Πώς να παρουσιάσει κανείς τον Bill Frisell μέσα σε λίγες λέξεις; Από πού δηλαδή να πρωτοπιαστεί; Από τους 40 περίπου δικούς του δίσκους, από το τρίο του οποίου ήταν μέλος μαζί με τον Paul Motian και τον Joe Lovano για καμιά 30αριά χρόνια, τις περιπέτειές του στο underground με τους Naked City (και άλλα πρότζεκτ του John Zorn) ή από σκόρπιες συμμετοχές σε δίσκους των Jan Garbarek, Tim Berne, Eyvind Kang, Dave Douglas, Earth(!) και τόσων ακόμα; Και πώς να περιγράψει την ευκολία του να γίνεται ταξιδευτής μουσικών στυλ και τεχνοτροπιών, τη δυνατότητά του να ενσωματώνει τόσα, χωρίς να αφομοιώνεται από τίποτα;
Ένας πραγματικά σπουδαίος κιθαρίστας, λοιπόν, βρέθηκε το Σάββατο το βράδυ στη σκηνή του Gazarte. Μαζί του ένας επίσης εξαιρετικός μουσικός, ο ντράμερ Kenny Wollesen, στενός συνεργάτης του Frisell για χρόνια (γνωστός και από τα διάφορα γκρουπ του John Zorn). Αρκετός κόσμος από κάτω άκουγε με τη δέουσα προσήλωση έναν μουσικό διάλογο, ο οποίος όσο προχωρούσε, τόσο αναδείκνυε τον εκφραστικό του πλούτο και την αμεσότητα που χαρακτήριζε τις συνέργειες των δύο.
Διότι, πριν απ’ όλα, ένα ντουέτο (ένας σίγουρα πολύ απαιτητικός σχηματισμός) είναι ένας μουσικός διάλογος στην πιο καθαρή μορφή του. Χρειάζεται λοιπόν ο ένας να συμπληρώνει τον άλλον, με μία έννοια να γίνεται ο άλλος, να μπορεί ανά πάσα στιγμή να ολοκληρώσει μια μισοτελειωμένη του φράση ή να είναι ήδη εκεί, όταν ο σύντροφός του αποφασίσει να αλλάξει τις συντεταγμένες. Χρειάζεται επίσης με λίγα να μπορείς να πεις πολλά, να μετατρέψεις την έλλειψη ενορχηστρωτικών εναλλακτικών σε ευκαιρία εμβάθυνσης και σε ευχέρεια μετακίνησης από τη μία θέση στην άλλη. Οι Frisell & Wollesen αποδείχτηκαν φυσικά ένα θαυμάσιο ντούο, όντας αυτονοήτως μαζί τόσο σε σημεία εντός κειμένου, όσο και στους αυτοσχεδιασμούς που επιχείρησαν, βεβαιώνοντάς μας ότι, μερικές φορές, δύο όργανα είναι υπεραρκετά.
Ένα άλλο σημείο εστίασης ήταν φυσικά η ευελιξία του Frisell στην ηλεκτρική κιθάρα και η η ικανότητά του να διασχίζει μουσικά σύνορα (αποδεικνύοντας μεταξύ άλλων την ανυπαρξία τους). Μία από τις ιδιαιτερότητές του (ίσως εκείνη που θαυμάζει κανείς περισσότερο στο λάιβ) είναι αυτό το πάντοτε ερμαφρόδιτο παίξιμό του, στο οποίο συγχωνεύονται η αγάπη του προς την country, την americana ή ό,τι αποκαλούμε «American songbook» (εκφρασμένη στις περισσότερες προσωπικές δουλειές του των τελευταίων ετών), η βαθιά του γνώση της τζαζ κιθάρας και φυσικά οι τάσεις του προς το avant-garde. Ήταν εκπληκτικό, για παράδειγμα, το πώς τον ακούγαμε τη μία στιγμή να παίζει μια «τυπικώς αμερικανική» μελωδία, ύστερα μία άλλη που έφερνε ίσως στο μυαλό την ύστερη, ηπιότερη περίοδο των Sonic Youth –ίσως ως απόδειξη της επιρροής που έχει ασκήσει ο Frisell με το έργο του– και αργότερα, με το που πατούσε το distortion, να μας έδινε μια γεύση από το νεοϋορκέζικο underground. Θυμίζοντας τόσο τις δικές του περιπέτειες εκεί, όσο και άλλους διαπρεπείς ομοτέχνους του, όπως π.χ. τον Elliott Sharp ή τον Fred Frith.
Βέβαια, οι τελευταίες κορυφώσεις ήταν κάπως σπάνιες, καθώς στη μεγαλύτερη διάρκεια του set (το οποίο θα πρέπει να κράτησε λίγο παραπάνω από ώρα) στο πρώτο πλάνο βρισκόταν η μελωδική ιδιοσυγκρασία του Frisell. Ευανάγνωστες μελωδίες (κάποιες παρμένες από πασίγνωστα θέματα), παιγμένες με τον αφελή ρομαντισμό ενός εφήβου αλλά και με την οξύνοια και την ευρυμάθεια ενός καταξιωμένου μαέστρου. Ο ίδιος άλλωστε τονίζει πως η βάση των πάντων είναι η μελωδία, ει δυνατόν στην απλούστερη μορφή της. Και αν θέλετε, η μαστορική του έγκειται ακριβώς στο πώς καταφέρνει και διατηρεί αυτή την απλότητα μέσα σε περίτεχνους, κατά τα λοιπά, μελωδικούς συλλογισμούς. Έτσι, μπλέκοντας μελωδίες μεταξύ τους ή δίνοντας χώρο σε αυτοσχεδιαστικές παρεμβάσεις στο βασικό τους μοτίβο, τα θέματα του Frisell είχαν πάντοτε μια γλυκύτητα, αλλά ταυτόχρονα και μια ζωηράδα: μια ετοιμότητα για κίνηση, μετακίνηση και αναστοχασμό (ως κερασάκι, βάλτε το χαρακτηριστικό του παιχνίδι με τις αρμονικές).
Από κοντά, εννοείται, και ο Wollesen, πάντοτε σε εγρήγορση να ακολουθήσει τον Frisell σε όποιον δρόμο κι αν επέλεγε. Ζωηρός και ο ίδιος στο παίξιμό του, αλλά και διακριτικός στις δυναμικές του (ακόμα και στα σόλο του), εκμεταλλεύτηκε με αξιοθαύμαστη σύνεση τις ηχητικές δυνατότητες και τις εντάσεις του σετ του. Έβρισκε επίσης έξυπνους τρόπους να σταθεί μέσα στις μουσικές συντεταγμένες του συντρόφου του, διατηρώντας ιδανικά την ανοιχτότητα και την ισοτιμία του διαλόγου μαζί του. Οι δυο τους βρίσκονταν πάντοτε «εν σχέσει» και πάντοτε σε κίνηση, τόσο προς τις διάφορες υφολογικές προεκτάσεις, όσο και στο μεταξύ τους.
Πριν από τη θαυμάσια εμφάνιση των Frisell & Wollesen, στη σκηνή του Gazarte βρέθηκε ο Αλέξανδρος Δανδουλάκης ή Alex Dante. Ικανότατος κιθαρίστας κι αυτός, παρουσίασε ένα σύντομο σετ με τις διασκευές τις οποίες κάνει στα Νυχτερινά του Σοπέν. Το ενδιαφέρον εδώ, πέρα από την αρτιπαιξία του Δανδουλάκη, έγκειται στο πώς καταφέρνει να φέρει τις μελωδίες του Σοπέν στην ηλεκτρική κιθάρα και σ’ ένα περιβάλλον που σίγουρα δεν είναι ξένο με τις μουσικοτροπίες του Frisell. Αν και προσωπικώς δεν τον πρόλαβα από την αρχή, νομίζω πως δικαίως κέρδισε την προσοχή των παρευρισκομένων και πως προλόγισε ιδανικά ό,τι θα επακολουθούσε.
{youtube}cBaEour6WlM{/youtube}