Είχε περάσει αρκετός καιρός από την τελευταία φορά που παρακολούθησα ζωντανό post-punk δρώμενο, κι ακόμη περισσότερος από τότε που βρέθηκα στον μικρό μα τόσο άμεσο και ακουστικά λειτουργικό χώρο της Death Disco. Η ανακοίνωση όμως της εμφάνισης των Βέλγων Whispering Sons ήταν ένα από τα πλέον τρανταχτά τεκταινόμενα της νέας συναυλιακής σεζόν όσον αφορά τον παραδοσιακό σκοτεινό ήχο, και αποτέλεσε την αφορμή για κατάβαση προς Ψυρρή, μιας και πρόκειται για ένα ιδιαίτερα αναγνωρισμένο συγκρότημα, στη δημιουργική και εκτελεστική του ακμή.
Η μικρή προσέλευση του κόσμου μισή ώρα πριν την έναρξη δεν ήταν ευοίωνο σημάδι, μα, κατά σχεδόν παράδοξο τρόπο, ο χώρος γέμισε ικανοποιητικά με το που ακούστηκαν οι πρώτες νότες των δικών μας Anima Triste. Ένα τετραμελές σχήμα απαρτιζόμενο από άτομα που λίγο-πολύ είναι γνωστά σε όσους έχουμε επαφή με την εγχώρια σκηνή, το οποίο πατάει ηχητικά αφενός στον ελληνικό post-punk ήχο των 1980s (με ιδιαίτερη αγάπη προς τους South Of No North), αφετέρου στη γενικότερα σκοτεινή σκηνή του τότε: όσο προχωρούσε το set, οι Sex Gang Children μου ερχόταν όλο και συχνότερα στο μυαλό. Δεμένοι επί σκηνής, οι Αθηναίοι αποδείχθηκαν ένα άκρως αυθεντικό σχήμα στα 35 λεπτά παρουσίας τους, με βαθύ οργανικό ήχο και με περιρρέον πάθος (κάπου στη μέση έγινε αναγκαστικό διάλειμμα για επαναρρύθμιση του ταλαιπωρημένου ταμπούρου). Κινούμενοι σε mid-tempo ρυθμούς, με έμφαση στα (ενίοτε αρκετά υψίσυχνα) κιθαριστικά leads, και με έναν τραγουδιστή με άκρως εκφραστική και δραματική φωνή, οι Anima Triste στήσανε μια μελαγχολική εικόνα της οργής στη Death Disco.
Πρέπει να ομολογήσω πως ο πρώτος και μοναδικός ολοκληρωμένος δίσκος των Whispering Sons, το Endless Party του 2015, δεν είχε καταφέρει να με ενθουσιάσει. Το καλοπαιγμένο post-punk τους, με σαφή πατήματα στο παρελθόν του ήχου, ήταν μεν αξιοπρεπές, αλλά δεν είχε κάτι που να το σήκωνε πάνω από την επιφάνεια του ωκεανού συμπαθητικών κυκλοφοριών. Τα πράγματα βελτιώθηκαν με τα δυο επόμενα εφτάιντσα, τα οποία έδειξαν διάθεση για διεύρυνση του στυλ τους, ενώ ως σειρήνες με συνάρπαζαν οι φήμες πως το υλικό τους απογειώνεται επί της σκηνής. Φήμες που αποδείχτηκαν πανηγυρικά βάσιμες.
Οι νεαροί (και η νεαρά) που ανέβηκαν στο σανίδι για να κάνουν soundcheck, εν μέσω ενός σχεδόν γεμάτου χώρου, δεν προϊδέαζαν για τον καταιγισμό που θα ακολουθούσε –πέντε άτομα φανερά κεντρικοευρωπαϊκής προέλευσης, ιδιαίτερα χαμηλών τόνων. Το σοκ επήλθε με την ανάπτυξη του πρώτου κομματιού και εδραιώθηκε με τη σκηνική μεταμόρφωση της Fenne Kuppens. Η Βελγίδα ήταν μια αεικίνητη παρουσία με επιβλητικότητα δυσανάλογη ηλικίας και εμφάνισης. Σπασμωδικών ρυθμών χορευτικές φιγούρες βουτηγμένες στον εξπρεσιονισμό, υπερβατικοί εναγκαλισμοί με το μικρόφωνο και τη βάση αυτού (την οποία δεν δίσταζε να παρασέρνει από άκρη σε άκρη της σκηνής σαν βετεράνος performer) και η ανδρόγυνη μπάσα φωνή της, η οποία θυμίζει μια πιο μυσταγωγική Siouxsie –ιδού τα χαρακτηριστικά που την ενθρόνισαν στο νου μου ως μία από τις καλύτερες επί σκηνής καλλιτέχνιδες, σε μόλις 55 λεπτά.
Δεν ήταν όμως μόνο η παρουσία της Kuppens αυτή που οδήγησε σε μία από τις πιο αξιόλογες post-punk συναυλίες που έχω παρακολουθήσει, αλλά και η εκθαμβωτική μετάβαση της μουσικής της μπάντας από το στούντιο στο σανίδι της σκηνής. Από το δεύτερο κομμάτι (“White Noise”) κι έπειτα, δόθηκε βάρος στα noise ίχνη της μοναδικής κιθάρας, προκαλώντας χαμόγελα σε όσους λατρεύουμε το πρώτο The Jesus & Mary Chain. Το πνεύμα των The Sound φυσικά και κυριαρχούσε (μπλουζάκι των οποίων φορούσε άλλωστε ο τυμπανιστής), αποδεικνύοντας έμπρακτα πως πρόκειται για τη μεγαλύτερη επιρροή των Βέλγων. Εδώ όμως συνέκλιναν όχι μονάχα οι Sound και τα αδέρφια Reid από τη Σκωτία, αλλά και ο μινιμαλισμός των Joy Division, η στυλιζαρισμένη φόρμα των X-Mal Deutschland, οι δύσπεπτοι ρυθμοί του no wave και η αρχοντιά των Sisters Of Mercy. Βοηθούμενοι από τον εξαιρετικό ήχο, το εκδηλωτικό κοινό και την ίδια τους την ενέργεια, οι Whispering Sons έγιναν το πρίσμα που μετέτρεψε όλες τις προαναφερθείσες επιρροές σε μία πανίσχυρη και άκρως σύγχρονη εκδοχή της σκοτεινής μουσικής των 1980s.
“Performance”, “Strange Identities”, “Wall”, “White Noise”. Η λίστα με τα κομμάτια που ακούστηκαν φυσικά και είναι μεγαλύτερη, αλλά δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, μιας και η ταυτότητα των τραγουδιών μετουσιώθηκε σε κάτι που λίγη σχέση έχει με το στούντιο. Οι όντες εκεί ήμασταν πολύ τυχεροί, ζήσαμε μια εξαιρετική εμπειρία, που δεν έχει κάτι να ζηλέψει από τα πάλαι ποτέ lives των χρυσών εποχών του post-punk. Οι υπόλοιποι, αν πετύχετε κάπου τους Whispering Sons μην το σκεφτείτε πολύ: πρόκειται για αναπάντεχη περίπτωση συναυλιακής απόλαυσης.
{youtube}vhJx8A-sg7E{/youtube}