Όπως συνηθίζεται σχεδόν κάθε χρονιά, για μία από τις μέρες του το Borderline Festival μεταφέρει τη συναυλιακή δράση εκτός της Στέγης Ιδρύματος Ωνάση. Φέτος η 4η μέρα στήθηκε στο Ρομάντσο, χώρο που μπορεί να φιλοξενήσει sets τα οποία απαιτούν μία πιο συμβατική, live διάδραση ανάμεσα σε μουσικούς και κοινό. Εκεί στην Αναξαγόρα, λοιπόν, φάνηκε να αναδύεται ένας κοινός, θεματικός άξονας, που είχε να κάνει με τον τρόπο με τον οποίον κάθε εμφανιζόμενος πραγματευόταν την ιδέα της δικιάς του δυστοπίας, άλλοτε με μπανάλ και άλλοτε με απολαυστικά αποτελέσματα, με τον πυκνό καπνό να στέκεται ως μοναδική σταθερά σε αυτές τις 5 και βάλε ώρες ηχητικών πεπραγμένων· μπροστά, πάντως, σε ένα όχι και τόσο εντυπωσιακό (αριθμητικά) κοινό.
Constantine & Δάφνη Αντωνιάδου
Περίπου μισή ώρα μετά τις 10, μέσα στο Ρομάντσο ακουγόταν μόνο ένας σταδιακά αυξανόμενος «λευκός θόρυβος» και οι φωνές ονομάτων από άτομα στο κοινό που έψαχναν να βρουν τους φίλους τους, μέσα στον αποπνιχτικό καπνό. Ήταν η στιγμή που ο εγχώριος πειραματιστής Constantine (Κωνσταντίνος Σκουρλής) είχε ξεκινήσει τη βασισμένη στο ντεμπούτο του Hades οπτικοακουστική του performance, μαζί με τη χορογράφο Δάφνη Αντωνιάδου.
Η καλλιτεχνική σύμπραξη είχε υψηλές φιλοδοξίες και ήταν λεπτομερώς προσεγμένη, παρ’ όλα αυτά δεν υπήρξε φροντίδα ώστε να περιοριστεί το στοιχείο της υπερβολής. Οι συνθέσεις του Constantine ξέκλεβαν κάτι από την ηχητική εσχατολογία του Ben Frost και εκείνος τις δομούσε με υπομονή και μεράκι, έχοντας παράλληλα πολύ καλή αίσθηση του timing των σύντομων εκτονώσεών τους· η Δάφνη, παράλληλα, ντυμένη με ένα ολόσωμο κορμάκι στο χρώμα του δέρματος, τόνιζε με τις σπασμωδικές της κινήσεις τη συμβολική προέκταση της μουσικής. Ωστόσο για ένα τέτοιας φύσεως, μεγαλόπνοο εγχείρημα στην αρχή μιας φεστιβαλικής βραδιάς, η 1 ώρα διάρκειας αποδείχθηκε εξαντλητική και αποδυνάμωσε τις όποιες αρετές, δημιουργώντας τελικά την αίσθηση μίας ξεπερασμένης, κοινότοπης αποκάλυψης.
Helm
Οι ομοιότητες του set που μας παρουσίασε ο Luke Younger (Helm) με αυτό του Constantine ήταν αρκετές, με τη διαφορά πως ο Βρετανός είχε την απαραίτητη πείρα ώστε να γνωρίζει ακριβώς το χρονικό σημείο λήξης των αμέτρητων ιδεών του: τα 45 λεπτά διάρκειας, αποδείχθηκαν ιδανικά. Οι αριστοτεχνικά συρραμμένες λούπες από ηλεκτρονικά παράσιτα, σκουριασμένους αγωγούς και ήχους σαν σήματα βοήθειας από υποβρύχια στα βάθη του ωκεανού, μας υπνώτιζαν και μας ρουφούσαν στη δίνη τους, οδηγώντας σε απλωμένες στον χρόνο εκλύσεις ενέργειας, οι οποίες παρέτειναν με σαδιστική μαεστρία την κλειστοφοβική αίσθησή τους.
Ο συνεχώς παραγόμενος καπνός, τα έντονα strobing lights, και οι ρομποτικές φωνές δημιουργούσαν μία ανησυχητικά αληθινή προσομοίωση ενός μέλλοντος στο οποίο θα είμαστε καταδικασμένοι να νιώθουμε εντελώς μόνοι ανάμεσα στις μηχανές και στα πολύ θλιβερά, σκοτεινά συναισθήματά μας. Το ατμοσφαιρικό, μουδιαστικό φινάλε, που ακολούθησε μετά από ένα ασφυκτικό, ηλεκτρονικό σφυροκόπημα, λειτούργησε καταπραϋντικά, αφήνοντας μία απρόσμενα αισιόδοξη αίσθηση την ύστατη στιγμή.
Lawrence English
Λίγο μετά τις 00.30, το σύνολο του πυκνού κοινού ήταν καθισμένο σταυροπόδι στο πάτωμα του Ρομάντσο, βουτηγμένο μέσα σε αραιό, κόκκινο από τον φωτισμό, καπνό. Η λεπτομέρεια αυτή πρέπει να ήταν ιδιαίτερα κρίσιμη στο πλάνο του Αυστραλού μουσικού, καθώς έτσι ανέκυπτε η σχηματική αναπαράσταση ενός ηλεκτρονικού ρήτορα πίσω από τις κονσόλες και ενός ποιμνίου έτοιμου να αφουγκραστεί τα κηρύγματά του. Αυτά, τώρα, κατατρέχονταν έντονα από μία νατουραλιστική ανησυχία: έναν περιβαλλοντικό προβληματισμό για το μέλλον του πλανήτη και το πόσο λίγοι είμαστε μπροστά στο μεγαλείο του.
Tο κλειδί βρισκόταν στις ηχητικές παρεμβολές από field recordings (τα κύματα στους ωκεανούς, ο αέρας ανάμεσα στα φύλλα κ.ά.), οι οποίες διαχέονταν μέσα στις υπερβατικές λούπες. Έτσι, διαγραφόταν μία πραγματικότητα πέρα για πέρα αληθινή: με κλειστά τα μάτια, μπορούσες να φανταστείς το ανθρώπινο είδος να βιάζει τον πλανήτη ανά τους αιώνες, να αποψιλώνει δάση και να γεμίζει πλαστικό τις κοιλιές των φαλαινών. Ήταν ένα τελετουργικό, στο οποίο με κάποιον ανερμήνευτο τρόπο όλοι συνδεθήκαμε βαθύτερα μεταξύ μας, όσο και με τον εαυτό μας· λαμβάνοντας ανυποψίαστοι μέρος σε μία συλλογική ψυχοθεραπεία με φόντο το νόημα ύπαρξής μας στη Γη.
Pan Daijing
Η μετά βίας μισάωρη perfrormance της γεννημένης στην Κίνα καλλιτέχνιδας, ήταν, αν δεν χάνω κάτι βαθύτερο, η πιο ανούσια και προσποιητή της 4ης Borderline ημέρας. Με αδικαιολόγητο μίσος στο βλέμμα, το οποίο δεν υποστηρίχθηκε ως εκφραστικό μέσο από το live της, τυλίχθηκε μέσα σε ένα μαύρο πανί σαν σακούλα σκουπιδιών για να αναπαραστήσει ένα λουλούδι. Μπορώ να δω κάπου στο βάθος τις φεμινιστικές, υπαρξιακές ίσως, νύξεις της όλης ιδέας, αλλά αυτό που παρακολουθήσαμε ήταν ένας καλλιτεχνικός αυνανισμός που υπηρετεί τη χειρότερη εκδοχή της φιλοσοφίας «τέχνη για την τέχνη».
Παίζοντας ουσιαστικά χωρίς να βλέπει σχεδόν καθόλου (αυτό ίσως δικαιολογεί και την ποιότητα της εμφάνισης), επιχείρησε να δομήσει κάποια απροσδιόριστα ηχοτοπία πάνω στις πεθαμένες της άριες και στα οργισμένα μπλιμπλίκια της, χωρίς όμως να αφήνει περιθώρια εναλλακτικής ερμηνείας, ακόμη και στους πιο καλοπροαίρετους ακροατές. Μας αποχαιρέτησε λέγοντάς μας ότι «δεν ήταν καθόλου διασκεδαστικό για εμένα, ελπίζω να ήταν για εσάς». Για να το θέσω κομψά και λίγο κυνικά, η Pan Daijing δεν πέρασε καλά και αυτό (παρα)βγήκε προς τα έξω.
Babyfather
Πριν από περίπου 1,5 χρόνο είχα βιώσει τη live εμπειρία της χιπ χοπ κολεκτίβας των Babyfather (δείτε εδώ) και σήμερα μπορώ να επιβεβαιώσω πως ισχύουν ακόμη τα ίδια και ακόμη καλύτερα. Αφού ο MC δημιούργησε τις κατάλληλες συνθήκες με τα ψαγμένα του beats, ο Dean Blunt και η συμμορία του μας βύθισαν για την επόμενη 1 ώρα στο αφρώδες, μεθυστικό σύμπαν τους, το οποίο είναι γεμάτο ευφυείς ρίμες αστικής περιπλάνησης και ερωτικής απόρριψης, ζεστά, παραισθησιογόνα synths, αλλά και πολύ χαβαλέ για τους μερακλήδες του είδους –κάτι το οποίο έλειπε από το προηγούμενό τους live στην Αθήνα.
Παίζοντας υλικό από διάφορους σταθμούς στη δισκογραφία του mastermind Dean Blunt, μας προσέφεραν αμέτρητες αφορμές να αισθανθούμε, να σταματήσουμε να σκεφτόμαστε και να ξορκίσουμε αμέσως το βάρος των συναισθημάτων, με ιδιωτικά χτυπήματα μέσα στο αόρατο από τον καπνό πλήθος. Στο τέλος μας παράτησαν να λουζόμαστε μέσα σε ένα ψυχεδελικό, εθιστικά θορυβώδες ωστικό κύμα, από το βάθος του οποίου κατέφθαναν φθαρμένα drops: κάτι σαν Wu-Tang Clan που είχαν μπει στο σώμα του Merzbow. Βρήκαμε τον δρόμο μας προς την έξοδο σχεδόν από ένστικτο λίγο πριν από τις 4, και συνειδητοποίησα τότε πως οι Babyfather εξελίσσονται σε μία από τις πιο απολαυστικές συναυλιακές σταθερές της πόλης, για το κοινό χωρίς όρια και κόμπλεξ. Απομένει να τριτώσει το καλό.
{youtube}TXoeFJZQIGc{/youtube}