Ένα πυροτέχνημα που δεν άναψε ποτέ ήταν οι Αμερικανοί Lumerians στην Αθήνα, σε μια συναυλία από εκείνες όπου το opening act άφησε εν τέλει καλύτερες εντυπώσεις από αυτές του κύριου ονόματος.
Το «διαστημικό» ροκ των Lumerians προσγειώθηκε το Σάββατο το βράδυ στο Gagarin, για μια βραδιά που, ενώ είχε όλα τα φόντα να μας εκτοξεύσει σε ένα ψυχεδελικό σύμπαν, εν τέλει ξεπετάχτηκε με performance της μίας ώρας, η οποία δεν καταδέχτηκε καν το τύποις καθιερωμένο encore.
Μέρες ακούγαμε και προετοιμαζόμασταν, μέσα από αφιερώματα και συνεντεύξεις, για τον ερχομό των Lumerians, οι οποίοι φημίζονται για φαντασμαγορικά live με εξωγήινα visuals, που πάνε την ψυχεδελική εμπειρία σε άλλο επίπεδο. Δυστυχώς το κοινό του Gagarin έμεινε πολύ μακριά από όλα αυτά.
Στην ένταση του αισθήματος απογοήτευσης συνέβαλε η πολύ δυνατή εμφάνιση των δικών μας The Steams, οι οποίοι έφεραν εις πέρας με άριστα την προθέρμανση του αθηναϊκού κοινού. Με τα εισαγωγικά ντραμς του “Black Sand” να χτυπάνε κατευθείαν στο στομάχι, ξεκίνησαν το πρόγραμμά τους λίγο μετά τις 22:00, με κομμάτια όπως το “Amdajitr (The Odyssey Οf Young)”, “Ever Lasting”, “Fjordian Blue” και “Drought”, όλα από τον πρώτο τους ολοκληρωμένο δίσκο Wild Ferment (2018). Ο καθαρός ήχος των ντραμς του Gustav Penka, τα φωνητικά του Πάνου Δημητρόπουλου –ακούγονται σαν να ξεπήδησαν κατευθείαν από τα αμερικάνικα 1960s– το «σπάσιμο» του Ανδρέα Κοκοβίκα στην κιθάρα και η επικοινωνία του με το μπάσο του Αλέξανδρου Μπόλπαση, ήταν τα συστατικά που έγειραν την πλάστιγγα υπέρ των Steams.
Έπειτα από ένα διάλειμμα περίπου 20 λεπτών, οι Lumerians ανέβηκαν στη σκηνή με ένα outfit τόσο ιδιαίτερο και εκκεντρικό ώστε μόνο λάδι στη φωτιά των προσδοκιών μας μπορούσε να βάλει. Ξεκινώντας δυναμικά, με ένα ντελίριο ηλεκτρονικής μονοτονίας και ροκ ψυχεδέλειας, συνέχισαν με το “Master’s Call” από τον τελευταίο τους δίσκο Call Of The Void (2018), από τον οποίον ακούσαμε επίσης τα “Silver Trash”, “Space Curse” και “Fictional”. Εκτός από την τελευταία τους δισκογραφική δουλειά, όμως, τίμησαν δεόντως και το 2ο άλμπουμ The High Frontier (2013) με το “Dogon Genesis”, αλλά και την πρώτη τους κυκλοφορία Transmallinia (2011), με το “Burning Mirrors”. Κι αυτή ήταν περίπου όλη η setlist των space rockers από το μακρινό Oakland.
Αφού λοιπόν είχε ήδη περάσει πάνω από μισή ώρα ώσπου το κοινό να αρχίσει να ακολουθεί κάπως πιο έκδηλα τον ρυθμό των Lumerians, αυτή η αίσθηση ξεφούσκωσε μέσα σε λίγα λεπτά, όταν οι τελευταίοι εγκατέλειψαν τη σκηνή. Και τότε, χωρίς καμία διαπραγμάτευση, τα φώτα του Gagarin άναψαν, στέλνοντάς μας διακριτικά σπίτι.
Οι διαστημικές στολές, τα «βιονικά μάτια» και τα κρυμμένα πρόσωπα προσπάθησαν να στήσουν ένα εξω-πραγματικό και εξω-χρονικό σκηνικό. Όμως οι Lumerians δεν ανέπτυξαν κάποια ιδιαίτερη χημεία με το αθηναϊκό κοινό, το οποίο, όντας κυρίως «αντρική υπόθεση», με ηλικίες 30 έως 40 ετών, φαινόταν αρκετά αποκολλημένο από την όλη εμπειρία. Θίγοντας δε το ζήτημα της συναυλιακής εμπειρίας, τα visuals δεν ήταν κάτι παραπάνω από κάποια 2D γραφικά, τα οποία περνούσαν στο μεγάλο πανί της σκηνής. Μέσα σε όλα αυτά, μια τεχνική αστοχία που «έκοψε» το ξεκίνημα ενός κομματιού πριν το τέλος –και υπό άλλες συνθήκες θα περνούσε απαρατήρητη– συμπλήρωσε μία ακόμη άβολη στιγμή στην εξέλιξη της βραδιάς.
Ίσως οι Αμερικανοί είχαν χτίσει το σασπένς παραπάνω από όσο θα έπρεπε, ίσως βρέθηκαν σε κακή μέρα, ίσως και το κοινό να μην κατάφερε ποτέ να απογειώσει την κατάσταση από μεριάς του. Ό,τι και να συνέβη, η εμφάνιση των Lumerians μάλλον περνάει στα «αζήτητα», μαζί με εκείνο το encore που δεν έδωσαν ποτέ.
{youtube}CC0Do7PGS0U{/youtube}