«Η Πέμπτη είναι το νέο Σάββατο, εδώ και χρόνια».
Αυτές τις λέξεις αναφώνησε προσφιλής παρευρισκόμενος, μόλις ανέτρεξα στους λόγους για την απογοητευτική προσέλευση στη συναυλία των Minsk. Το γεγονός πως άλλες δύο (τουλάχιστον) συναυλίες λάμβαναν χώρα την ίδια βραδιά δεν έστεκε ως επαρκής αφορμή, μιας και το κοινό φάνταζε (στην πλειονότητά του) αρκετά ξένο ώστε να προσπεράσει την πρώτη επίσκεψη ενός τόσο αναμενόμενου ονόματος. Λίγο η εργάσιμη μέρα, λοιπόν, λίγο το ότι οι Αμερικανοί ήρθαν πολλά έτη έπειτα από τη δημιουργική τους έκρηξη, η προσέλευση σε αριθμούς δεν ξεπέρασε το φράγμα των 150 ατόμων, αφήνοντας έτσι μια αποδεκατισμένη εικόνα στην αρένα του Κυττάρου.
Οι Allochiria, που άνοιξαν τη συναυλία, δεν χρειάζονται συστάσεις: είναι μία από τις πιο αγαπημένες μπάντες του εγχώριου post-sludge κινήματος· τόσο όσον αφορά τις ορμητικές τους διαθέσεις, όσο και για την ίδια την παρουσία της Ειρήνης Παππά, τα φωνητικά της οποίας προσδίδουν θραυστική ώθηση στη μίξη. Ενδεχομένως, βέβαια, η εμφάνιση αυτή να μην αποτελεί μία από τις πιο χαρακτηριστικές τους, καθότι η αγαπητή frontwoman φάνηκε κάπως εγκλωβισμένη, λόγω του ότι τα τύμπανα καταλάμβαναν μεγάλο μέρος της σκηνής. Υιοθετώντας όμως μια AmenRa προσέγγιση, παρέμεινε με την πλάτη στραμμένη στο κοινό, καθόσο η πενταμελής σύνθεση βύθιζε νοερά καρφιά σε ένα ηχόχρωμα καθόλα τσιμεντένιο.
Όπως ειπώθηκε και παραπάνω, ο ερχομός των Minsk αποτελεί κλασική περίπτωση συναυλίας που έλαβε χώρα αρκετά ετεροχρονισμένα. Οι λόγοι ποικίλουν: σε πρώτη φάση, το post-sludge κράμα της πολυεπίπεδης μουσικής τους δεν συγκεντρώνει πια το ίδιο ποσοστό δημοσιότητας, εν συγκρίσει με την περίοδο που ξεκινά στα μέσα και οριακά ξεπερνά τα τέλη της δεκαετίας των 2000s. Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι η άνοδος των Isis –όπως και η απρόσμενη διάλυσή τους– διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στις χρονικές συγκυρίες, αλλά, όπως και να έχει, γεγονός παραμένει πως οι Minsk αποτελούν παραγνωρισμένη περίπτωση, η οποία δεν έδρεψε τις δάφνες που της αναλογούσαν ούτε καν στη δημιουργική της ακμή.
Βαρύνοντα ρόλο διαδραμάτισε βέβαια και η μακρόχρονη απουσία τους από τις εξελίξεις. Τα έτη που ακολούθησαν δηλαδή την κυκλοφορία του With Echoes In The Movement Of Stone (2009) βρήκαν τη μπάντα σε περίοδο παύσης, ανασυγκρότησης και επαναπροσδιόρισης. Ως εκ τούτου, μοναδικά θεμελιώδη μέλη απέμειναν οι Tim Mead και Chris Bennett, με τον «πολύ» Sanford Parker, αλλά και τον επί σειρά ετών ντράμερ Tony Wyioming να μη συμμετέχουν πλέον, χάριν έτερων αναζητήσεων. Η κυκλοφορία έτσι του The Crash And The Draw (2015) έλαβε χώρα έπειτα από πενταετή σιγή, καταμεσής μιας εποχής στην οποία το post-sludge/post-metal υποφάσμα φάνταζε στο σύνολό του πεσμένο.
Παρόλα αυτά, τίποτα από τα παραπάνω δεν είχε σημασία όσο η αναπτερωμένη σύνθεση των Minsk έρεε ποταμούς από ιδρώτα επί σκηνής. Και αν ο ήχος δεν ήταν ιδανικός στο ξεκίνημα, με τα φωνητικά να υποβόσκουν, τα ίδια τα μέλη φρόντισαν να υποσκελίσουν τις αντιξοότητες ώσπου ο ηχολήπτης να βρει τα πατήματά του. Ο Tim Mead αποτέλεσε ασφαλώς τον μπροστάρη στο όλο εγχείρημα, με τα πλήκτρα του να έχουν τοποθετηθεί σε εμφατικό μέρος στη σκηνή, τη στιγμή που ο Chris Bennett (ελαφρώς παραγκωνισμένος) επέλεξε να αποδώσει τα κιθαριστικά του μέρη στη γωνία της αριστερής πλευράς της.
Η αλήθεια είναι πως τα φωνητικά του Mead είναι από μόνα τους ιδιαιτέρως υποκινητικά –ό,τι πιο κοντινό στο αρχαϊκό γρέζι του Scott Kelly των Neurosis, προσομοιώνοντας έτσι τους Minsk ως μακρινά ξαδέρφια τους. Σε συνδυασμό με τα tribal στοιχεία, τις θρηνώδεις νηνεμίες, αλλά και τα παλιρροϊκά ξεσπάσματα, η αμερικανική κολεκτίβα φάνταζε στο Κύτταρο σαν κυκλώνας διαφορετικών ήχων και συναισθημάτων, μέσα από τα οποία διαφορετικά ηχοχρώματα μάχονταν σταδιακά. Λες και η εσωτερική πάλη συναντούσε τη σκηνική της αναπαράσταση, όπου όλα τα στάδια, από τη θλίψη έως τη σύγκρουση και την επικείμενη λύτρωση, έπαιρναν σάρκα και οστά σε πέντε διαφορετικές οντότητες.
Οι εντυπώσεις επίσης του ακροατηρίου φάνταζαν συναινετικές σε επίπεδο ενεργής συμμετοχής. Για την ακρίβεια, η περιρρέουσα αύρα έμοιαζε λίαν μαγνητική, ωθώντας έτσι τις διαθέσεις σε αλλεπάλληλες εναλλαγές, αναλόγως της αντίστοιχης δομής των κομματιών: μπάντα και κοινό γίνονταν ένα στις πιο καίριες στιγμές, εκείνες όπου μια στοχευμένη αρμονία διαφαινόταν μέσα από όλο αυτό το αντιπαλόμενο χάος σε ανέλιξη. Ωσάν η σχεδόν κυκλική ροπή των διαπλεκόμενων riffs των Minsk να έχει σχεδιαστεί ώστε να αγγίζει το μέγιστο της απόδοσης, σε αντίστοιχες ζωντανές αναπαραστάσεις.
Παρόλα αυτά, όσο και αν φανεί παράδοξο, το γεμάτο συναισθήματα 75άλεπτο άφησε στη πέρας του μια ελαφρώς ανεκπλήρωτη υπόνοια –λες και οι Minsk αναρριχήθηκαν στην πλαγιά μιας δύσβατης βουνοκορφής, δίχως εν τέλει να την κατακτήσουν ολοσχερώς. Για να είμαι πάντως δίκαιος, ενδέχεται οι όποιες προσωπικές εντυπώσεις να έχουν αλλοιωθεί, μιας και δεν ήταν η πρώτη, παρά η τρίτη φορά που τους παρακολουθούσα ζωντανά, γνωρίζοντας επακριβώς κάθε στάδιο σε βιωματική επεξεργασία. Ενδεχομένως, λοιπόν, η εξασθένηση της όποιας αναμονής, σε συγκερασμό με τη σύγκριση ανυπέρβλητων εμπειριών, να επηρέασαν μια εντύπωση η οποία σε κάθε περίπτωση δεν άφησε ίχνος πικρίας, παρά παρέμεινε άκρως ικανοποιητική σε γεύση.
{youtube}BwCtbcj_Yds{/youtube}