Δεν είμαι βέβαιος αν το sold-out του Forest Swords στο Six d.o.g.s. θα πρέπει να προκαλεί εντύπωση ή είναι μία απολύτως λογική εξέλιξη. Ο 32χρονος παραγωγός αποτελεί πάντως χαρακτηριστικό case study για το πώς ένα όνομα προερχόμενο από το underground μπορεί να χτίσει τη φήμη του, αποκτώντας μία γερή fanbase, που θα τον υποστηρίξει σε κάθε πιθανή ευκαιρία. Ήρθε για πρώτη φορά στην Αθήνα το 2012 για το Plisskën Fest, το 2014 κέρδισε κι άλλους φανατικούς οπαδούς με ένα συγκλονιστικό set (και πάλι στο Six d.o.g.s.), ενώ πέρυσι στο χειμερινό Plisskën επισφράγισε –ως ένας από τους headliners της κεντρικής σκηνής– τη σφιχτή σχέση εμπιστοσύνης που έχει αναπτύξει με το εγχώριο κοινό.
Το βράδυ της Παρασκευής έμοιαζε όμως σαν να ήρθε για πρώτη φορά σε «ένα από τα αγαπημένα του venues στον κόσμο», όπως έχει δηλώσει πολλές φορές: ως ένας φτασμένος δηλαδή καλλιτέχνης προς επίδειξη της ισχύος του, και όχι ως ταλέντο του underground προς απόδειξη των ικανοτήτων του. Είναι αλήθεια, βέβαια, πως έχει χαθεί κάτι από το μυστήριο της ζωντανής εμπειρίας, αφού πλέον υπάρχει μία αίσθηση προοδευτικής απομάγευσης, καθώς γνωρίζουμε όλοι πια τι να περιμένουμε από κάθε νέα φορά που παρακολουθούμε live τον Βρετανό καλλιτέχνη.
Την ίδια στιγμή, ωστόσο, συνυπάρχει ένα στοιχείο ανανεωμένης όρεξης προς ανακάλυψη του αρχέγονου vs φουτουριστικού σύμπαντος που υφαίνει αριστοτεχνικά με τις καινοτόμες ιδέες του. Γιατί ο Matthew Barnes είναι ένας αληθινός οραματιστής, ο οποίος τρέφεται όμως από το χώμα της γης όπου μεγάλωσε προκειμένου να γευτεί το μέλλον του κόσμου που ονειρεύεται. Η αποκρυστάλλωση αυτής της ρομαντικής συμβίωσης, αποτυπώνεται διαυγέστατα στη μουσική του: υπάρχει μία μονολιθικότητα στον πυρήνα των κομματιών του, η οποία συγκρούεται με μία δίψα για το μέλλον. Σαν ο άνθρωπος του 2300 μ.Χ. να μυρίζει τον αέρα από τα τελευταία κωνοφόρα δάση της Γης.
Ήταν επίσης η πρώτη φορά που ένιωσα πως τα visuals σε ένα set του Barnes είναι τόσο άρρηκτα συνδεδεμένα με το ηχητικό σκέλος. Η χάρτινη, ανθρωπόμορφη μάσκα στην αρχή, οι τεντωμένες σπονδυλικές στήλες, τα κύτταρα, τα κόκκινα φοβισμένα μάτια, οι φλέβες, οι μυείς και τα κύματα που έσχιζαν τα βράχια, είναι όλα βινιέτες του βαθιά ανθρώπινου και φυσιολατρικού, παρελθοντο-μέλλοντα κόσμου που αναπνέει στη φαντασία του κοκκινογένη Βρετανού. Ο χαρακτηρισμός του set ως «οπτικοακουστική εμπειρία» είναι φτωχός και μοιάζει κλισέ μπροστά στη διαδραστική δυναμική του. Σκεφτείτε πως, αν έκλεινε κανείς τα μάτια καθόλη τη διάρκεια της εμφάνισης, πιθανώς να είχε μία εντελώς διαφορετική αίσθηση του τι αποκόμισε, ένιωσε και βίωσε μετά το πέρας της, από τον συνδαιτυμόνα του που βούτηξε στην «προτεινόμενη» επιλογή.
Πιο συγκεκριμένα τώρα, η setlist περιείχε στιγμές απ’ όλη τη (μικρή) δισκογραφία του Barnes, με το βάρος να πέφτει, όπως αναμενόταν, στη φετινή και 2η ολοκληρωμένη του δουλειά, Compassion. Το (τηρουμένων των αναλογιών) «χιτάκι» “Weight Of Gold” τιμήθηκε ασφαλώς κι αυτό, μα σε καμία περίπτωση δεν ήταν η πιο εντυπωσιακή ζωντανή του εκτέλεση που έχουμε απολαύσει. Ένα από τα highlights της βραδιάς ήταν το “Thor’s Stone” και η βαθιά, αισθητική και φιλοσοφική του σύνδεση με τα αλληγορικά visuals, αλλά ακόμη πιο ενδιαφέρον συμπέρασμα προέκυψε στις στιγμές που ο Barnes έπαιρνε την κιθάρα του (όπως χαρακτηριστικά στο “Arms Out”) και μαζί με την πολύ ουσιαστική υποστήριξη από τον μπασίστα, συμπαίχτη και σωσία του James Freeman, δημιουργούσαν τον ήχο μίας ολόκληρης, αναλογικής μπάντας, που ακουγόταν σαν να παίζει πειραματικό post-punk. Εντυπωσιακή επίσης ήταν η συμμετοχή του κόσμου ή, για την ακρίβεια, η μη θορυβώδης συμμετοχή του: η ησυχία που επικρατούσε στο Six d.o.g.s. ήταν μοναστηριακή και ο εσωτερικός διαλογισμός του καθενός διακοπτόταν μόνο στις περιπτώσεις που ένα Instagram story έμοιαζε αναπόφευκτο «κακό», με τόσο όμορφα visuals ως φόντο.
Ο Forest Swords δεν κάνει encore (αναζητήστε προηγούμενες, πρόσφατες setlists του και θα το διαπιστώσετε), αλλά «για εσάς θα κάνω μια χάρη και θα παίξω ένα νέο μου κομμάτι, καθώς αγαπάω την Αθήνα και είχα μία υπέροχη μέρα σήμερα», όπως μας ανακοίνωσε μέσα σε κλίμα ευφορίας. Έτσι κι έγινε, λοιπόν: μία ώρα και ένα τέταρτο μετά την αρχική του εγκατάσταση πίσω από τις κονσόλες, συνέχισε για ακόμη λίγο να συντηρεί εκείνη την τόσο γήινη και υπερβατική συνάμα ατμόσφαιρα. Πιθανώς αυτό να μην ήταν το καλύτερο live του Barnes στην Αθήνα, αλλά έμοιαζε ως το πιο συνειδητοποιημένο για τις προθέσεις του. Σε κάθε περίπτωση, είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε από κοντά ακόμη ένα στιγμιότυπο της καριέρας ενός φουτουριστή μουσικού, που μπορεί να μην προβάλλεται όσο του αξίζει, αλλά αθόρυβα με κάθε νέα του δουλειά παίρνει το κουφάρι της σημερινής, παρωχημένης μουσικής και το πηγαίνει σε έναν τόπο άγνωστο, όσο και συναρπαστικό. Χωρίς ποτέ να ξεχνάει πως είμαστε το παρελθόν μας.
{youtube}fVqGF083nHY{/youtube}