Είναι κανόνας: οι ωραίες συναυλίες σε βάζουν να κάνεις στο μυαλό σου έναν απολογισμό ως προς την προσωπική σου επαφή με τον καλλιτέχνη ή το συγκρότημα που είδες στη σκηνή. Η σχέση μου με τους Yo La Tengo ξεκίνησε το 1993, όταν είδα στο MTV το βιντεοκλίπ τους για το “From Α Motel 6”. Ο αρχικός λόγος που μου τράβηξε την περιέργεια, ήταν πως το είχε φτιάξει ένας από τους αγαπημένους μου ανεξάρτητους σκηνοθέτες, ο Χαλ Χάρτλεϊ. Έκτοτε η σχέση μου μαζί τους παραμένει σταθερή, καθώς η μπάντα από το New Jersey ποτέ δεν με απογοήτευσε. Ποτέ δεν έχουν απογοητεύσει κανέναν, εδώ που τα λέμε, αφού (σχεδόν) ποτέ δεν λάθεψαν δισκογραφικά, σε μια λαμπρή μα μοναχική καριέρα, η οποία ξεπερνάει πλέον τα 30 ενεργά χρόνια.
Το Σάββατο, στο Ξέφωτο του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, το αμερικάνικο indie rock γκρουπ μας χάρισε μια υπέροχη σε κάθε επίπεδο εμφάνιση. Ευγενικοί, ορεξάτοι και με πάθος για να αναδείξουν το υλικό τους, οι Yo La Tengo απέδειξαν γιατί θεωρούνται γνήσιοι εκφραστές του indie, που γεφύρωσαν το ψυχεδελικό art rock των Velvet Underground με την απρόβλεπτη οξυδέρκεια των Pixies και τις θορυβώδεις κιθαριστικές αναπτύξεις του no wave των Sonic Youth.
Το άψογα συντονισμένο τρίο απογείωσε τους κιθαριστικούς αυτοσχεδιασμούς του “Blue Line Swinger”, ξεσπάθωσε με τα θορυβώθη αναπτύγματα του “Sugarcube” και ανέδειξε τη μεθυστική αύρα του “More Stars Than There Are In Heaven”. Όλα μέρη μιας περήφανης setlist, γεμάτης από τραγούδια που δεν αναζητούσαν κανένα ωραιοποιημένο ρεφρέν ώστε να εκτοξευτούν. Προσωπικά θα μπορούσα να χτυπιέμαι για ώρες με τον ξεσηκωτικό, επαναλαμβανόμενο ρυθμό του “Pass Τhe Hatchet, I Think I'm Goodkind” ή να ακούω όλη τη νύχτα το αέναο, «δαιμόνιο» κιθαριστικό riff του "Big Day Coming".
Οι δωρεάν συναυλίες διαθέτουν το ευεργετικό προτέρημα να εξοικειώνουν τον κόσμο (ειδικά τις οικογένειες με μικρά παιδιά) με την ιδέα ενός live, χαρίζοντας παράλληλα και την αίσθηση ευρωστίας που συνοδεύει την καλά εκτελεσμένη ζωντανή μουσική, σε ανθρώπους που χρειάζονται ένα παραπάνω κίνητρο. Το αρνητικό, από την άλλη, είναι ότι πολύς κόσμος θεωρεί ότι εφόσον δεν πλήρωσε, μπορεί να γυρνοβολάει αδιάφορα σαν να βρίσκεται σε πάρκο ή να φωνάζει με την παρέα του, λες και πήγε για πικ νικ σε μια πλατεία στην οποία έτυχε να έχουν στήσει live κάτι τύποι παραπέρα, οπότε δεν υποχρεούται να τους παρακολουθήσει –πόσο μάλλον να είναι ήσυχος.
Αναγκάστηκα έτσι και άλλαξα 3 θέσεις ώστε να μην βρίσκομαι δίπλα σε κάποιον που χαιρετούσε δυνατά τους κολλητούς του (με τους οποίους είχε προφανώς να τα πει καιρό), ώστε να μην ακούω για την παράσταση την οποία έχει στα σκαριά κάποια για του χρόνου ή απλά για να μην βρίσκομαι δίπλα σε μια παρέα που γελούσε φωναχτά με τα (μάλλον) πετυχημένα αστεία ενός εξ αυτών. Ειδικά στις στιγμές που η Georgia Hubley έφευγε από τα ντραμς της και έβγαινε στο μικρόφωνο για τις πιο mellow στιγμές των Yo La Tengo, η φασαρία στο Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος γινόταν αφόρητη.
Σε κάθε πάντως περίπτωση οι Yo La Tengo ήταν υπέροχοι, τίμιοι και αναίσχυντα ανεξάρτητοι σε πνεύμα και ουσία. Είτε τραγουδούσαν σε φωνητική ευθυγράμμιση το χαριτωμένο "Mr. Tough", είτε έπαιζαν το «κλασικό» indie anthem “Autumn Sweater”, είτε ξεχείλωναν σε διάρκεια (αλλά και σε ονειρική διάθεση) το εθιστικό “Ohm”, ο Ira Kaplan, ο James McNew και η Georgia Hubley έδωσαν πολύ περισσότερα απ’ όσα πήραν από το «ευπρόσδεκτο» κοινό.
Βαθειά υπόκλιση.
{youtube}SgvOOaFq72Y{/youtube}