Δυσκολεύομαι να φανταστώ άλλον μουσικό της σύγχρονης τζαζ που θα μπορούσε να μαζέψει τόσο κόσμο σε μια συναυλία του στην Αθήνα. Βέβαια ο Kamasi Washington είναι ξεχωριστή περίπτωση, σχεδόν σούπερ σταρ για τα δεδομένα της τζαζ, με τη δημοφιλία του να έχει σίγουρα ξεφύγει από τα στενά όριά της, έχοντας ενισχυθεί σημαντικά από τα συμπαρομαρτούντα –το label στο οποίο δισκογραφεί (η Brainfeeder του Flying Lotus), οι συνεργασίες του με τύπους όπως ο Kendrick Lamar, οι Run Τhe Jewels ή ο ίδιος ο FlyLo και φυσικά οι τόσοι διθύραμβοι που γράφτηκαν το 2015 για το άλμπουμ του The Epic. Είναι «hype», όπως λέμε. Μόνο που στην προκείμενη περίπτωση πρόκειται για ένα απολύτως δικαιολογημένο hype, όπως θα διαπιστώναμε από ένα λάιβ που νομίζω ότι έπεισε και τους πιο δύσπιστους.
Το περίεργο στην περίπτωση του Washington είναι ότι η εμπορική του επιτυχία σημειώθηκε με ένα τριπλό, τρίωρο άλμπουμ, το οποίο σε καμία περίπτωση δεν είναι μια χαλαρή και εύπεπτη ανάγνωση της γενεαλογίας της τζαζ. Η μουσική του είναι σε πολλές περιπτώσεις τραχιά και θυελλώδης, σαν τα σόλο του στο τενόρο σαξόφωνο, περήφανη για τις ριζοσπαστικές αναφορές της από την εποχή, στα τέλη των 1960s, που η τζαζ ήταν αρκετά κοφτερή και αρκετά επικίνδυνη, εκφράζοντας τις δυναμικές διεκδικήσεις των Αφροαμερικανών για ισότητα και κοινωνική δικαιοσύνη. Χαρακτηριστική εδώ η σύνθεση του Terence Blanchard “Malcolm’s Tune” (γραμμένη από τον Blanchard σαν ετεροχρονισμένος επικήδειος στον Malcolm X), την οποία ο Washington έχει ενσωματώσει στο The Epic και την οποία χρησιμοποίησε περίτεχνα από τη σκηνή της Τεχνόπολης για να προσφέρει την πιο δυνατή στιγμή του set (έτσι κι αλλιώς πληθωρικού σε μουσικές συγκινήσεις).
Φυσικά το υπέροχο τραγούδι της Patrice Quinn και η όλη συναισθηματική δυναμική που ανέπτυξε το κομμάτι μέσα στην περιπετειώδη διαδρομή του επί σκηνής, δεν ήταν οι μόνες κορυφώσεις. Άλλωστε η μουσική έμοιαζε πάντοτε έτοιμη να απασφαλίσει και να ξεχυθεί προς κάθε κατεύθυνση. Πειστικά αναθεωρητικές οι βόλτες της πάνω στη bop φόρμα στα “Change Of The Guard” και “Next Step”, πραγματικά απολαυστικές οι βουτιές που λίγο αργότερα έκανε ολόκληρη η ορχήστρα στο χάος (δηλαδή σε δυνατά, θορυβώδη ξεσπάσματα), όπως επίσης και οι ιαματικές επαναφορές της λίγο αργότερα στο λάγνο της γκρουβ. Ένα γκρουβ το οποίο με τον έναν ή τον άλλο τρόπο διατηρήθηκε ακέραιο στο σύνολο των 100 περίπου λεπτών που η 8μελής ορχήστρα του Washington βρέθηκε στη σκηνή της Τεχνόπολης.
Πολλά θα μπορούσαμε επίσης να πούμε για αυτήν την επαυξημένη rhythm section, με τον Joshua Crumbly σε όρθιο και ηλεκτρικό μπάσο και τους Robert Miller & Jonathan Pinson στα τύμπανα. Τα είπανε βέβαια από μόνοι τους, όταν η υπόλοιπη μπάντα τους παραχώρησε τη σκηνή, αρχικά (αν δεν κάνω λάθος στο “Re Run”), σε έναν πολύ ζωηρό διάλογο του Crumbly με τον Pinson (τον οποίον ακολούθησε το εξαιρετικό σόλο του πρώτου), κι ύστερα με δύο διαδοχικά –και εξόχως αποθεωτικά– σόλο των δύο ντράμερ πριν το “Rhythm Changes”. Τα είπανε εννοείται και κατά τη διάρκεια, κρατώντας πάντοτε σε εγρήγορση το αρκετά σωματικό γκρουβ της μουσικής.
Θαυμάσιος ήταν φυσικά και ο ίδιος ο Kamasi Washington, ο οποίος εκτός των άλλων παίζει ένα φλογισμένο σαξόφωνο, πιθανώς από τα πιο εύστροφα και υποψιασμένα που θα βρείτε εκεί έξω. Από κοντά ακολουθούσαν και οι δύο άλλοι πνευστοί, ο Rickey Washington (πατέρας του Kamasi) στο φλάουτο και το σοπράνο σαξόφωνο και ο Ryan Porter στο τρομπόνι (ειδικά ο τελευταίος, με πολλές καλές στιγμές). Ωραίος σε γενικές γραμμές και ο Brandon Coleman στα πλήκτρα, παρότι σ’ αυτόν μάλλον χρεώνεται η μοναδική ίσως αδύναμη στιγμή του set, όταν οδήγησε την ορχήστρα στο δικό του “Giant Feelings”.
Νομίζω πως ήταν μια εντυπωσιακή συναυλία αυτή του Kamasi Washington, επιβλητική, με την πλήρη κυριολεξία της λέξης. Κι είχε έναν δυναμισμό που μάλλον δεν συναντάς κάθε μέρα, ούτε απλώς συμβαίνει επειδή μια μουσική έγινε «hype». Υπάρχει κάτι άλλο εκεί μέσα.
{youtube}iL7LOZCFny0{/youtube}