Δεν είμαι σίγουρος ότι θα βρω τις λέξεις να περιγράψω επακριβώς όσα είδα μα κυρίως άκουσα στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης· είτε αυτό, είτε θα βρω χιλιάδες χιλιάδων λέξεις να μεταφέρω το κλίμα και την αίσθηση που άφησε πίσω του ο ιδιοφυής Γερμανός. Σκεφτόμουν μάλιστα πως θα έπρεπε να έχει εφευρεθεί ένα σύστημα το οποίο να καταγράφει όλα όσα περνούν από το μυαλό σου την ώρα που δέχεσαι ετούτα τα έντονα οπτικοακουστικά ερεθίσματα –και ορίστε, έτοιμη η ανταπόκριση, και μάλιστα με κάμποσες χιλιάδες λέξεις έκταση.

Θα μπορούσα επίσης εύκολα να ξεμπερδέψω λέγοντας «μπείτε στο YouTube και δείτε τι ακριβώς κάνει ο Volker Bertelmann επί σκηνής». Απ' την άλλη λέω «εσένα περίμεναν μεγάλε να το πεις; Αυτό το έχουν κάνει ήδη! Το συγκεκριμένο βράδυ μας ενδιαφέρει!». Κατ' αρχήν η συναυλία έγινε στα πλαίσια του Reworks 2017, άνοιξε μάλιστα τις εργασίες του φετινού φεστιβάλ αφού είχαν προηγηθεί συζητήσεις και workshops νωρίτερα το απόγευμα –ανάμεσά τους και μία συνέντευξη με τον Hauschka, όπου μίλησε για πολλά και διάφορα (φαντάζομαι, δεν είχα την ευκαιρία να την παρακολουθήσω). Eκεί πάντως που εκφραζόταν καλύτερα ήταν μπροστά στο πιάνο του, μαζί με όλα τα υπόλοιπα που είχε να τον συνοδεύουν ως δημιουργικό εξοπλισμό: στα πόδια του είχε μια πεταλιέρα, στο πλάι του μια σειρά από εφέ και μια μίνι κονσόλα κι ένας Θεός ξέρει τι άλλο.

70qHausch_2.jpg

Κι ασφαλώς, το πιάνο ήταν προετοιμασμένο (όχι για τα χειρότερα, μπορεί κιόλας, prepared είναι πάντως ο διεθνής όρος). Στο εσωτερικό του, δηλαδή, είχε στρατηγικά τοποθετημένα διάφορα αντικείμενα και κολλητικές ταινίες, ώστε το παραδοσιακό όργανο να βγάζει οτιδήποτε άλλο παρά τον ήχο που θα περίμενε κανείς –κατά τα λοιπά επρόκειτο για ένα κλασικό πιάνο με ουρά, της γνωστότερης ίσως μάρκας Steinway & Sons. Είναι λοιπόν εντυπωσιακό από μόνο του να βλέπεις κάποιον να βυθίζει τα δάχτυλά του στο ιερό αυτό όργανο και να παράγει βλάσφημους σχεδόν ήχους. Βλάσφημους για τους πιουρίστες βέβαια, αν και ο Hauschka δεν καταχωρήθηκε ευτυχώς ανάμεσα στους καλλιτέχνες της (νεο)κλασικής μουσικής, όπως για παράδειγμα ο Max Richter, τον οποίον είχαμε δει προ ετών στην ίδια αίθουσα, στα πλαίσια του ίδιου φεστιβάλ. Δεν ξέρω αν θα τον δεχτεί ποτέ στην αγκαλιά της η Deutsche Grammophon. Προς το παρόν, όμως, δείχνει άνετος στους κόλπους της City Slang, ενώ παλιότερα κυκλοφορούσε τους δίσκους του κάτω από τη στέγη της 130701, του κλασικίζοντος παρακλαδιού της επίσης ανεξάρτητης Fat Cat.

Βυθίζει λοιπόν τα δάχτυλά του επιδέξια ο Hauschka στα ασπρόμαυρα πλήκτρα και πραγματικά δεν ξέρεις τι ήχο να περιμένεις. Κάποτε οι χορδές του πιάνου τρίζουν, κάποτε ένα πλήκτρο φαίνεται να ενεργοποιεί ένα sample με το χτύπημα να ακούγεται σαν μπότα από techno κομμάτι, άλλοτε σε διάστημα δέκα πλήκτρων έφταναν στ' αυτιά μας ήχοι τριών διαφορετικών τεχνοτροπιών. Πώς το κάνει ο μπαγάσας; Ακόμη κι αν θα πέθαινα να με πάρει εκεί δίπλα του και να μου δείξει, ποιος νοιάζεται, όταν παίρνεις ένα τέτοιο αποτέλεσμα; Οι ήχοι που παράγει και ο τρόπος που χρησιμοποιεί αποτελούν τελικά ένα μικρό μέρος της συνολικής εμπειρίας.

70qHausch_3.png

Εκείνο που έχει σημασία (επειδή σου μένει μετά από όλα όσα είδες και άκουσες), είναι το συνολικό ταξίδι το οποίο καταστρώνει για λογαριασμό σου. Ένα ταξίδι που ξεκινάει για τον ίδιο και καρπώνεσαι κι εσύ, όντας επιβάτης του άρματός του. Πριν ξεκινήσει, μας είπε για το πώς του άρεσε να παίζει με τα άλλα παιδιά στο χωριό όπου μεγάλωσε –Ferndorf, έχει μάλιστα και άλμπουμ με το ίδιο όνομα– και ότι το μόνο πράγμα που ένοιαζε τη μητέρα του ήταν να έχει γυρίσει έγκαιρα στο σπίτι, πριν σκοτεινιάσει. Αυτό ακριβώς θα έκανε και στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης: παρότι έχει πια ενηλικιωθεί, θα έπαιζε σαν παιδί το πιάνο του κι έλπιζε να σταματήσει έγκαιρα! Θα ξεκινούσε δε με 2 κομμάτια από το νέο του άλμπουμ What If. Σταμάτησε να παίζει 1 ώρα και κάτι αργότερα...

Ο δίσκος αυτός (όπως σχεδόν κι όλοι οι προηγούμενοι), δίνει μια μικρή μόνο ιδέα του τι κάνει καλλιτεχνικά ο Hauschka. Κι αν ενθουσιάζουν κάποιον οι ηχογραφήσεις, το λάιβ του είναι ικανό να τις απογειώσει. Κι αυτό επειδή ζωντανά η μουσική του μεταμορφώνεται και σπάνια μοιάζει με την αρχική της σύλληψη. Όταν αργότερα τον συνάντησα έξω, τον ρώτησα «τελικά τι ήταν αυτό που έπαιξες; Πόσα κομμάτια περιέλαβες συνολικά στον ποταμό της μουσικής που εκτέλεσες;». «Βασικά πήρα 4 θέματα από το άλμπουμ και αυτοσχεδίασα επάνω τους», ήταν η απάντησή του.

70qHausch_4.jpg

Καταλαβαίνει επομένως κανείς ότι είναι πρακτικά αδύνατον δύο συναυλίες του να είναι πανομοιότυπες: ούτε καν να πλησιάζει η μία την άλλη σε απτό ηχητικό αποτέλεσμα δεν γίνεται. Ακόμη μάλιστα και τα αντικείμενα τα οποία τοποθετεί εντός του πιάνου, είναι μεν τα ίδια κάθε φορά  (πρόκειται για τα σύνεργα που κουβαλάει πάντα μαζί του), μπαίνουν όμως σε διαφορετικές, τυχαίες θέσεις, άρα δίνουν άλλο αποτέλεσμα από εμφάνιση σε εμφάνιση. Επομένως, ακόμη κι ο ίδιος δοκιμάζει εκπλήξεις κάθε βράδυ που παίζει!

Δεν ξέραμε λοιπόν τι να κάνουμε ακριβώς, βλέποντάς τον στην έναρξη του φετινού Reworks: να γουρλώσουμε τα μάτια προκειμένου να μη χάσουμε ούτε δευτερόλεπτο από την παράστασή του, έτσι όπως τον βλέπαμε να μην στέκεται ούτε για ένα ανοιγόκλεισμά τους καθώς δημιουργούσε τα μύρια όσα ακούγαμε, πατώντας τα πλήκτρα, γυρίζοντας τα κουμπιά και σχηματίζοντας λούπες, μη χάνοντας στο ελάχιστο τον έλεγχο ενώ οδηγούσε την κατάσταση εκεί ακριβώς όπου την ήθελε; Ή μήπως θα έπρεπε να ακολουθήσουμε την καρδιά μας και να βυθιστούμε με τα μάτια κλειστά στη δίνη των ήχων, όπως αρμόζει σε ακούσματα με την ικανότητα –και το προνόμιο– να ελίσσονται ανάμεσα σε δεκάδες είδη, είτε αυτά ονομάζονται κλασική η κινηματογραφική μουσική, electronica, μινιμαλισμός, musique concrète ή Δυτικό ποπ τραγούδι; Τι παίζει ο Hauschka; Κανείς δεν έχει την απάντηση, κι εννοείται πως δεν τη βρήκε ούτε στη συναυλία της Θεσσαλονίκης.

70qHausch_5.jpg

Χαθήκαμε λοιπόν κάπου εκεί ανάμεσα, στο δυνητικό χάος της καταιγιστικής δράσης που λάμβανε χώρα μπροστά από ένα παραποιημένο πιάνο και στην απόλυτα ενορχηστρωμένη, εξαιρετικά ελεγχόμενη επίθεση στις αισθήσεις και στην καρδιά και στο πνεύμα. Ήταν ένα ταξίδι με σπασμένα φρένα, το οποίο έκοψε ταχύτητα μονάχα λίγα λεπτά πριν από το τέλος. Τότε, κι ενώ ο Hauschka δεν σταμάτησε στιγμή να παίζει, σηκώθηκε όρθιος κι άρχισε να αφαιρεί ένα-ένα τα διάφορα αντικείμενα από τα σωθικά του πιάνου. Δίπλα του σχηματίστηκε έτσι ένα μικρό βουνό από φαινομενικά άχρηστα αντικείμενα, που έμοιαζαν σαν να έπεσαν από τη διακομιδή σκουπιδιών ενός αστικού απορριμματοφόρου. Τότε μόνο και για κάποια ελάχιστα λεπτά, έπαιξε αυτό που θα λέγαμε πιάνο, όπως το ξέρουμε και το εννοούμε, κλείνοντας γλυκύτατα μια συγκλονιστική βραδιά. Κλείνοντας τρόπος του λέγειν βέβαια, μιας που υπήρχε και το παραδοσιακό encore.

Για τις ανάγκες του, μας είπε ότι θα παίξει μια σύνθεση την οποία δεν έχει δισκογραφήσει ποτέ, ονόματι "Gaffa Tape", επειδή για να την εκτελέσει χρησιμοποιεί την κλασική ταινία με το ίδιο όνομα –αυτή που χρησιμοποιούν και οι roadies για να στερεώνουν τα καλώδια κι ό,τι άλλο επάνω στη σκηνή. Η συγκεκριμένη μάλιστα την οποία είχε στα χέρια του, μας εξήγησε, διαθέτει μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε ύφασμα από το σύνηθες, οπότε και ο ήχος που θα έπαιρνε θα ήταν διαφορετικός από όλες τις άλλες φορές που έχει παίξει την εν λόγω σύνθεση. Έκοψε ως εκ τούτου κάμποσα κομμάτια σε διαφορετικά μήκη, τα κόλλησε στρατηγικά σε σημεία των χορδών του πιάνου, και ξεκίνησε. Οι ταινίες περιόρισαν την ταλάντωση των χορδών, έκαναν τον ήχο θαμπό (στουμπωμένο θα λέγαμε), χωρίς πάντως κάτι τέτοιο να αλλάξει κάτι από το μεγαλείο της σύνθεσης.

Ήταν ένα περίφημο κλείσιμο σε μια συναυλία πραγματική εμπειρία.

{youtube}Y_2HNBYNdgk{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured