Το (εύκολο) κλισέ «συναυλιακό απωθημένο του ελληνικού κοινού» δεν ταιριάζει στην περίπτωση των Warlocks, είμαι όμως βέβαιος πως και μόνο το άκουσμα της πρώτης τους ζωντανής εμφάνισης στη χώρα μας ξύπνησε αρκετές αναμνήσεις σε άτομα γαλουχημένα στην καλιφορνέζικη νεοψυχεδελική σκηνή. Μπορεί η προσέλευση στο An Club να μην επιβεβαίωσε ιδιαίτερα κάτι τέτοιο, πάντως όσοι ανταποκρίθηκαν σε αυτό το κάπως ετεροχρονισμένο κάλεσμα, φαίνονταν πολύ συνειδητοποιημένοι για το τι είχαν έρθει να δουν.
Αλλά και για τους Holy Monitor –την αθηναϊκή πεντάδα που άνοιξε τη βραδιά– αυτό θα ήταν το πρώτο live της βραχύχρονης ύπαρξής τους. Κάτι βέβαια που δεν νομίζω ότι θα το υποψιαζόμασταν, αν δεν μας το ανακοίνωνε στα μισά του set ο frontman και βασικός κιθαρίστας Γιώργος Νίκας (γνωστός και ως ντράμερ των Noise Figures): η ισορροπία που κρατούσαν μεταξύ γόνιμου αυτοσχεδιασμού και της βασικής φόρμας των συνθέσεων, απέπνεε μία αίσθηση πολύ μεγαλύτερης εμπειρίας και δεσίματος από τη θεωρητικά δεδομένη. Όπως και πολύ καλή αντίληψη των εννοιών του μέτρου και του επαγγελματισμού.
Όχι ότι παίζουν κάτι πολύ διαφορετικό από τη μέση hip μπάντα της Αθήνας αυτήν τη στιγμή, κάτι δηλαδή που χωράει άνετα κάτω από το tag «ψυχεδέλεια, kraut, space, garage» και όλα τα συναφή. Όμως το μέχρι τώρα υλικό τους (που προέρχεται από 2 EP), αλλά και ο τρόπος με τον οποίον το διαχειρίστηκαν, άφησε την εντύπωση πως δεν έχουμε να κάνουμε με ακόμη ένα γκρουπ που θα βγει εκεί έξω για να χαθεί στο δημιουργικό του χάος, έτσι για τη φάση. Αλλά για μια μπάντα που θα μετρήσει πρώτα τη δύναμη των τραγουδιών της, θα παλέψει να τους δώσει ταυτότητα (το ambient άνοιγμα, καθώς και τα indie λογικής ριφάκια στη μέση κάποιων κομματιών, κάτι τέτοιο μαρτυρά) και μετά θα τα αναπτύξει όσο τραβάνε, με όπλο αυτήν την έξτρα, απροσποίητη αλητεία την οποία διέκρινα. Αναμένουμε λοιπόν να δούμε πώς θα εξαργυρώσουν μια πολλά υποσχόμενη εμφάνιση.
Η πεντάδα από το Λος Άντζελες, τώρα, ανέβηκε στη σκηνή στην ώρα της, λίγο μετά τις 23:00. Και μόνο με τη φυσική τους παρουσία, ένιωθες ότι οι Warlocks καταλάμβαναν ολόκληρο τον χώρο, με το κάθε μέλος να μοιάζει σαν να προέρχεται στιλιστικά από διαφορετική μουσική εποχή: ο Jason Anchondo και ο Christopher DiPino (σε ντραμς και μπάσο αντίστοιχα) θα μπορούσαν άνετα να αντικαταστήσουν κάποιο μέλος των Interpol ή των Strokes και να μην καταλάβει κανείς τη διαφορά· ο κιθαρίστας Earl V. Miler με το φουλάρι και το μουτσάτσο μουστάκι έδινε την 1960s πινελιά, ο έτερος (πανύψηλος) κιθαρίστας John Rees με τo Fugazi t-shirt του είχε βγει κατευθείαν από τον κατάλογο της SST ή της Sub Pop των 1990s, ενώ ο frontman του σχεδόν 20χρονου σχήματος, Bobby Hecksher, μου θύμισε τον Elliot Smith, τόσο στην όψη, όσο και στον συνεσταλμένο μα βέβαιο τρόπο με τον οποίον επικοινωνούσε με το κοινό.
Ξεκίνησαν λοιπόν σπιντάροντας χωρίς πολλά-πολλά, με δύο κομμάτια-ύμνους στο «χόρτο», τα “Shake The Dope Out” και “The Dope Feels Good”. Και, αν κρίνω από τη μυρωδιά στη γωνία του An όπου βρισκόμουν, οι φίλοι της μπάντας συμφωνούσαν απόλυτα. Το set κύλησε αρκετά γρήγορα μα και μονοδιάστατα μέχρι τη μέση του, καθώς το γκρουπ έμοιαζε ιδιαίτερα βιαστικό, ώστε να παίξει ό,τι προλάβει από μια μακροσκελή setlist. Μας το ανακοίνωσε άλλωστε και ο Hecksher, με αποτέλεσμα ορισμένες φορές να δίνεται μια αίσθηση τύπου «άντε να παίξουμε κι αυτό μία στα γρήγορα, να πάμε στο επόμενο».
Από το “Surgery” και μετά, πάντως, οι Warlocks άρχισαν να αφήνονται περισσότερο ελεύθεροι κι έτσι απολαύσαμε στιγμές στις οποίες δεν έμεναν κολλημένοι στη φόρμα των κομματιών, αλλά τα έχτιζαν με αυτοσχεδιαστικό πνεύμα. Στο ίδιο, πιο χαλαρό κλίμα, είδαμε και τον Hecksher να κατεβαίνει για λίγο από τη σκηνή και να ροκάρει δίπλα στον κόσμο, ζητώντας να δει από εμάς τις πιο «περίεργες χορευτικές μας κινήσεις». Όπως είδαμε και τη μπάντα να έχει μπει σχεδόν σε μουντ τζαμαρίσματος, αναπτύσσοντας με άνεση τα επαναλαμβανόμενα, ψυχεδελικά της μάντρα –που όμως κούραζαν τελικά, γιατί δεν οδηγούσαν πουθενά.
Μετά από τρία τέταρτα μίας σχετικά γραμμικής εμφάνισης, οι Αμερικανοί μας ανακοίνωσαν πως θα παίξουν ακόμη ένα κομμάτι και, αφού πρώτα αράξουν ανάμεσά μας και πιουν λίγη μπύρα, θα επιστρέψουν με μία ...εντελώς διαφορετική setlist από εκείνη που μας είχαν ετοιμάσει! Κι ευτυχώς δηλαδή, καθώς από τα μεσάνυχτα και για ένα μισάωρο απολαύσαμε μια αλλιώτικη μπάντα: η νεοψυχεδέλεια βγήκε (σχεδόν) εντελώς από την εξίσωση και τη θέση της πήρε o drone πειραματισμός, οι grunge κιθάρες, μα κι ένας «κίνδυνος» που έλειπε φανερά μέχρι στιγμής. Η βραδιά ολοκληρώθηκε με ένα από τα πιο επιθετικά τους τραγούδια, το “Dead Generation”, επαναφέροντας, έτσι για το κλείσιμο, την ψυχεδελική τους πλευρά.
Η αίσθηση τελικά που άφησε το live συνοψίζεται νομίζω στο «τίποτα δεν χάθηκε, τίποτα δεν κερδήθηκε». Είδαμε δηλαδή ακόμη μία αξιόλογη για την εποχή της μπάντα, αλλά μέχρι εκεί. Για να το πάω μάλιστα και λίγο παραπέρα, κάτι τέτοιες συναυλίες επιβεβαιώνουν νομίζω πως ο κίνδυνος και η πιθανότητα του απρόβλεπτου έχουν αρχίσει να γίνονται είδος προς εξαφάνιση.
{youtube}BO7Ss6RlyjY{/youtube}