Η διοργάνωση της 2ης μέρας του φετινού Release Athens μπορεί να χαρακτηριστεί σε γενικές γραμμές άψογη, με τους επισκέπτες της φιλόξενης Πλατείας Νερού να είναι σε θέση να περάσουν ευχάριστα τον χρόνο τους, ακόμα κι αν είχαν έρθει στον χώρο από νωρίς το απόγευμα.
Βέβαια οι Magenta Flaws εμφανίστηκαν στη σκηνή μπροστά σε ελάχιστα άτομα, αλλά έδειξαν ότι διαθέτουν αρκετό επαγγελματισμό και κυρίως ότι ήρθαν στο προσκήνιο για να μας πείσουν ότι έχουν χωνέψει καλά τις trip hop και electronica επιρροές τους –μπορούν έτσι να βαδίσουν με αξιοπρέπεια σε δικά τους, περιπετειώδη μονοπάτια. Ειδικά το κομμάτι "Cutting Loose" ακούγεται τόσο μαγνητικό και υπέροχα νυχτερινό, ώστε κατάφερε να μας κάνει να δώσουμε την δέουσα προσοχή και να ξεχάσουμε, προς στιγμήν, ότι βρισκόμασταν κάτω απ’ τον καυτό ήλιο.
Η Angelika Dusk ανέβηκε στη σκηνή γύρω στις 18.30 και δημιούργησε μια σχετική ατμόσφαιρα με διασκευές σε κομμάτια της Tash Sultana και της Zaz. Ήταν όμως στα δικά της τραγούδια, ειδικά στο "Scream" και στο "Catfight", όπου έδειξε ότι είναι ικανή ερμηνεύτρια. Από την άλλη, η παραπανήσια αυτοπεποίθησή της σαν φρέσκο όνομα, σε συνδυασμό με μια φευγαλέα αμηχανία, την έκαναν να ολισθαίνει σε πολλές αφηγήσεις σε πρώτο πρόσωπο, καθώς και σε μια άβολα μπλαζέ πόζα («κανείς δεν κατάλαβε τον λόγο που έγραψα αυτό το τραγούδι, αλλά το κατάλαβα εγώ»). Πάντως η ροκ διασκευή στο κλασικό hit της δεκαετίας του 1980 "Big Ιn Japan", άφησε κάμποσα χαμόγελα ευτυχίας στην Πλατεία Νερού.
Οι Ρουμάνοι Golan ξεκίνησαν δυνατά το set τους, με μια βαθιά και δυναμική electronica, η οποία συνδύαζε φλάουτο με drum machine, σκορπίζοντας δονήσεις παντού. Όσο έπεφτε ο ήλιος, ωστόσο, η μουσική τους γινόταν όλο και πιο συμβατική. Με τα πολλά, η εμφάνιση του συγκροτήματος κατέληξε να μένει πολύ πίσω στο σκορ σε σχέση με τις αρχικές υποσχέσεις, αν και σε κάθε περίπτωση μιλάμε για ένα δεμένο live. Αν μονάχα είχε μια κλιμάκωση εκεί προς το τέλος, θα άφηνε μια συνολικά καλύτερη ανάμνηση.
Ο κόσμος που ήρθε για τους UB40 ήταν αρκετός και όλοι έδειχναν έτοιμοι να απολαύσουν την ξένοιαστη πλευρά της αισθαντικής reggae. Αλλά ο Ali Campbell ξεκίνησε μουδιασμένα στο "Here I Am (Come Αnd Take Me)" και χρειάστηκε λίγο χρόνο για να βρει το κέφι του. Να σημειώσω επίσης εδώ ότι προσωπικά με ενόχλησε που τραγουδούσε μασώντας τσίχλα με ανοιχτό το στόμα καθ' όλη τη διάρκεια του live –αν και αυτό ίσως είναι δικό μου αισθητικό ζήτημα. Ο Astro, πάλι, έκανε αρκετές προσπάθειες να επικοινωνήσει με το κοινό και έδωσε πάτημα σε γυναικείες παρουσίες να λικνιστούν σαν να βρίσκονται στα πιο υποσχόμενα ακρογιάλια και στα πιο καυτά ηλιοβασιλέματα, ειδικά με το "Homely Girl" και το "Version Girl", τα οποία ακούστηκαν στη σειρά.
Ευχάριστη έκπληξη στάθηκε το "One Ιn Ten", μία από τις πρώτες ηχογραφήσεις τους. Κατά τα λοιπά, ήταν φυσιολογικό ότι οι μεγάλες επιτυχίες "Kingston Town" και "Red Red Wine" ξεσήκωσαν μεσήλικες γονείς, αντροπαρέες 50άρηδων, συντροφιές γυναικών που εφάρμοσαν το dress code casual/συναυλία, αλλά και εκατοντάδες ακόμη θεατές. Όμως το συνολικό πλαίσιο διάθεσης των UB40 αποτυπώθηκε απρόσμενα επίπεδο και οι διαθέσεις της μπάντας δεν ξέφυγαν ούτε στιγμή από ένα στυλ τύπου «ψιλο-χορεύουμε και χαμογελάμε παιχνιδιάρικα, ενώ ονειρευόμαστε beach bar με ξαπλώστρες». Καμία βιρουοζιτέ δεν σημειώθηκε και καμία υπέρβαση, σε ένα άνευρο τελικά live, που όμως έκλεισε διακριτικά και σε ευχαριστήριους τόνους.
Οι headliners Thievery Corporation έχουν αποδείξει εδώ και 20 χρόνια ότι, ενώ πολιτισμικά κατάγονται από τους πολυρυθμικούς ήχους του trip hop και τους υποφωτισμένους διαδρόμους του dub, έχουν την έμφυτη τάση να «παρτάρουν», στοχεύοντας σε ανυψωτικά συναισθήματα. Η φετινή τους εντούτοις εμφάνιση στην Αθήνα, ήταν ίσως η πιο αδύναμη που έχουν δώσει στη χώρα μας.
Το ρυθμικό "Marching The Hate Machines" και το ωραίο περσινό και ραδιοφωνικό τραγούδι "True Sons Οf Zion" πραγματοποίησαν χορταστική εκκίνηση στην Πλατεία Νερού. Πολλοί ήταν επίσης οι καλεσμένοι στη σκηνή, όπως η Natalia Clavier και η Loulou Ghelichkani, η οποία ερμήνευσε το "Voyage Libre" και το "Take My Soul", δίνοντας στο live την απαραίτητη πολυφωνία. Αυτή όμως που έκλεψε τις καρδιές του κόσμου με τις ερμηνείες και την εμφάνισή της, ήταν η καταπληκτική Raquel Jones. Πίσω της, η κολεκτίβα μετέδιδε κάπως στρεσαρισμένα τους dοwnbeat ρυθμούς σε τραγούδια όπως το "The Heart's A Lonely Hunter", το "Fight To Survive" και το αγαπημένο σε όλους "Warning Shots", θέτοντας ένα καλά οργανωμένο πλαίσιο νυχτερινής ατμόσφαιρας.
Όμως αυτήν τη φορά οι θεατές δεν βρήκαν τα ηλεκτροφόρα καλώδια που μπορούσαν να προκαλέσουν εκρήξεις. Όσο μάλιστα περνούσε η ώρα, τόσο απομακρυνόταν και η ελπίδα για ένα κρεσέντο. Ο Rob Myers παραμόρφωνε βέβαια στο πεντάλ τον ήχο του, ενώ η Natalia Clavier και ο Mr. Lif άφησαν διακριτικά το στίγμα τους και οπωσδήποτε βοήθησαν με το ύφος τους. Αλλά η συνολική επίδοση των Thievery Corporation δεν έπιασε την απόδοση που όλοι περίμεναν. Σταδιακά, έτσι, η μπάντα άρχισε να βυθίζεται στα τραγούδια της και εν τέλει έμεινε μάλλον κρυμμένη πίσω από την ηλεκτρονική διακόσμηση του ήχου της.
{youtube}_4USZlRaRd8{/youtube}