Bus (stage 2)
του Άγγελου Κλειτσίκα
Τα έχουμε ξαναγράψει γι' αυτήν την εκπληκτική, εγχώρια τετράδα: γράφει τρελά σαμπαθικά ριφάκια με τρομερή άνεση και βγάζει έναν old-school, heavy metal ήχο με υπόγεια ψυχεδελικά και doom στοιχεία, που ως τελικό αποτέλεσμα είναι διαολεμένα πωρωτικό. Ανοίγοντας λοιπόν την 1η μέρα του φετινού Desertfest Athens, οι Bus έκαναν ακόμη μία φανταστική εμφάνιση, μπροστά σε ανάμεικτο κοινό από τουρίστες οπαδούς του ήχου και Έλληνες φίλους τους, που ήρθαν από νωρίς, επιβεβαιώνοντας θριαμβευτικά τη φήμη τους, που πια έχει γίνει βεβαιότητα.
Το μόνο αρνητικό; Το πολύχρωμο και πολύγωνο ισόγειο του Acro, το οποίο λειτουργεί κανονικά ως φουαγιέ του μπουζουκτζίδικου, μα επιλέχθηκε ως η 2η σκηνή του φεστιβάλ. Όχι μόνο δεν ταίριαζε αισθητικά με την όλη metal κουλτούρα, αλλά αποδείχθηκε ότι δεν βόλευε ούτε χωροταξικά, ούτε και ηχητικά. Η συνολική μάλιστα εμπειρία των ζωντανών εμφανίσεων της stage 2 μειώθηκε αρκετά, εξαιτίας αυτού του λόγου.
Black Rainbows (stage 1)
του Κωνσταντίνου Διαμαντόπουλου
Με το όνομα που θρυλείται ότι αποκαλούσε ο Ozzy τους Black Sabbath της Dio εποχής, οι Ρωμαίοι περιοδεύουν για πάνω από μια δεκαετία τις σκηνές του κόσμου, με προφανή σκοπό να καταρρίψουν το στερεότυπο της ιταλικής φινέτσας που χαρακτηρίζει πολλούς συμπατριώτες τους, άλλων μουσικών παρακλαδιών. Μπροστά στο ακόμα λιγοστό κοινό, χαιρέτησαν με μια απόκοσμη βουή και ξεκίνησαν να ξεδιπλώνουν τον χαρακτηριστικά μονολιθικό και αθεράπευτα οπισθοδρομικό μουσικό τους καμβά.
Στην αρχή τον βασικό ρόλο είχαν τα πιασάρικα riffs, που όλο και κάτι μας θύμιζαν, για να έρθουν να τα συναντήσουν λίγο πιο μετά οι space πινελιές, χαρίζοντάς μας όμορφες στιγμές –με κορυφαία τη φοβερή τραγουδάρα τους “Hawkdope”, που καταχειροκροτήθηκε δικαίως. Ξεχωριστή φιγούρα ο αρχηγός Gabriele Fiori, ο οποίος, πέρα από τη στιλιστική ομοιότητα με τον Geezer Butler της δεκαετίας του 1970, αποδείχθηκε πολυπράγμων: εκτός από το τραγούδι και την κιθαριστική δουλειά, είχε αναλάβει και όλο το space tripping της μουσικής τους, με ένα set από μαγνήτες και πετάλια που διαρκώς παίδευε με αρκετά επιτυχημένο τρόπο. Οι Ιταλοί κατάφεραν τελικά να κλέψουν τις εντυπώσεις με μια διασκευή όνομα και πράγμα στο “Black Τo Comm” των MC5, η οποία κορυφώθηκε με ένα αρχοντικό τζαμάρισμα, που φάνηκε να πείθει και τους πιο επιφυλακτικούς του κοινού για την αξία τους.
Mahakala (stage 2)
του Άγγελου Κλειτσίκα
Νομίζω πως το ελληνικό metal συγκρότημα ήταν αυτό που επηρεάστηκε περισσότερο από τον προβληματικό χώρο της stage 2. Όχι βέβαια ότι στάθηκαν κατώτεροι των περιστάσεων. Αντιθέτως, η μπάντα του Δημήτρη Κότση –η οποία κυκλοφόρησε φέτος τον 2ο δίσκο της The Second Fall– είχε εξαιρετικό ήχο (δεδομένου των συνθηκών): τα μπάσα μετέφεραν το έρεβος που αποπνέουν οι μονολιθικές τους συνθέσεις, ενώ και τα βαριά doom riffs ξεπρόβαλλαν εντυπωσιακά.
Έχω την αίσθηση όμως πως κάτι χανόταν από την επικότητα των τραγουδιών τους, μέσα σε ένα τόσο άκυρο περιβάλλον. Επίσης, παρά τις τίμιες προσπάθειες, μέχρι τα μέσα του set ο χώρος είχε αδειάσει, μιας και οι περισσότεροι έφυγαν για την κεντρική σκηνή και τους Stoned Jesus· ως αποτέλεσμα οι κορυφώσεις των Mahakala μπροστά σε 30 άτομα, έμοιαζαν κάπως άβολες. Τα έκαναν όλα σωστά, αλλά δεν υπολόγισαν τους αστάθμητους παράγοντες, που έμελλαν να χρωματίσουν κάπως αρνητικά την τελική εικόνα.
Stoned Jesus (stage 1)
του Κωνσταντίνου Διαμαντόπουλου
Με την επιστροφή στη σκηνή 1, μας περίμενε η αγαπημένη ουκρανική τριάδα. Η θετική ανταπόκριση του κοινού ήταν αναμενόμενη, με βάση τις προηγούμενες εμφανίσεις τους στην Ελλάδα, ωστόσο εντυπωσιακή παρουσία στις πρώτες γραμμές έκανε και η εν Αθήναις ουκρανική παροικία, η οποία στη θέα του «τσάρου» Ιγκόρ το χάρηκε και με το παραπάνω! Αγάπη λοιπόν εισέπραξαν οι Stoned Jesus, μα το ανταπόδωσαν κι αυτοί, έστω και αν τα 40 λεπτά που είχαν στη διάθεσή τους έμοιαζαν ασφυκτικά για να μπορέσουν να απλώσουν τα experimental/stoner έπη τους. Τουλάχιστον, διάλεξαν σωστά.
Με την πυξίδα κολλημένη στο magnum opus τους Seven Thunders Roar (2012) και αγνοώντας επιδεικτικά την πιο πρόσφατη δουλειά τους, πήραν φόρα με το “Bright Like The Morning” και συνέχισαν με το “Stormy Monday”, βάζοντας το κοινό σε κίνηση για τα καλά. Κρίνοντας λοιπόν ότι το απαραίτητο ζέσταμα είχε γίνει, ο Igor Sidorenko ενημέρωσε ότι «θα σας παίξω τώρα δυο τραγουδάκια για να χορέψετε και να τραγουδήσετε»: και μπουμ! “Electric Mistress”, στο groove του οποίου χοροπήδησε μαζί μας μέχρι και το προσωπικό ασφαλείας της σκηνής. Το μεγαλοπρεπές φινάλε έγινε με το τεράστιο “I'm The Mountain”, το οποίο πρόλαβε στα 16 λεπτά του να μας ταξιδέψει σε ερήμους, στέπες, βουνά και θάλασσες από την Αθήνα έως το Κίεβο.
Mos Generator (stage 2)
του Άγγελου Κλειτσίκα
Το hard rock τρίο από το Seattle μετράει 17 χρόνια ζωής, με πλούσια, πολύπλευρη δισκογραφία, στην οποία έχουν εξερευνήσει διάφορες πτυχές του σκληρού ήχου (με ανάμεικτα αποτελέσματα). Στη δυναμική τους εμφάνιση στην Αθήνα κατάφεραν να εκμεταλλευθούν προς όφελός τους τη μικρή σκηνή, κρατώντας αμείωτο το ενδιαφέρον του κοινού, το οποίο φόραγε μπλουζάκια από κάθε λογής μπάντα του heavy metal χώρου.
Το ενδιαφέρον στοιχείο με τους Mos Generator είναι πως δεν κρύβουν ούτε την αγάπη τους για την κλασική ροκ σύνθεση, ούτε και τις μελωδικές τους ευαισθησίες, οι οποίες βρίσκουν τον τρόπο να τρυπώσουν διακριτικά στο τελικό μείγμα. Ελίσσονταν έτσι άνετα ανάμεσα στις doom, punk και sludge συνιστώσες του ήχου τους, και, ενώ έμεναν πιστοί στη φόρμα των κομματιών, δεν δείλιασαν να περπατήσουν και σε πιο ελεύθερα, αυτοσχεδιαστικά μονοπάτια. Ο frontman φαινόταν πως πέρναγε πολύ καλά με ό,τι συνέβαινε, μας προσκάλεσε μάλιστα να τους κάνουμε παρέα και στο Σαββατιάτικο ρεπό τους! Τελικά τόλμησαν και μία απρόβλεπτη διασκευή στους King Crimson, η οποία δεν τους κατάπιε, αλλά δεν ήταν και κάτι που ενθουσίασε πραγματικά.
Μας αποχαιρέτησαν με ένα από τα πιο εκρηκτικά κομμάτια τους, το “Electric Mountain Majesty”, αποκαλώντας μας «καταπληκτικό κοινό», σε μία από τις πιο αξιοπρόσεχτες εμφανίσεις της 1ης ημέρας του Desertfest 2017.
Church Of Misery (stage 1)
του Κωνσταντίνου Διαμαντόπουλου
Λαμπρή η επιστροφή του Tatsu Mikami στις επάλξεις. Μετά από συναυλιακή αποχή 3 ετών και με τη συνοδεία ολοκαίνουργιων συμπαικτών (στη χιλιοστή ριζική ανανέωση του σχήματός του), ο Γιαπωνέζος μπασίστας έβγαλε ξανά την παρανοϊκή συμμορία των Church Of Misery στον δρόμο για να αφηγηθεί και σε παλιούς και σε νεότερους τα …κατορθώματα των πλέον διαβόητων εγκληματιών του κόσμου! Και μπορεί οι γλαφυρές περιγραφές των στίχων να μοιάζουν αρκούντως επαρκείς, η επιλογή ωστόσο του Hiroyuki Takano στον ρόλο του αφηγητή, είναι αλήθεια ότι το απογείωσε το πράγμα.
Μιλάμε για έναν κορυφαίο frontman, με σκηνική παρουσία που περιελάμβανε μεγάλη γκάμα τραγουδιστικής έκφρασης: τα φωνητικά εναλλάσσονταν μαεστρικά μεταξύ σκισμένου και υποχθόνιου, η κίνηση ήταν αδιάκοπη και το κοπάνημα ξεσήκωνε το κοινό· υπήρξε επίσης θεατρικότητα όπου το απαιτούσε η περίσταση και τέλος μαγικά πράγματα έγιναν με τους μαγνήτες του, οι οποίοι έκαναν την ατμόσφαιρα ακόμα πιο ζοφερή. Οπωσδήποτε σπουδαία παρουσία στο πλευρό του μοναδικού Mikami, που με το μπάσο στα γόνατα και με τα δύο χέρια σταθερά στα μεσαία τάστα, άλλοτε έχτιζε noise τοίχους και άλλοτε βουτούσε στα τρίσβαθα της ψυχοτρόπας πτυχής του Σαμπαθισμού.
Παρά τα θεματάκια που είχαν στον ήχο, η κατάσταση διορθώθηκε γρήγορα και με κορυφαίες στιγμές τα “I, Motherfucker” και “Candyman” οι Church Of Misery κατάφεραν να σταθούν αντάξιοι της φήμης τους. Το δε φινάλε τους, με ένα απίστευτα δυναμικό κρεσέντο όπου ο Yasuto Muraki κένταγε με την κιθάρα το ένα σόλο πίσω από το άλλο, συγκαταλέγεται εύκολα στις κορυφαίες στιγμές της 1ης Desertfest 2017 ημέρας στην Ιερά Οδό. Χρόνος για encore δεν υπήρχε, αλλά την επανεμφάνισή του στη σκηνή ο Tatsu την έκανε, προκειμένου να ρίξει τη βουτιά του στις μπροστινές σειρές, οι οποίες δεν έχασαν ασφαλώς την ευκαιρία να τον περιφέρουν ως τρόπαιο για λίγα δευτερόλεπτα. Αναμφίβολα μία από τις πιο ιδιαίτερες εμφανίσεις στην ιστορία του εγχώριου φεστιβάλ.
Orange Goblin (stage 1)
του Άγγελου Κλειτσίκα
Συναυλιάρα με τεράστιες μπάλες από τους Λονδρέζους άρχοντες του doom/stoner στυλ: μία δαιμονισμένη εμφάνιση μιάμισης ώρας απολαυστικού heavy metal, μόνο ψαχνό και καθόλου λίπος. Ο δε θηριώδης frontman Ben Ward, έκανε μία χαψιά όλους εκείνους τους δήθεν μπροστάρηδες της νέας metal εποχής –μασάει τα κοκκαλάκια τους και μετά τα φτύνει. Ο τύπος ξέρει άλλωστε τι θα πει να ηγείσαι μίας metal μπάντας: χωρίς καραγκιοζιλίκια και ανούσιες προκλήσεις, τραγουδούσε το ίδιο καλά καθ' όλη τη διάρκεια του set, όργωνε τη σκηνή, έκανε την πλάκα του και κυρίευσε το κοινό, το οποίο απλώς υπάκουγε στα κελεύσματα του αρχηγού του.
Οι Orange Goblin βρέθηκαν σε τρομερό συγχρονισμό, τόσο μεταξύ τους, όσο και με τις διαθέσεις του Βρετανού γίγαντα. Ο τελευταίος δεν αμέλησε μάλιστα να κάνει και το επικριτικό του σχόλιο ενάντια στη mainstream μουσική του σήμερα: στην εισαγωγή του "Τhe Filth And The Few" ευχαρίστησε όλους εμάς τους «fucking metalheads», που επιμένουμε να στηρίζουμε έμπρακτα το είδος σε μία εποχή όπου κυριαρχεί η pop και το hip hop, ζητώντας μας «to fuck that shit». Δεν χρειάστηκε και πολύ για να ξεφύγει η κατάσταση· από εκεί και πέρα, το κοινό απλά αφήνιασε.
Χωρίς υπερβολή, από τη μέση του set και μετά, σημειώθηκαν μερικά από τα πιο βίαια και παρατεταμένα moshpits που έχω πετύχει τα τελευταία χρόνια. Κανονικό ξύλο, και από κορίτσια στην εφηβεία, όχι αστεία. Ειδικά στα απίστευτα “Made Of Rats” και “Some You Win, Some You Lose” (δύο από τις κορυφαίες στιγμές όλης της 1ης Desertfest ημέρας) έγινε ο κακός χαμός, με αποκορύφωση το αμέσως επόμενο κομμάτι, όταν ο Ward ζήτησε να χωριστούν σε ομάδες και να περιμένουν το σύνθημά του για να συγκρουστούν. Όλα αυτά είναι μερικές μόνο ενδείξεις του πώς μπορεί να μετατραπεί ένα πολύ καλό live σε θρίαμβο, στον οποίον συμμετέχει και ο κόσμος με όλη του την ψυχή.
Επίσης, οι Orange Goblin δεν φοβήθηκαν να παίξουν και σκληρές μπλουζιές από τον 2ο δίσκο τους, αποδεικνύοντας πόσο ακομπλεξάριστοι είναι. Όταν τελικά αποχώρησαν, μας άφησαν με την αίσθηση πως η εναρκτήρια μέρα του Desertfest 2017 είχε φτάσει στο αποκορύφωμά της. Ίσως γιατί πολλοί το παίζουν true μέταλλα, ελάχιστοι όμως το δηλώνουν τόσο εμφατικά.
St. Vitus (stage 1)
του Κωνσταντίνου Διαμαντόπουλου
Κι αν στις 7 προηγούμενες εμφανίσεις της 1ης μέρας είδαμε για τα καλά την εξέλιξη των doom ριζών, στην 8η μας περίμενε η ρίζα αυτοπροσώπως! Παρότι οι υποψήφιοι για τη μεταλαμπάδευση του πνεύματος των πρώιμων Black Sabbath στο metal της δεκαετίας του 1980 δεν είναι λίγοι, σίγουρα ένα μεγάλο credit ανήκει στους Saint Vitus. Σε αυτούς δηλαδή που κατάφεραν να εκτοξεύσουν βαθύ και αργόσυρτο σκοτάδι από το ηλιόλουστο Λος Άντζελες, την εποχή μάλιστα που κάλπαζαν το glam και το Hollywood metal.
Παρότι οι Αμερικάνοι ήταν οι αναμφισβήτητοι headliners της 1ης μέρας του Desertfest 2017, το γεγονός ότι η εμφάνισή τους στην Ιερά Οδό ξεκίνησε στη 1 π.μ. και μάλιστα στα καπάκια από εκείνη των Orange Goblin –οι οποίοι, όπως διαβάσατε προηγουμένως, δεν άφησαν τίποτα όρθιο– αποτέλεσε μια πρόκληση. Όμως το ρητό «η γριά κότα έχει το ζουμί» επιβεβαιώθηκε τελικά και με το παραπάνω, μιας και οι μάγκες στάθηκαν κάτι περισσότερο από περίφημα, έστω και αν η αρχηγάρα Dave Chandler μπήκε στη σκηνή με τις πατερίτσες στα χέρια (τις οποίες σημειώστε ότι είχε στολίσει με μπαντάνες και χαϊμαλιά, λες και ήταν η chopper του). Μάλιστα, στάθηκαν τόσο καθηλωτικοί και απόλυτοι στην απόδοσή τους, ώστε έβλεπες εδώ κι εκεί στο κοινό παρέες πιτσιρικάδων να κοιτάζονται έκπληκτοι για τα όσα έβλεπαν, δίπλα σε εκστασιασμένους ασπρομάλληδες.
Για τη riffoμηχανή Dave Chandler, τα λόγια είναι περιττά. Μιλάμε για τον ορισμό της ενσάρκωσης του guitar-hero με το μοναδικό παίξιμο και το αγέρωχο στυλ του. Όπως στη δισκογραφία του, έτσι και επί σκηνής υπήρξε η ιδανική αναλογία επίδειξης τεχνικής και ουσίας. Όσο για τον Scott Reagers, μπορεί η επάνοδός του στη μπάντα να έγινε κάπως αναγκαστικά, όταν …το βαπόρι του Wino πιάστηκε στη Νορβηγία, απέδειξε ωστόσο ότι μόνο τιμής ένεκεν και χαριστικά δεν κρατάει ξανά το μικρόφωνο. Τα χρόνια μπορεί να πήραν κάτι από την οξύτητα της φωνής του, τη φόρτωσαν όμως με βάθος, που τον βοηθάει να ακούγεται πιο επικός από ποτέ.
Με προφανείς επιλογές από την κοινή τους δισκογραφία, οι δύο θρύλοι του αμερικάνικου doom –συνοδεία της ατσάλινης rhythm section των νεότερων μα σαφώς περπατημένων Henry Vasquez στα τύμπανα και Pat Bruders στο μπάσο– έδωσαν μια παράσταση την οποία θα θυμόμαστε για καιρό. Τα δε mosh pits που στήθηκαν από τους επιβιώσαντες του ολέθρου των Orange Goblin προς τιμήν της δυάδας “The Sadist / HAAG” και φυσικά του "St. Vitus", είναι η καλύτερη απόδειξη για να πειστεί κάποιος ότι δεν μιλάμε για παλαίμαχους, μα για μουσικάρες που κόβουν ακόμα σαν το σκουριασμένο λεπίδι.
Ιδανικό λοιπόν το κλείσιμο για την 1η μέρα του Desertfest Athens 2017, αλλά και μεγάλο συναυλιακό παράσημο για τους πολλούς τυχερούς, που γέμισαν την Ιερά Οδό.
Setlist
Dark World
One Mind
War is our Destiny
White Magic/ Black Magic
The Sadist
HAAG
Bloodshed
Burial at sea
Saint Vitus
Born too late
{youtube}KoYWzaga1K4{/youtube}