά την Παρασκευή το βράδυ μας απέδειξε πως κάτι τέτοιο δεν έχει καμία σημασία: βρίσκεται στην καλύτερη φάση της καριέρας του. Ενώπιον λοιπόν λιγοστών μα τυχερών θεατών, ξεγυμνώθηκε (ψυχικά) ολοκληρωτικώς στη σκηνή της Death Disco, χαρίζοντας μία από τις πιο αληθινές και συγκινητικές εμφανίσεις της φετινής χρονιάς.
Τη βραδιά άνοιξε λίγο πριν τις 9:30 ο Δημήτρης Παπαδάτος ως Jay Glass Dubs, παρουσιάζοντας ένα αρκετά μεγάλο σε διάρκεια set, μέσα από το οποίο γλιστρούσε με άνεση σε διάφορα κομμάτια της techno, house και dub ιστορίας. Το πρώτο μισάωρο αποδείχθηκε κάπως άβολο, καθώς τα αψυχολόγητα έντονα για την περίσταση beats προορίζονταν για το πολύ 15-20 άτομα, τα οποία περισσότερο προσπαθούσαν να συζητήσουν πάνω από τη μουσική, παρά να δώσουν προσοχή σε αυτήν. Σταδιακά, ωστόσο, με την έλευση κάπως περισσότερου κόσμου, τα πράγματα έφτιαξαν. Έχω πάντως την αίσθηση πως για διάφορους λόγους (εξωγενείς και ενδογενείς), το κοινό που μαζεύτηκε στη Death Disco δεν συντονίστηκε ποτέ με το ηχητικό περιβάλλον που προσπαθούσε να πλάσει ο Έλληνας μουσικός. Μετά από περίπου 1 ώρα χωρίς κορυφώσεις ή ξεχωριστές στιγμές, τον διαδέχθηκε άμεσα στη σκηνή μία ψηλόλιγνη φιγούρα με κίτρινο πουλόβερ.
Ο λόγος για τον Tom Krell, ο οποίος χώρισε το set του σε 4 διακριτές και αρκετά διαφορετικές μεταξύ τους, πράξεις. Στην αρχή της καθεμίας, μας εξέφραζε ανοιχτά τις σκέψεις για την τέχνη του, τις κοινωνικοπολιτικές του ανησυχίες και τη θλίψη του για τη σημερινή κατάσταση της πατρίδας του, συζητώντας ελεύθερα μαζί μας, σπάζοντας έτσι το φράγμα μεταξύ καλλιτέχνη και κοινού. Μόλις δε ανέβηκε για πρώτη φορά στη σκηνή και ρύθμισε τις κονσόλες του, μας έδειξε ένα Joker τραπουλόχαρτο που βρήκε πάνω σε ένα ηχείο· και, αφού αναρωτήθηκε για το βαθύτερο νόημα του γεγονότος, ζήτησε να σβήσουν όλα τα φώτα, ξεκινώντας το πρώτο και πιο σκοτεινό μέρος του live. Σε αυτό φάνηκε να αποτυπώνει το αίσθημα κοσμικής μοναξιάς μέσα στο οποίο δημιούργησε τον φρέσκο δίσκο του, The Anteroom.
Παίζοντας κυρίως κομμάτια από το Anteroom, κοινώνησε το υπαρξιακό του άγχος μέσα από εσωστρεφή R'n'B, noise πειράματα και ambient περάσματα, θυμίζοντας έναν πρώιμο Weeknd που καταλήφθηκε από το πνεύμα του Arca. Πάντως, έγινε γρήγορα αντιληπτό πως ό,τι βλέπαμε ήταν το αποτέλεσμα ενός πολύ καλά μελετημένου πλάνου: τα καλαίσθητα graphs, τα προσεχτικά επιλεγμένα φώτα, οι απότομες αυξομειώσεις στην ένταση, οι συναισθηματικές διακυμάνσεις στις ερμηνείες, όλα συνδυάζονταν μεταξύ τους με μαεστρία για να προκύψει αυτή η τόσο μαγική εικόνα, από έναν μόνο άνθρωπο.
Αμέσως μετά το φινάλε του πρώτου μέρους, ζήτησε να πέσουν τα φώτα πάνω μας και συγκεκριμένα «αυτά που ανοίγουν μετά το τέλος των πάρτι και κάνουν τους πάντες να φαίνονται τόσο not cool», έτσι ώστε να μπορεί να δει τα πρόσωπά μας και να μας μιλήσει.
Αφού πρώτα μας ανέφερε ότι αυτό είναι το τελευταίο live της ευρωπαϊκής του περιοδείας, μας ομολόγησε πως δεν θέλει να επιστρέψει στην πατρίδα του, «το μέρος όπου, αν είσαι queer, είναι σχεδόν παράνομο και αν είσαι μαύρος πιθανώς θα μπεις στη φυλακή». Έκανε επίσης μερικά αυτοσαρκαστικά αστεία για τη μουσική του και, τέλος, μας παρότρυνε να πούμε στον άνθρωπο δίπλα μας πόσο όμορφα νιώθουμε, για το επόμενο σκέλος του set. Έτσι, ο Tom Krell μεταμορφώθηκε σε έναν εύθραυστο crooner και άρχισε να τραγουδάει μέσα σε ένα πέπλο συναισθηματισμού και σεξουαλικότητας –σαν ένας underground Justin Timberlake– μερικά από τα πιο παραπονιάρικα και ψυχόπονα τραγούδια του, όπως το "Words I Don’t Remember".
Και ενώ όλοι πίστευαν πως το live θα κλείσει μέσα στο κλίμα καθαρτικής ευφορίας και χορευτικής έκστασης του τρίτου μέρους, ο Krell –αφού σκέφτηκε αρκετά τι άλλο να παίξει ειδικά για εμάς– κατέβηκε από τη σκηνή, περπάτησε μέχρι το μπαρ και μας τραγούδησε χωρίς μικρόφωνα ένα σύντομο soul νανούρισμα, ανάμεσα σε κόσμο φανερά συγκινημένο. Είναι από τις εικόνες που βλέπουμε όλο και πιο σπάνια στις σύγχρονες, αποστειρωμένες συναυλίες του indie χώρου· όταν λοιπόν γινόμαστε μάρτυρές τους, μοιάζουν με ένα μικρό θαύμα. Σε μία τέτοια πραγματικότητα, όπου η απόσταση μεταξύ κοινού και μουσικών μεγαλώνει συνεχώς, αληθινά στην ουσία τους live όπως αυτό του How To Dress Well, φαντάζουν σαν όαση.
{youtube}QjQZAIwP6r8{/youtube}