Με τα γαλόνια της συμμετοχής στο ρόστερ της Brainfeeder του Flying Lotus, αλλά και με μερικές ιδιαίτερα αξιόλογες κυκλοφορίες στη φαρέτρα του, ο Lapalux αναμενόταν με ανυπομονησία από τους εγχώριους θιασώτες των σύγχρονων ηλεκτρονικών εξελίξεων. Μπορεί λοιπόν οι θεατές του εν Αθήναις live του να μην προσέγγισαν ούτε τα πάνω από 500 «interested», αλλά ούτε και τα 250 «going» της σελίδας του event στο Facebook (θα 'μασταν-δεν θα 'μασταν 150 νοματαίοι στο Six d.o.g.s., με έναν πρόχειρο υπολογισμό του ματιού), όμως το συγκεντρωμένο κοινό κατάφερε να δημιουργήσει απολαυστική ατμόσφαιρα. Η οποία, σε συνδυασμό με τα επί σκηνής τεκταινόμενα, συνετέλεσε στην πραγματοποίηση μιας συναυλιακής βραδιάς που άφησε τις καλύτερες των εντυπώσεων.
Το ξεκίνημα με τον συντοπίτη μας FlökosH μπορεί να λογιζόταν ως warm-up, όμως επί της ουσίας μόνο τέτοιο δεν ήταν. Ο μόλις 19 ετών νεαρός μπήκε φορτσάτος στα decks του Six d.o.g.s. και παρέδωσε ένα set που μπορεί θεωρητικά να μην ήταν ταιριαστό για την ώρα που παίχτηκε (κατά τις 3 το βράδυ θα ήταν μάλλον πιο σύνηθες), αλλά κατάφερε να κλέψει τις εντυπώσεις. Εισάγοντας στοιχεία από dubstep, grime, UK Bass, όπως και σύνθια βγαλμένα από τον κατάλογο της Tectonic και της Hyperdub, ο ήχος του έμοιαζε με το απόλυτο ηλεκτρονικό χωνευτήρι.
Με ρυθμό υπνωτικό, όχι όμως υποτονικό, ο FlökosH μας κρατούσε στις άκρες των δαχτύλων μας, για την κάθε αναπάντεχη στροφή στο μουσικό του μονοπάτι. Προς το τέλος, μάλιστα, άπλωσε δίχτυα (ως προς τη ρυθμολογία τουλάχιστον) και στην ηχητική τάση που μοιάζει να έχει υπερκαλύψει τα πάντα αυτήν τη στιγμή –την trap– ρίχνοντας το βελάκι στο κέντρο του στόχου. Παράλληλα, οι happy hardcore/early rave αναμνήσεις αποτέλεσαν το κερασάκι στην τούρτα του Έλληνα παραγωγού, ο οποίος μετά την εμφάνιση της Παρασκευής νομίζω ότι επέκτεινε τη βάση των θαυμαστών του.
Το ρολόι έδειχνε 22:50 όταν ανέβηκε στο σανίδι ο κεντρικός χαρακτήρας της βραδιάς. Ο Lapalux ξεκίνησε με έναν ωκεανό από πλήκτρα και αφηρημένες μελωδίες, στον οποίον και μας βούτηξε, συνδυάζοντάς τον ιδανικά με τα χαοτικά visuals στο παρασκήνιο. Χαμένοι λοιπόν μέσα σε ατελείωτα γεωμετρικά σχήματα και σε TV static οπτικό θόρυβο, δεχθήκαμε τον βομβαρδισμό του Βρετανού με τα πρώτα beats και τα ξυραφιαστά hi hats του. Τα ελεγειακά πλήκτρα έστησαν παράλληλα ένα σκηνικό μετα-αποκαλυπτικής απόγνωσης, ενώ ακόμη και τα φωνητικά που εισήγαγε ήταν θαμμένα κάτω από τόνους εφέ και ήχων, μετατρεπόμενα έτσι σε ένα ακόμη «όργανο».
Οι αναμφισβήτητα λαχταριστές μελωδίες που κουβαλάει στη δισκογραφική του σακούλα από άλμπουμ όπως το Lustmore του 2015 ή το φετινό Ruinism έρχονταν ως λύτρωση, μετά τον ορυμαγδό από κρουστά και τα ιδιόμορφα μοτίβα των beats, στα οποία συχνά-πυκνά μας υπέβαλλε. H εμφάνιση του Lapalux έμοιαζε έτσι με soundtrack ταινίας που δεν έχει ακόμα φτιαχτεί: μιας ταινίας βουτηγμένης στα ξενύχτια, στους προσωπικούς δαίμονες, στις ώρες μοναξιάς και στα διονυσιακά ξεσπάσματα. Παρά τον απαιτητικό της χαρακτήρα, η ηχητική του επένδυση κατάφερε να κάνει το μεγαλύτερο μέρος του κοινού να λικνιστεί στους ρυθμούς της χαμογελώντας. Με τα ξεσπάσματα, τις κορυφώσεις, τις ληθαργικές στιγμές και τη μουσική μαγεία, αναλόγως τη χρονική στιγμή.
Οι συνθέσεις του Lapalux παρουσιάστηκαν μεταλλαγμένες σε σχέση με τις δισκογραφικές καταθέσεις: ήταν ενταγμένες πλήρως στον σκοπό και στο τέμπο της ζωντανής εμφάνισης, θυμίζοντας ένα ενιαίο μελωδικό ταξίδι, παρά μεμονωμένες στιγμές παρμένες από την tracklist ενός LP. Ακόμα δε και εκείνα τα φωνητικά του ράπερ 21 Savage κατάφερε να εντάξει σε αυτήν την πολυσυλλεκτική οδύσσεια. Με την ίδια μάλιστα ευκολία, λίγα μόλις λεπτά μετά, μεταπήδησε στην jungle ρυθμολογία, κερδίζοντας τον τίτλο του live χαμαιλέοντα. Προς το τέλος δε της εμφάνισής του έγινε πιο προσιτός στο μέσο αυτί, μαλακώνοντας τις γωνίες και ρίχνοντας τα bpms, καθώς προσέγγισε τον ήχο ακόμα και των Way Οut West, προτού μας χαιρετήσει μέσα σε κλίμα αποθέωσης, όταν ο δείκτης έδειξε μεσάνυχτα.
{youtube}Mz2X6DiFhJU{/youtube}