Εξαιρετικές εντυπώσεις μου άφησε ο νέος χώρος MODU, σε αυτήν την πρώτη επίσκεψη: δυο βήματα από το μετρό Μεταξουργείο, ικανός να φιλοξενήσει το όχι λίγο/όχι πολύ κοινό που μπορεί να έχει στα μέρη μας ένα σχήμα σαν τους Death In June, με πραγματικά καλό ήχο –αν και σίγουρα μένει να τσεκάρουμε κι ένα ηλεκτρικό live– και με εξαερισμό επαρκέστατο, που βοήθησε να μην υποφέρουμε, καθώς ήρθε μπόλικος κόσμος και το μαγαζί γέμισε. Η συναυλιακή τράπουλα της πόλης ανακατεύτηκε λοιπόν ξανά, προς το καλύτερο καθώς φαίνεται.
Δεν γνώριζα τους IN VEiN που κλήθηκαν ν' ανοίξουν τη βραδιά, πάντως δεν μπορώ να ανακαλέσω στη μνήμη μου support σχήμα να κερδίζει την παρτίδα με τα πρώτα κιόλας λεπτά της παρουσίας του στη σκηνή και μάλιστα με δικό του κομμάτι –το "Veiled In Pain", από το ομότιτλο ΕΡ που έβγαλαν προς τα τέλη του 2015. Έχουν βέβαια ακόμα «χιλιόμετρα» να διανύσουν: στις διασκευές που επιχείρησαν (το "Tainted Love", ας πούμε), όπως και στην επαφή με το κοινό βγήκε μια κάποια αμηχανία. Αλλά η εκτελεστική τους επάρκεια έλαμψε στις ακουστικές κιθάρες και στο βιολί, ενώ ο τραγουδιστής τους ενθουσίασε με το goth μέταλλο της βαθιάς και εκφραστικής του φωνής, η οποία διαθέτει μάλιστα και το (πάντα σημαντικό) ατού μιας καθαρής άρθρωσης.
Στον τίτλο της βραδιάς γράφω Défilé Des Âmes στη θέση του δεύτερου support, όμως θα πρέπει μάλλον να μπει σε εισαγωγικά: δεν είδαμε δηλαδή κάποιο reunion του ιστορικού για το εγχώριο dark underground σχήματος, μα τον Manos 6 –των Skull & Dawn, πλέον– να παίζει εκλογές από την πορεία τους μεταξύ 1998/1999 και 2004. Επί της ουσίας, πάντως, υπήρχε ατόφιο το feeling εκείνων των ηχογραφήσεων και η παρουσία πρώην μελών των Défilé Des Âmes ανάμεσα στο κοινό έκανε το set να είναι κάτι παραπάνω από «Manos Six presents». Καθοριστικό ρόλο έπαιξαν οπωσδήποτε οι δύο συνοδοιπόροι του, η Ηλιάνα Κορέτση με τον μετρημένο λυρισμό της στο τσέλο και ο Sean Ragon των Αμερικανών Cult Of Youth (σε μια συμμετοχή-έκπληξη), ο οποίος έδωσε πραγματικό martial ρεσιτάλ στα επιβλητικά κρουστά. Αλλά την παράσταση κανείς δεν μπορούσε να την κλέψει από τον Manos 6. Με χιούμορ και άνεση απέναντι στους θεατές, με θαυμάσιο χειρισμό της κιθάρας του και με υποβλητικές ερμηνείες, τίμησε με τον καλύτερο τρόπο το παρελθόν, θυμίζοντάς μας την αξία στιγμών σαν το "My Middle Name", το "Mushrooms" ή το "The Darker The Sky".
Οι Death In June δεν μας κράτησαν πολύ σε αναμονή, άντε κανά τέταρτο να καθυστέρησαν από την αναγραφόμενη ώρα έναρξης. Βασικά δηλαδή o Miro Snejdr, ο οποίος εμφανίστηκε με χακί περιβολή, πράσινο στρατιωτικό μπερέ και λευκή μάσκα, κάθισε στο πιάνο κι άρχισε ένα ρεσιτάλ κάπου μεταξύ νεοκλασικισμού και ενός μοντερνισμού στα βήματα του Ντεμπισί, συνοδεία φωνητικών samples. Είναι ασφαλώς μια πάγια αρχή στις συναυλίες της μπάντας τον τελευταίο καιρό, εντούτοις, όταν πια φτάσαμε στο 20λεπτο, η υπομονή του κόσμου εξαντλήθηκε και τα «πηγαδάκια» πήραν φωτιά κατά μήκος του MODU. Ακριβώς εκεί, όμως, εμφανίστηκε ο Douglas Pearce, στα χακί κι αυτός, με τη γνωστή του βενετσιάνικη μάσκα. Οπότε έπεσε ηχηρό χειροκρότημα, με εκείνον να ανταποδίδει βγάζοντας κραυγές λύκου.
Ό,τι ακολούθησε, δεν διέφερε παρά σε λεπτομέρειες από το live που ο Pearce είχε δώσει και πριν 2 χρόνια στην Αθήνα, στο X-Battery Club τότε. Η συναυλία «κόπηκε» σε 3 μέρη: στο πρώτο, ο Snejdr τον συνόδευσε στο πιάνο· στο δεύτερο, έλαβε θέση στα κρουστά, για μια θορυβώδη «επίθεση» σε martial ρυθμούς· και στο τρίτο, ο Pearce έμεινε μόνος στη σκηνή, χωρίς τη μάσκα του, με την κιθάρα στο χέρι.
Είναι ίσως ζήτημα οπτικής και γούστου, μα προσωπικά βρήκα τον Pearce καθηλωτικό και στις τρεις αυτές «εκφάνσεις» της ζωντανής του εμφάνισης στο MODU. Όποιος βέβαια δεν έχει επαφή με τους Death In June και τον τρόπο με τον οποίον κινούνται εδώ και κάποια χρόνια, ίσως θεωρούσε το μουσικό σκέλος φτωχό –το πιάνο του Snejdr έπαιζε πράγματι υποτυπώδη θέματα, η κιθάρα ήταν συνήθως καρφωμένη στον ίδιο τόνο, τα τραγούδια δεν ξεχώριζαν το ένα από το άλλο, παρά μόνο από τους στίχους.
Κι όμως, όπως και στον παλιό folk κόσμο κυριαρχούσαν τα κυκλικά, επαναλαμβανόμενα σχήματα και τα πάντα κρίνονταν από την πειθώ του τροβαδούρου και την αξία των στίχων/ιστοριών του, έτσι και στη δική μας περίπτωση απέναντι στεκόταν ένας καλλιτέχνη ο οποίος μας είχε να κρεμόμαστε από τα χείλη του, σαγηνεύοντάς μας με την άρθρωσή του, τα στρογγυλά αγγλικά του, τη μελαγχολία με την οποία πότιζε τα φωνήεντά του, τον σαρδόνιο κυνισμό που απέπνεαν οι λέξεις του. Στη διάρκεια αυτή, καθείς μάλλον στάθηκε στις δικές του αγαπημένες στιγμές από τον κατάλογο των Death In June (εγώ προσωπικά στην απίθανη εκτέλεση του "Peaceful Snow" με τον Snejdr στην καλύτερη πιανιστική στιγμή της βραδιάς και στο "Luther's Army" στο αμιγώς κιθαριστικό κομμάτι), αν και οι περισσότεροι συναντηθήκαμε νομίζω σε τραγούδια όπως τα "Life Under Siege", "Little Black Angel", "Fall Apart" και "But, What Ends When Symbols Shatter?".
Ξινός μα και επικοινωνιακός την ίδια στιγμή με έναν δικό του τρόπο, o Pearce μας ζήτησε παραγγελιές, «έκοψε» το τσιγάρο χωρίς πολλά-πολλά σε ορισμένους που έκαναν πως δεν είχαν δει την απαγόρευση μπαίνοντας, στο τέλος μάλιστα μας ευχαρίστησε με μια κάποια θέρμη (για τα δεδομένα του), με ένα μικρό a cappella και εν πολλοίς αυτοσχέδιο encore, που μπορείτε ν' απολαύσετε στον σύνδεσμο παρακάτω. Κατανοώ τώρα ότι αυτά τα «hellenic dawn» μπορούν να φανούν κάπως σε μερικούς, δεδομένου και του αμφιλεγόμενου πολιτικού προσανατολισμού των Death In June, όμως η βραδιά στο MODU άνηκε στη μουσική και όχι στην πολιτική, όντας ένα μικρό δείγμα μιας neofolk κλάσης η οποία μπορεί πια να έχει 60αρήσει, όμως άστραψε και βρόντηξε.
{youtube}e_CuaOdLyjI{/youtube}