Θα μπορούσα να ξεκινήσω το παρόν κείμενο με τη συνήθη γκρίνια γύρω από το πώς γίνεται και ορισμένες πολύ ενδιαφέρουσες συναυλίες που γίνονται στη χώρα μας έχουν τόσο χαμηλή προσέλευση, αλλά δεν θα το κάνω, επειδή γνωρίζω και τον αντίλογο. Πραγματικά, το τελευταίο διάστημα υπήρξε καταιγισμός από σπουδαία ονόματα που εμφανίστηκαν στην Αθήνα, και σε πόσα μπορεί να πάει κανείς, λαμβάνοντας υπόψιν τις οικονομικές συνθήκες που επικρατούν, γενικότερα και ειδικά για τον καθένα; Το καλοκαίρι δε που βρίσκεται προ των πυλών είναι φορτωμένο μέχρι τα μπούνια με θελκτικά γκρουπ, τα οποία σε αναγκάζουν να πρέπει να κάνεις τα κουμάντα σου, αν δεν θέλεις να χάσεις εκείνα που σε ενδιαφέρουν.
Από την άλλη, στην περίπτωση των Molochs μιλάμε για ένα σχήμα πολύ «καυτό», πολύ στα επάνω του, που έχει στις αποσκευές του ένα άλμπουμ τόσο καλό, ώστε να είσαι σίγουρος ότι οφείλεις να τους τσεκάρεις –και ότι θα αποζημιωθείς γι’ αυτό. Ακόμη κι αν μιλάμε για ένα άχαρο, δροσερό βράδυ Δευτέρας, που κληρώθηκε να γίνει η συγκεκριμένη συνάντηση.
Τη συναυλία ανέλαβε να ανοίξει ένας τύπος ονόματι Ben Montero, Αυστραλός στην καταγωγή και με ένα άλμπουμ στο ενεργητικό του ονόματι The Loving Gaze. Δεν ξέρω πώς βρέθηκε στη χώρα μας, ξέρω όμως ότι η μπάντα που τον συνόδευε απαρτιζόταν από γνωστούς μας Έλληνες μουσικούς, που προέρχονται κυρίως από τις τάξεις των Acid Baby Jesus και Voyage Limpid Sound.
Αν μπορούσε να βάλει κανείς στο μίξερ τα δύο παραπάνω συγκροτήματα, αυτό που θα έπαιρνε θα ήταν η μουσική του/των Montero. Μια χρυσή δηλαδή τομή ανάμεσα στην ψυχεδελο-γκαραζοπόπ των πρώτων και την κλασικής στόφας συνθετική γραμμή των δεύτερων, με πολύχρωμες αναφορές σε ονόματα όπως οι Kinks, οι Flaming Lips ή οι Tame Impala. Το set κύλησε όμορφα κι ευχάριστα, χωρίς εξάρσεις, μα μέσα σ’ ένα κλίμα ήπιας ευφορίας. Δεν γνωρίζω αν θα παίξουν ξανά εδώ, αν ο φίλος μας βρίσκεται στη χώρα για να μείνει ή ήταν περαστικός. Αν πάντως έχετε την ευκαιρία, μη διστάσετε να τον τσεκάρετε –έστω και διαδικτυακώς.
Και πάμε τώρα στους Molochs. Και μόνο το γεγονός ότι ηχογραφούν για λογαριασμό της Innovative Leisure είναι από μόνο του καλός λόγος να τους ακούσεις και συνεπακόλουθα να τους προσέξεις. Και δεν το λέω επειδή εκεί ηχογραφούν (ή έχουν περάσει) καθιερωμένοι πια καλλιτέχνες όπως ο Nick Waterhouse ή οι Allah-Las (μα κι ένας σωρός ακόμα), που αν μη τι άλλο δηλώνουν ότι υπάρχει καλό γούστο στον κατάλογό της! Το επιβεβαιώνει και το America’s Velvet Glory, το 2ο κανονικό άλμπουμ του γκρουπ και πρώτο για το συγκεκριμένο label. Πρόκειται για έναν δίσκο που προδίδει ότι οι δημιουργοί του διαθέτουν ευρεία γνώση της μουσικής και την έχουν διοχετεύσει έξυπνα και με δεξιοτεχνία στα τραγούδια τους.
Βλέποντάς τους, κατάλαβα ότι είναι ικανοί για περισσότερα απ’ όσα υπονοεί η απλή ακρόαση του δίσκου τους. Κι αυτό επειδή οι αναφορές τους ξεπήδησαν γλαφυρότερα μπροστά μας κι ενσαρκώθηκαν με μεγαλύτερη πειστικότητα στις ζωντανές τους αποδόσεις. Και δεν εννοώ ότι χρειάστηκε να ακούσω live το “Charlie’s Lips” για να αντιληφθώ ότι αποτελεί φόρο τιμής στον Syd Barrett, αφού πρώτα φιλτραριστεί από το αλάνθαστο ύφος του Robyn Hitchcock. Αυτό που λέω είναι ότι η εκ του σύνεγγυς επαφή φανέρωσε ακόμη περισσότερες αρετές, λες και χύθηκε άπλετο φως στη δουλειά τους μέσα στη σκοτεινή κατά τα άλλα μα παράδοξα φιλόξενη αίθουσα του Six d.o.g.s.
Πέντε άτομα ανέβηκαν στη σκηνή, αν και βασικός συντελεστής του γκρουπ είναι ο τραγουδιστής Lucas Fitzsimons, ο οποίος γράφει κι όλα τα τραγούδια. Στο εξώφυλλο του δίσκου δίπλα του στέκεται ο Ryan Foster, που έπαιζε κιθάρα και πλήκτρα, ενώ το σχήμα συμπληρώθηκε από μία ακόμη κιθάρα, μπάσο και τύμπανα (ο ντράμερ είχε μάλιστα έναν τρόπο να τραβάει τα βλέμματα, παίζοντας με στόμφο και τινάζοντας διαρκώς τα μακριά μαλλιά του, ακροβατώντας μόνιμα ανάμεσα στο «εκφραστικός» και στο «γελοίος»…).
Ο Fitzsimons είναι μια ψιλόλιγνη φιγούρα με επαρκή εκφραστικά μέσα, που όμως δεν έπαυε ποτέ να μου θυμίζει κάποιον που θα αποθεωνόταν αν προερχόταν από τη σκηνή του Madchester φερ’ ειπείν, έτσι όπως έφερνε εμφανισιακά αλλά και κινησιολογικά στον Liam Gallagher ή και στον Ian Brown. Καμία βέβαια σχέση με Βρετανία ο ήχος των Molochs, σκέφτηκα –αργότερα όμως θα έπαιζαν ένα κομμάτι που όντως μπορούσε να είναι γραμμένο από συγκρότημα του Μεγάλου Νησιού, διαψεύδοντάς με! Ο βασικός τους ήχος, πάντως, είναι χαρακτηριστικά αμερικάνικος, φέροντας το όνομα του Λος Άντζελες (από το οποίο μας έρχονται) με μεγάλα γράμματα επάνω του.
Από την άλλη, οι ίδιοι αναφέρουν σαν επιρροές ονόματα που διακρίνεις δύσκολα στη μουσική τους. Κι αν δεν φαίνονται, φροντίζουν και τα προβάλλουν με διαφορετικούς τρόπους: αφενός διασκευάζοντας εντυπωσιακά το “Karen” των Go-Betweens, με τον Fitzsimons μόνο στη σκηνή με μία ηλεκτρική κιθάρα (που, αν θυμάμαι καλά, δεν ξαναέπιασε σε ολόκληρη την υπόλοιπη συναυλία), σε μια εκτέλεση που οριακά δεν θα χαρακτήριζα σπαρακτική. Κι αφετέρου διασκευάζοντας το “La Grand Illusion” των Television Personalities, που κι αυτό αποτελεί «γκολ από τα αποδυτήρια»: έτσι φοβερό όπως είναι, σε αιχμαλωτίζει χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια.
Έπαιξαν όσο θα έπαιζε ένα γκρουπ με 2 άλμπουμ στο ανθολόγιό του, συν κάποιες διασκευές για να σπάει ο πάγος με το κοινό, που δεν είναι ότι έχει εμπεδώσει απόλυτα το υλικό τους –κάτι παραπάνω από 1 ώρα δηλαδή. Δεν χρειαζόταν περισσότερο, εδώ που τα λέμε. Αποχώρησα πλήρης και με την ελπίδα να επιστρέψουν, πιο «διάσημοι» ίσως και με πιο πολύ κόσμο στα πόδια τους. Ήταν ατυχής μάλλον η συγκυρία της πρώτης μας συνάντησης και δεν το εννοώ σε επίπεδο καλλιτεχνικής απόκρισης, όπως είναι ευνόητο…
{youtube}BZWIRxsOMdo{/youtube}