Επανάσταση, ζήλια, σαδισμός και άσβεστος, ανίκητος από τον θάνατο, έρωτας είναι τα συστατικά που συνθέτουν την Τόσκα του Τζάκομο Πουτσίνι. Μία από τις δημοφιλέστερες όπερες στο καλλιτεχνικό στερέωμα, η οποία διηγείται την ιστορία του θυελλώδους έρωτα μεταξύ της μονωδού Φλόρια Τόσκα και του ζωγράφου Μάριο Καβαραντόσσι.
Το λιμπρέτο τοποθετεί τα γεγονότα στη Ρώμη του 1800 στις αρχές του καλοκαιριού, με τη μάχη μεταξύ Γαλλικών και Αυστριακών στρατευμάτων να συνθέτει τον πολιτικό άξονα, αλλά και το φόντο της εχθρότητας μεταξύ του επαναστάτη Καβαραντόσσι και του βαρόνου Σκάρπια. Μουσικά, είναι διανθισμένο με λάιτ μοτίφ, τα οποία χρωματίζουν χαρακτήρες ή συνθήκες και ακούγονται σε όλη τη διάρκεια της παράστασης, χωρίς μετατροπές. Με την πρώτη δε στα χρονικά παραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής να φέρνει τη (νεαρά, τότε) Μαρία Κάλλας στον ρόλο της Τόσκα, το έργο αυτό αποτελεί ιστορικό ανάφορο για κάθε φίλο της όπερας.
Το αφιέρωμα της Λυρικής στον οραματιστή σκηνογράφο και συνθέτη Στέφανο Λαζαρίδη είναι λογικό να αφορά 2 έργα του αγαπημένου του δημιουργού, του Τζάκομο Πουτσίνι. Μετά λοιπόν το προεόρτιο ανέβασμα της Μποέμ, σειρά πήρε τώρα η Τόσκα, σε αναβίωση σκηνοθεσίας του Νίκου Πετρόπουλου από τον Ίωνα Κεσούλη, με τη διεθνώς αναγνωρισμένη σοπράνο Τσέλια Κοστέα στον ομώνυμο ρόλο και τον Τσέχο τενόρο Πάβελ Τσέρνοχ ως Καβαραντόσσι. Το ανέβασμα του Πετρόπουλου μεταφέρει τα καθέκαστα της όπερας στην Ιταλία του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, το 1944. Με σαφείς σκηνογραφικές αναφορές στην αρχιτεκτονική της ιντερμπέλλουμ Ιταλίας και σε αυστηρά μονοχρωματικό αισθητικό άξονα, το τοπίο στο οποίο εκτυλίσσεται η δραματική ιστορία της Τόσκα είναι δυνητικά γόνιμο έδαφος για ένα ανέβασμα με πολλές στρώσεις και επίπεδα ανάλυσης. Παρόλαυτα, το αφήγημα κάπου χωλαίνει.
Οι εμβόλιμες πινελιές χρώματος –στο ασπρόμαυρο σκηνικό στο οποίο ανθίζει ο έρωτας της Τόσκα και του Καβαραντόσσι στην πρώτη πράξη, στο άνδρο του Σκάρπια όπου γινόμαστε θεατές της εκδικητικής του μανίας και των σαδιστικών του τάσεων, καθώς και στο ερημωμένο εκτελεστικό απόσπασμα της τρίτης πράξης– στερούνται ουσιαστικής σημειολογικής υπόστασης και καταλήγουν να γίνονται με ακαλαίσθητο τρόπο. Τα κοστούμια αποτελούν ασφαλείς, αν όχι ανέραστες, επιλογές, ενώ τα φώτα αποδίδουν μεν την ψυχρότητα και τη σκληρότητα της πραγματικότητας που βιώνει η παθιασμένη τραγουδίστρια, χωρίς ποτέ όμως να καταφέρνουν να ανυψώσουν το θέαμα στη συγκίνηση που μπορεί να προκαλέσει το σπαρακτικό λιμπρέτο.
Εξαιρετική στάθηκε πάντως η ανάγνωση του πρωταγωνιστικού ρόλου από την υψίφωνο Τσέλια Κοστέα, ακόμη κι αν πληροφορηθήκαμε πως η τραγουδίστρια αντιμετωπίζει προβλήματα με τη μέση της. Ο ρόλος της Τόσκα απαιτεί πράγματι μία φουριόζα παρουσία, παραδομένη στα πάθη και στις αναταραχές της ζωής της. Ακόμα όμως κι αν η Κοστέα δυσκολεύτηκε να αποδώσει κινησιολογικά την ένταση αυτή, η φωνή της ενείχε κάθε δείγμα της ζηλόφθονου μανίας για τον Καβαραντόσσι, της αποστροφής απέναντι στη σεξουαλική επίθεση του Σκάρπια και της απόγνωσης για τον χαμό του αγαπημένου της, από τις μηχανορραφίες του βαρόνου.
Αποκορύφωμα της πρεμιέρας, η άρια “Vissi D’Arte, Vissi D’Amore”· μία από τις γνωστότερες στην ιστορία της όπερας, την οποία η Κοστέα ερμήνευσε υπέροχα στη δεύτερη πράξη, προκαλώντας τις θερμές επευφημίες του κοινού. Παράλληλα, ο Πάβελ Τσέρνοχ κατάφερε να αποδώσει έναν τιμιότατο Καβαραντόσσι, με την επαναστατική του ανδρεία να συμβαδίζει με το άσβεστο πάθος του για την Τόσκα. Εξαιρετικός, ως συνήθως, στάθηκε κι ο Τάσος Αποστόλου στον συντομότατο ρόλο του αντιστασιακού Αντζελόττι, όπως και ο βδελυρός Σκάρπια του Δημήτρη Τηλιακού.
Η όπερα αυτή θα καταφέρνει πάντα να αγγίζει τα αυτιά, διαθέτοντας στη φαρέτρα της μερικές από τις πιο συγκινητικές άριες που έχουν ακουστεί ποτέ. Παρόλαυτα, έχοντας μέσα ευαίσθητα θέματα, τα οποία σηκώνουν πολλαπλές και περίπλοκες αναγνώσεις, είναι επίσης μια όπερα που απαιτεί προσεκτικό χειρισμό, έτσι ώστε να αποτελέσει ένα θέαμα πραγματικά υπερβατικό.
{youtube}kAJe0j6rB7Y{/youtube}