Το τρίτο και τελευταίο σκέλος του 1ου φεστιβάλ της Smoke The Fuzz, ήρθε σε Post-Mortem εκδοχή και με την ανορθόδοξη (αλλά επιτυχημένη) επιλογή του Vox ως συναυλιακού χώρου. Με ένα mega poster λαϊκών ονομάτων στην πρόσοψη του κτιρίου, το Vox μπορεί αρχικά να ξένισε το κοινό που προσήρθε στην Ιερά Οδό για να ακούσει τους Russian Circles, αποτέλεσε όμως ιδανικό μέρος για να δημιουργηθεί οικεία ατμόσφαιρα και να αναπτυχθεί αίσθηση συλλογικότητας, σε μία συναυλία-υπόδειγμα για την αθηναϊκη heavy σκηνή.
Η βραδιά έλαβε το εναρκτήριο λάκτισμά της από την Αμερικανίδα Helen Money (κατά κόσμον Alison Chesley) και το τσέλο της, το οποίο χρησιμοποιεί σαν όργανο πυρηνικής καταστροφής. Αν και κλασικά εκπαιδευμένη, η τσελίστρια βρίσκεται να περπατάει τα πιο hard μονοπάτια με σιγουριά και σθένος, χωρίς πάντως να κατορθώσει να συναρπάσει το ήδη πολυπληθές κοινό. Αδίκως θεωρώ, μιας και κατάφερε να μεταφράσει πολύ επιτυχημένα το μουσικό της αφήγημα σε μία γλώσσα ευκόλως κοινωνήσιμη σε metal ακροατές.
Μία ώρα αργότερα –και με την αναμονή να γίνεται εμφανώς αντιληπτή– ανέβηκαν στη σκηνή οι Russian Circles, το πολυγραφότατο συγκρότημα από το Σικάγο (6 άλμπουμ σε 10 μόλις χρόνια), που έχει καταφέρει να κρατήσει ένα αξιοθαύμαστο στάνταρ στην ποιότητα της μουσικής που παράγει. Οι Αμερικανοί έχουν εντρυφήσει στη λεπτή τέχνη των ισορροπιών και των αντιθέσεων: μεταπηδούν από την οργανική, υποσυνείδητη και άγρια φύση στη μηχανική ακρίβεια και στις μελετημένες (σχεδόν εμμονικές) δομές. Χορεύουν μεταξύ της παύσης και της εκκίνησης, του θορύβου και της σιωπής και βρίσκονται διαρκώς στο χείλος μίας εσωτερικής κατάρρευσης ή/και μιας εξωτερικής έκρηξης. Κομμάτια όπως το "Deficit" και το "Harper Lewis" αποτελούν σπουδές στη μεταχείριση των συναισθημάτων και της προσμονής, με τη μπάντα να κρατά τον κόσμο σε μία διαρκή κατάσταση ώθησης κι απώθησης.
Στις αρχές ακόμα της συναυλίας, με το "Vorel", άνοιξαν διάπλατα ένα μουσικό ύφασμα, το οποίο διαρκώς άπλωναν νωχελικά μέχρι να φτάσει να εκταθεί τεντωμένο. Ο εξαιρετικός Dave Turncrantz ξεκίνησε να διαρρηγνύει το ηχητικό αυτό χαλί με εμβατηριακούς σχεδόν ρυθμούς, φτιάχνοντας ανοίγματα για να ξεχυθούν από την κιθάρα οι πιο θαυμάσιοι, μεθυστικοί ήχοι. Οι Russian Circles μοιάζει να έχουν πάρει τα συναρπαστικότερα μέρη από τα πιο ξεσηκωτικά metal τραγούδια και να τα έχουν συνθέσει σε instrumental θριαμβολογίες, που απλώθηκαν στο Vox άλλοτε έρποντας κι άλλοτε καλπάζοντας, φτάνοντας να τρυπώσουν σε κάθε πιθανή σχισμή –σε μεγάλο μέρος εκτοξευόμενες θαρρείς από το μπράτσο της κιθάρας του Mike Sullivan. Στον αντίποδά του, ο δωρικότερος αλλά εξίσου εξαιρετικός Dave Cook, ο μπασίστας δηλαδή που συνόδευσε με άριστη τεχνική και καλαισθησία, δίνοντας μπασογραμμές-διαμάντια στον ιδιαίτερο καρπό των μουσικών από το Σικάγο.
Το headbanging και τα δαχτυλοκερατάκια εμφανίζονται περισσότερο από τακτικά στις metal συναυλίες. Είναι όμως ελάχιστες οι φορές που έχω δει ένα κοινό να «σωματικοποιεί» τόσο έντονα τη συμμετοχή του στο επί σκηνής θέαμα. Μία συμμετοχή που υπήρξε διαφορετική από τα φρενιασμένα mosh pits –τα οποία απλά χρησιμοποιούν τη μουσική σαν καύσιμο εξαλλοσύνης– αλλά και από το μονήρες, εσωστρεφές κούνημα της κεφαλής που απλά ακολουθεί τον ρυθμό. Aντιθέτως, η αίθουσα σειόταν υποκινούμενη από μία ανώτερη δύναμη, με έναν μυστηριακό σχεδόν τρόπο, και με μία αλληλεπίδραση με τη μουσική που θύμισε κάπως τη σχέση της Σελήνης με τα παλιρροϊκά κύματα. Οι Russian Circles έπαιξαν για ένα γεμάτο μιαμισάωρο, αν και αυτό το έδειξε το ρολόι μας: θεωρώ πως κάθε ξεχωριστό μέλος του κοινού έχασε την αίσθηση του χώρου και του χρόνου το βράδυ του Σαββάτου.
Ως κατακλείδα, θέλω να αφήσω στην άκρη το έπος της εμφάνισης των Αμερικανών και να σταθώ στη διοργάνωση. Γιατί λίγες φορές έχουμε την τύχη να βρεθούμε επανειλημμένως σε φεστιβάλ το οποίο αφιερώνει τέτοια φροντίδα, προσοχή και έμφαση στη λεπτομέρεια, σε όλες τις μεταβλητές της συνάρτησης μιας συναυλιακής εμπειρίας: από τα line-ups, μέχρι την επιλογή των χώρων. Με την 1η μέρα της Post-Mortem εκδοχής του, λοιπόν, το 1ο φεστιβάλ της Smoke The Fuzz ήρθε να επισφραγίσει ένα πολυπόθητο 3 στα 3 για την όλη προσπάθεια (μετά από τις Fall Οf Doom και Howler editions, δηλαδή). Κι έτσι μπορούμε πλέον να πούμε με σιγουριά πως είναι ό,τι πιο επιτυχημένο έχουμε να δείξουμε στον χώρο της «σκληρής» σκηνής.
{youtube}lbbSe5iM5NM{/youtube}