Εδώ κι έναν χρόνο, μετά την εξαιρετική εμφάνιση των All Them Witches στα πλαίσια της Howler edition του τελευταίου φεστιβάλ της Smoke The Fuzz, περίμενα εναγωνίως να ξανακούσω τα φασαριόζικα παιδιά από το Νάσβιλ. Έχοντας καταφέρει να περπατήσουν τη γραμμή μεταξύ του σκληρού ήχου και των moody/bluesy χρωμάτων με τρομερή καλαισθησία και εξαιρετική ισορροπία, οι Witches έχουν βρει αυτό που συγκροτήματα με πολύ περισσότερα χρόνια στην πλάτη τους ψάχνουν ακόμα: ένα ευδιάκριτο στίγμα, το οποίο τους κάνει αναγνωρίσιμους στα αυτιά των ακροατών και δένει όλα τους τα κομμάτια με ενωτικές πινελιές.
Για άλλη μία φορά, η διοργάνωση έκανε κάτι παραπάνω από εντοπισμένες επιλογές, με το Gagarin να είναι απολαυστικά και «άνετα» γεμάτο από ένα πλήθος που γέμιζε το μαγαζί και καλλιεργούσε την πολύτιμη μεταλλική έκσταση, ενώ παράλληλα προσέφερε και χώρο στον καθένα ώστε να χτυπηθεί και να απολαύσει το επί σκηνής θέαμα. Η βραδιά ξεκίνησε με το support των Deaf Radio και μια καλή, αν όχι ελαφρώς ανεπαρκή προσπάθεια συντονισμού (με μεγάλο μερίδιο ευθύνης να πέφτει στον κακό ήχο), πριν την εμφάνιση των headliners. Οι Αθηναίοι έχουν ξεκάθαρες indie αναφορές, παιγμένες με στρώσεις δυνατότερου και ταχύτερου ήχου και το set τους μας έδειξε πως διαθέτουν στοιχεία και υλικά που, με αρκετή δουλειά, κουβαλάνε το ενδεχόμενο να τους σπρώξουν στην κατεύθυνση συνθέσεων που θα μας χαρίσουν στιγμές αγνής συναυλιακής απόλαυσης.
Τηρώντας τις ανακοινωθείσες ώρες κατά γράμμα, οι All Them Witches εμφανίστηκαν στη σκηνή του Gagarin με τα δύο tribalesque ζωγραφισμένα κρανία να αποτελούν το σκηνικό φόντο γι’ αυτό που επρόκειτο να εκτυλιχθεί μπροστά μας στην επόμενη μιάμιση ώρα. Ξεκινώντας με την ορχηστρική ψυχεδέλεια του "Howdee Hoodee Slank" (αν δεν απατώμαι), η μπάντα από το Τενεσί μας έριξε με τα μούτρα στον sludge-y, βαρύ, διαποτισμένο από τα αμερικάνικα blues ήχο της.
Και όσο περνούσαν από το ένα αγαπημένο τραγούδι στο άλλο ("3-5-7", "Elk.Blood.Heart", "Talisman", μεταξύ άλλων), το κοινό άσθμαινε και λικνιζόταν ρυθμικά, έρμαιο στα χέρια των Witches. Τα καταιγιστικά ντραμς του Robby Staebler έδιναν τον παλμό και έχτιζαν το απλωμένο διήγημα του συγκροτήματος, με την κιθάρα του Ben McLeod να δίνει κατεύθυνση και τόνο και τα φωνητικά του Michael Parks Jr. να είναι η πινελιά που ολοκληρώνει την εικόνα, δίνοντάς σου κράτημα στον ωκεανό της μουσικής.
Κανείς δεν αμφιβάλλει πλέον ότι οι All Them Witches είναι ικανότατοι αρχιτέκτονες διαθέσεων, που μπορούν να σε στριμώξουν στη γωνία όπου σε θέλουν εν μέσω ενός τραγουδιού. Παρόλαυτα, γίναμε ακροατές μιας μπάντας που, εκτός από ταλέντο, διαθέτει και εξαιρετικούς μουσικούς –η εξέλιξή των οποίων αποδεικνύεται δυσανάλογα μεγάλη για τα αναλογικά λίγα χρόνια που είναι ενεργοί. Οι Αμερικανοί έχουν καταφέρει να χτίσουν μια μηχανή που βρυχάται και ανασαίνει, χωρίς ποτέ να πέφτει νότα ή χτύπος, ενώ καταφέρνουν να εμποτίζουν αυτό το αποτέλεσμα με αγνή, καθηλωτική εσωτερικότητα.
Και ενώ η συνολική τους εικόνα είναι τόσο λεπτοφτιαγμένη, η θέωση έρχεται στις λεπτομέρειες. Ο δισταγμός στα πυκνά, αβάσταχτα beats του Staebler, όπως και το γρέζι και οι καταλήξεις του Parks Jr. είναι συστατικά που ανυψώνουν το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, υπογράφοντας τον ήχο των Αμερικανών με ανεξίτηλη γραφή. Κι αν σε 5 μόλις χρόνια οι All Them Witches έχουν καταφέρει να δομήσουν έναν δικό τους κόσμο, τόσο λεπτομερώς διακοσμημένο και τόσο αριστοτεχνικά χτισμένο, τότε μπορούμε μόνο να φανταστούμε τι μας επιφυλάσσει στις επόμενες εμφανίσεις του στη χώρα μας το συγκρότημα από το Νάσβιλ.
{youtube}WMc3ZNYzL3Q{/youtube}