Με χιλιάδες κόσμου να λούζονται από τις «σποραδικές καταιγίδες», με μια αστραπή που έσκισε τον ουρανό πίσω από τη σκηνή και που «αν δεν υπήρχε, θα έπρεπε να την είχε εφεύρει» η ομάδα η οποία έστησε τα visuals των Sigur Rós και με το ισλανδικό σχήμα να δίνει μια γενικώς άρτια παράσταση, η πρώτη παρουσία του Release Athens ολοκληρώθηκε επιτυχώς. Διατηρώ ωστόσο μια επιφύλαξη εάν στο τέλος της ημέρας έχει την ίδια άποψη και η διοργάνωση ή αν τραβάει τα μαλλιά της συγκρίνοντας ταμείο με κόστος παραγωγής –δεδομένου ότι η κίνηση με τα δεκάευρα εισιτήρια της τελευταίας στιγμής, μάλλον φανέρωνε μια διάθεση τύπου «να σώσουμε ό,τι σώζεται». Κίνηση, πάντως, που πρέπει να κατέβασε σημαντικά περισσότερο κόσμο μέχρι το Φάληρο.
Η μουσική, βέβαια, είχε ξεκινήσει από νωρίς, πολύ πριν οι καιρικές συνθήκες αποφασίσουν να αναλάβουν πρωταγωνιστική δράση. Το πρόγραμμα μάλιστα τηρήθηκε με ακρίβεια που θα ζήλευε και ο πιο ψυχαναγκαστικός Βορειοευρωπαίος, με τους Afformance να ξεκινούν από τις 5 και στην συνέχεια τους Theodore, Diiv και Black Angels να παίρνουν διαδοχικά τη σκυτάλη, μέχρι να μας παραλάβουν η βροχή και οι Sigur Rós με την εμφατική τους παρουσία.
Afformance
Γνωστοί σε όσους/ες παρακολουθούν τα συναυλιακά δρώμενα της πόλης, οι Afformance είχαν έναν ρόλο αρκετά διαφορετικό από τον συνηθισμένο. Το post-rock παρέμεινε βέβαια η πιο αναγνωρίσιμη αναφορά τους, όμως έπρεπε να το φέρουν στα μέτρα της τεράστιας σκηνής που είχε στηθεί στην Πλατεία Νερού, στους ανοιχτούς (αν και συννεφιασμένους) ορίζοντες μιας open-air συναυλίας και στη χαλαρότητα ενός καλοκαιρινού απογεύματος. Έχω την εντύπωση, πάντως, πως το αθηναϊκό κουιντέτο κατάφερε να φανεί πειστικό σε όποιον/α έδωσε βάση.
Παρουσιάστηκαν λοιπόν λιγάκι πιο επιθετικοί, σε σχέση τουλάχιστον με το πώς έχουν εντυπωθεί στο μυαλό μου· πιο rock, αν θέλετε, και λιγότερο post (σ’ ένα βολικό σχήμα λόγου), κάτι που γενικώς τους βοήθησε να σταθούν με περισσότερη άνεση στις απαιτήσεις της περίστασης. Με 3 επίσης κιθάρες στην εμπροσθοφυλακή, είχαν την ευχέρεια να επεκταθούν στο μελωδικό σκέλος διατηρώντας στο ακέραιο το συνολικό εκτόπισμα του κιθαριστικού τους όγκου. Την ίδια στιγμή, το (πεντάχορδο) μπάσο και τα τύμπανα προσέθεταν με σιγουριά τη ρυθμική συνισταμένη, χωρίς ιδιαίτερες εκπλήξεις, αλλά με την οξυδέρκεια να βρίσκονται εκεί που πρέπει, τη στιγμή που πρέπει.
Αν και προσωπικά διατηρώ κάποιες ενστάσεις (οι οποίες ίσως δεν έχουν τόσο να κάνουν με την ίδια τη μπάντα) όσον αφορά τον κάπως υπερβολικά διογκωμένο ήχο –ειδικά στις χαμηλές συχνότητες– το ημίωρο σετ των Afformance υπήρξε απόλυτα ικανοποιητικό, καθώς και μια καλή εισαγωγή για τη συνέχεια.
Theodore
Στις 6 ακριβώς ο Theodore βρισκόταν καθισμένος στο πιάνο του και το πράγμα θα άλλαζε αρκετά, όσον αφορά τουλάχιστον τις μουσικές στοχεύσεις. Ομολογώ πως δεν εντυπωσιάστηκα και τόσο από την indie μελαγχολία του και βρήκα κάπως επιτηδευμένη τη σκηνική του παρουσία, βουτηγμένη καθώς ήταν στη μυθολογία του μελαγχολικού τροβαδούρου, ο οποίος βλέπει το πέρασμά του από το συναυλιακό σανίδι περίπου ως «κατάθεση ψυχής».
Ίσως η κουτσουρεμένη ενορχήστρωση –σε σχέση με τον δίσκο, αλλά και με προηγούμενες ζωντανές εμφανίσεις– να έπαιξε κι αυτή τον ρόλο της, καθώς ο Theodore δεν είχε έγχορδα για να μοιραστεί μαζί τους τον λυρισμό του. Ίσως επίσης και οι τρόποι που έβρισκε (μαζί με την πενταμελή μπάντα η οποία τον συνόδευε) ώστε να διοχετευτούν οι εντάσεις να υπήρξαν επίπεδοι και αρκετά μονοσήμαντοι. Όπως κι αν έχει, ένα υπολογίσιμο μέρος του set μού φάνηκε επικίνδυνα προβλέψιμο, παρότι σαφώς διέθετε τις στιγμές του. Ορισμένες από τις συνθέσεις, άλλωστε, έχουν όντως μια αξιοπρόσεκτη συναισθηματική δυναμική (ακόμα κι αν δεν ξεχωρίζουν για την πρωτοτυπία τους), ενώ το ενδιαφέρον κέντριζαν και κάποια από τα παιξίματα –λ.χ. ορισμένες μελωδικές ακολουθίες της κιθάρας κι ένας γενικώς ευφάνταστος μπασίστας.
Η καλύτερη πάντως στιγμή ήρθε στο τελείωμα, με την εκτέλεση του “Eclipse”: ένα κομμάτι το οποίο έχτιζε την εξέλιξή του πάνω σ’ έναν ζωηρό ρυθμό, με ωραίες δυναμικές και με μια διεξοδική διαχείριση των εντάσεων.
Diiv
Ο κόσμος, όπως ήταν λογικό, πλήθαινε διαρκώς όσο περνούσε η ώρα, ενώ και το γαλάζιο του ουρανού είχε κερδίσει το γκρίζο, αρκετά τουλάχιστον ώστε οι Diiv να κυριολεκτούν όταν αργότερα θα τραγουδούσαν το “Under Τhe Sun”. Στα μισά της 4ης ημέρας του Release, οι Νεοϋορκέζοι ήταν το πρώτο γκρουπ που ξεσήκωσε το ακροατήριο, εν μέρει δικαιολογημένα.
Εν μέρει, διότι, όπως και να το κάνουμε, η μουσική πρόταση των Diiv δεν έβγαζε και μάτια. Ένα αναπαλαιωμένο post-punk, το οποίο στη ζωντανή εκδοχή του γίνεται κάπως περισσότερο χίπστερ, δεν είναι δα και η ανακάλυψη του τροχού... Αφήστε που γενικώς υπήρξαν και λιγάκι μονοκόμματοι, παίζοντας σε λίγο-πολύ στανταρισμένες ταχύτητες και εντάσεις. Στο λάιβ, βέβαια, όλα αυτά μπορεί να έρθουν σε δεύτερη μοίρα, ιδίως όταν μπροστά σου έχεις μια μπάντα με αρκετή ενέργεια και μπόλικο τσαγανό, η οποία –ανεξαρτήτως κατηγοριοποιήσεων και αποχρώσεων– κατέχει επαρκώς την τέχνη του αγνού rock 'n' roll. Τέτοιοι ήταν οι Diiv.
Πάτησαν λοιπόν το γκάζι στις 7:10 και το κράτησαν πατημένο για τα περίπου 70 λεπτά που βρέθηκαν επί σκηνής, σταματώντας μόνο για να μας ευλογήσουν τα γένια στα ενδιάμεσα των τραγουδιών (τα «είστε υπέροχοι», «πάντοτε θέλαμε να έρθουμε στην Ελλάδα» και «τι ωραία να αράζαμε μετά όλοι μαζί» ήταν, σε ελεύθερη απόδοση, ο τρόπος τους να γεμίζουν τον νεκρό χρόνο). Ακόμα όμως κι αν το παρακάνανε λιγάκι, δεν τους το κρατάς, γιατί το έβλεπες κι αυτό σαν ένδειξη του ενθουσιασμού με τον οποίον αντιμετώπισαν γενικώς το λάιβ τους. Και όταν ο ενθουσιασμός ξεκινάει έτσι εμφατικά από τη σκηνή, είναι λογικό να διαχυθεί και στο ακροατήριο. Όπερ και εγένετο.
Τα “Doused”, “Sometime” και “Under Τhe Sun” μέτρησαν νομίζω ως highlights, ενώ, όσο προχωρούσε το set, ήταν εμφανές ότι οι Diiv γινόντουσαν καλύτεροι, κάνοντας τον δυναμισμό τους όλο και πιο απτό. Αποχώρησαν έτσι μέσα σε επευφημίες και κάτι μου λέει ότι θα τους ξαναπετύχουμε στα μέρη μας, στο κοντινό μέλλον.
The Black Angels
Μόλις έπιασε να νυχτώνει, τα χιόνια στο video wall και λίγο white noise στα ηχεία προλόγισαν την μάλλον ακίνδυνη κατά τα λοιπά ψυχεδέλεια των Black Angels –ένα συγκρότημα πάντως που έχει, καθώς φαίνεται, εδραιώσει μια καλή σχέση με το εγχώριο συναυλιακό κοινό. Οι θετικές προδιαθέσεις (όσων ήταν εφοδιασμένοι/ες με τέτοιες) μάλλον επιβεβαιώθηκαν· αντιθέτως, νομίζω πως δύσκολα κάποιος/α θα έμπαινε στη φάση των Τεξανών, εάν δεν το είχε σκοπό εκ των προτέρων.
Προσωπικά δεν άνηκα στην πρώτη κατηγορία, οπότε έστησα αυτί και περίμενα. Σύντομα όμως διαπίστωσα ότι οι Black Angels είναι μανιερίστες πρώτης, τριγυρνώντας συνέχεια γύρω από τα ίδια μοτίβα, με λίγες εκπλήξεις να αναδιατάσσουν τις ισορροπίες. Έπαιζαν μεν καλά, αλλά το πεδίο δράσης τους ήταν αρκετά περιορισμένο και οι ίδιοι δεν έδειχναν τη διάθεση να το επεκτείνουν, ψάχνοντας κάτι πέρα από εκείνο που έμοιαζε προφανές ανά περίσταση. Μου φάνηκε μάλιστα πως αρκούνταν σε τρικ εντυπωσιασμού, όχι σε κινήσεις ουσίας, κάτι που τους έκανε προβλέψιμους και κάπως επίπεδους, σε βαθμό που έφτασαν εκείνοι να ακολουθούν τα πολύχρωμα visuals που έπαιζαν στη ράχη της σκηνής και τις διακοπτόμενες δέσμες έντονου φωτός, αντί να συμβαίνει το αντίθετο. Αποτραβήχτηκα έτσι κι εγώ, παρατηρώντας από μια κάποια απόσταση το φαζαριστό revival των Τεξανών.
Δεν τους είχα δει στις δύο (αν δεν κάνω λάθος) προηγούμενες εμφανίσεις τους στην Ελλάδα, οπότε δεν μπορώ να ξέρω εάν απλώς δεν τους πετύχαμε στη μέρα τους ή εάν οι ενθουσιώδεις κριτικές για τα προηγούμενα λάιβ ήταν εν τέλει υπερβολικές. Πάντως, για να μην τα παραλέμε, είχαν και τις στιγμές τους (π.χ. το “Young Men Dead” και μερικά ακόμα διάσπαρτα σημεία). Και αν κρίνουμε από τα χειροκροτήματα που εισέπραξαν στην αποχώρησή τους, άρεσαν αρκετά στον κόσμο.
Sigur Rós
Νομίζω αρκετοί/ες από εμάς κατεβήκαμε στο Φάληρο έχοντας στο μυαλό μας τη συγκλονιστική εμφάνιση των Ισλανδών στον Βύρωνα, πριν από 13 χρόνια. Κι εγώ μαζί, αν και τελευταία δεν τα πάω και τόσο καλά με ζητήματα νοσταλγίας και δεν θα κάκιωνα επομένως στους Sigur Rós εάν αγνοούσαν παντελώς τα άλμπουμ εκείνης της εποχής και επικεντρώνονταν περισσότερο στο παρόν (όπως π.χ. έκανε η PJ Harvey μερικές μέρες πριν). Όχι δηλαδή πως μου κακόπεσε η αναδρομή στο σπουδαίο παρελθόν της μπάντας και ιδίως το επικό τους φινάλε, στο οποίο έπαιξαν το “Popplagid” –το τελευταίο κομμάτι από τον δίσκο του 2002 «με τις παρενθέσεις». Άλλωστε, μιας που κάναμε τη σύγκριση, το παρόν των Sigur Rós δεν φαίνεται τόσο δραστήριο όσο αυτό της PJ, επομένως η σχετική συζήτηση μάλλον λήγει κάπου εδώ…
Πάντως, η οπτικοακουστική παράσταση των Ισλανδών ήταν πραγματικά υποδειγματική. Και η αρχή σε αυτά τα πράγματα, είναι το ήμισυ του παντός. Στις 10:30, λοιπόν, η σκηνή παρέμενε σκοτεινή, στο μπροστινό μέρος τα όργανα περίμεναν τους μουσικούς, ενώ είχαν στηθεί κάποια κιγκλιδώματα που δημιουργούσαν κάτι σαν κλουβί στο πίσω μισό. Μέσα σε γενική αδημονία, άρχισε ν' ακούγεται ένα καινούργιο τραγούδι (“Ovedur”), χωρίς όμως κανείς από τους Sigur Rós να έχει βγει ακόμα στη σκηνή. Σταδιακά εμφανίστηκαν οι σκιές των τριών πίσω από τα κάγκελα, με τους καπνούς να ενώνονται με το εξαιρετικό βίντεο, δίνοντας την αίσθηση μιας τρισδιάστατης, απόκοσμης απεικόνισης, που κατά κάποιον τρόπο συνδύαζε την απουσία (τα ντραμς π.χ., που έστεκαν αδρανή χωρίς τον ντράμερ) με την κάπως ονειρική παρουσία.
Λίγο αργότερα, το τρίο βγήκε μπροστά, πιάνοντας το νήμα από το 1999 με το “Staralfur”, μέσα σε γενική αποθέωση. Κι ύστερα τα πράγματα απέκτησαν μια κάπως μεταφυσική διάσταση. Ο κεραυνός έσκασε πίσω ακριβώς από τη σκηνή μόλις που οι Sigur Rós είχαν πιάσει να «γεμίζουν» το “Sæglópur”, για να το οδηγήσουν στην έκρηξή του, ευθυγραμμίζοντας τους ίδιους και όλους εμάς με το σύμπαν και τις διαθέσεις του. Η καταιγίδα που ξέσπασε μετά από λίγο (η πρώτη από τις πολλές) ήταν θαρρείς δώρο των θεών, για να κάνει την όλη εμπειρία απολύτως υπερβατική.
Φυσικά και οι Sigur Rós στήριξαν αυτή την υπερβατικότητα όπως μπορούσαν, όντας ακριβείς στις πολλές αυξομειώσεις της έντασης και πλήρεις στη συναισθηματική τους δυναμική. Έκαναν ένα πέρασμα από το μεγαλύτερο μέρος της δισκογραφίας τους –ξεκινώντας από το Ágætis Byrjun του 1999 και φθάνοντας στο Kveikur του 2013– αποδίδοντας εξαιρετικά όσα κομμάτια έπαιξαν, μολονότι στη σκηνή υπήρξαν μόνο ως τρίο (να θυμίσω ότι στο λάιβ του 2003 είχαν μαζί τους και το κουαρτέτο εγχόρδων Amiina). Ο Jónsi Birgisson ήταν το σημείο εστίασης με τα χαρακτηριστικά του φωνητικά και το δοξαράτο παίξιμο της ηλεκτρικής. Φυσικά και η rhythm section, ο Goggi Hólm στο μπάσο και ο Orri Páll Dýrason στα τύμπανα, δεν υστέρησε καθόλου, δίνοντας τον απαραίτητο δυναμισμό όταν κάτι τέτοιο κρινόταν απαραίτητο. Σημαντικό επίσης στοιχείο στην καλλιτεχνική αξία της συναυλίας ήταν και το οπτικό μέρος: ένας καλοδουλεμένος συνδυασμός φωτισμών σκηνής, led και ενός εξαιρετικού βίντεο, το οποίο έτρεχε σε όλη τη διάρκεια του 90λεπτου set.
Οι Sigur Rós του 2016 μπορεί να μην έχουν κάτι ριζικά καινούργιο να μας παρουσιάσουν, απέδειξαν όμως πως το υλικό τους μπορεί να εγείρει αιτήματα διαχρονικότητας. Υποστηριζόμενο δε από το εντυπωσιακό οπτικό σόου, μπορεί επίσης να σταθεί εξαιρετικά σε μια συναυλία αρένας, χωρίς να χάνει κάτι από τη συναισθηματική ή την καλλιτεχνική του δυναμική. Μεταξύ μας, αν έλειπαν και τα αρρύθμως ρυθμικά παλαμάκια του κοινού την ώρα που κορυφωνόταν το «δράμα» του “Popplagid” στο encore, θα ήταν ακόμα καλύτερα…
Setlist (όπως τη δημοσίευσαν οι Sigur Rós μέσω Facebook):
Ovedur
Staralfur
Sæglópur
Glósóli
Vaka
Ny Battery
E-Bow
Daudalagid
Festival
Yfirbord
Kveikur
Hafsol
------------------------------
Popplagid
{youtube}Fms3TtqUN3w{/youtube}