Διαπιστώνοντας τα απογοητευτικά μεγέθη της εγχώριας προσέλευσης, το punk κοινό της Αθήνας μάλλον αρέσκεται να δίνει το παρών σε αυτοργανωμένα events, στα οποία δεν συνεισφέρει και τίποτα ελέω της ασεβούς του νοοτροπίας. Απαντώντας λοιπόν σε όσους έκριναν «απαγορευτική» την τιμή του φεστιβάλ της Slovenly Recordings, αδυνατώ να αντιληφθώ γιατί οτιδήποτε γύρω από το punk πρέπει να είναι τσάμπα, ειδικά όταν ως εγχείρημα αναδεικνύεται ανέλπιστα φιλόδοξο σε κάθε του ορατή πτυχή. Μέσα σε τέσσερις ολόκληρες μέρες, η εμπειρία που ακούει στο motto «We're loud, we're Slovenly» κάλυψε 17 συγκροτήματα από κάθε φάσμα του punk, αλλά και δραστηριότητες που ξεκινούσαν από το βράδυ της Πέμπτης και έφταναν μέχρι τις μεταμεσονύχτιες ώρες της Κυριακής.
Ωστόσο, ουσιαστικότερο ατού αποτέλεσε το συναυλιακό κομμάτι καθ' αυτό, αφού μέχρι και οι πιο άοσμες μπάντες άφησαν τις θετικότερες εντυπώσεις στο ακροατήριο. Δεν γνωρίζω αν καταλυτικό ρόλο έπαιξε το εκλεπτυσμένο γούστο του Pete "Slovenly" Menchetti ή το garage κέφι που αιωρούταν διάχυτο στους εκάστοτε συναυλιακούς χώρους. Ως γεγονός παραμένει όμως ότι, ακόμη και τα πιο διεκπεραιωτικά γκρουπ μεταμορφώθηκαν ζωντανά, θέτοντας τις εντυπώσεις όσων είχαν εντρυφήσει στο υλικό τους υπό την πλέον σοβαρή αμφισβήτηση.
Η πρώτη μέρα πραγματοποίησε δυνατό ξεκίνημα με τους Κομοδίνα 3 και το «κάφρικο γκαραζοπάνκ» τους, όπως οι ίδιοι επιθυμούν να το αποκαλούν. Διατηρώντας πικάντικη την αισθητική τους με τίτλους όπως "Μ' Αρέσει Η Βρώμα", "Άγρια Παιδιά" ή το επικό "Βαβούρα Και Όχι Πάνκ", συγκροτούν περσόνες που θαρρείς ότι ξεπήδησαν από κάποια cult ελληνική ταινία των 1980s κι όχι από τα βροχερά στενά της Θεσσαλονίκης. Με απουσία synths, αλλά με έναν ντεφίστα ως την πιο χαρακτηριστική φιγούρα στη σύνθεσή τους, παρέδωσαν σκληροτράχηλα γουστόζικες γκαραζιές, ακόμη και όταν οι χορδές τους έμειναν από δυνάμεις στο πιο πρώιμο σημείο.
Ναι, ο κόσμος σάστισε, μένοντας αλαφιασμένος από τον ήδη έντονο χορό. Το κέφι όμως δεν έμελλε να μειωθεί ούτε στο ελάχιστο χάρη στο πείσμα και την ενέργεια από πλευράς των μελών. Πιστοί στις ρίζες τους, παρέδωσαν ξεχαρβαλωμένες groovy διαθέσεις, με τις χορδές να κρέμονται από τις ταστιέρες, υπενθυμίζοντάς μας γιατί η βρωμιά των επιρροών τους είναι ταυτόσημα ουσιαστική. Η υπέρβαση σε ανάλογες μουσικές απαιτεί άλλωστε από τον δημιουργό τους πολλά κιλά θράσους, όσα είναι ικανά να ανυψώσουν μνημειωδώς τις ζωντανές του εμφανίσεις.
Σε δεύτερη μοίρα περνούν οι εξίσου κεφάτοι The Anomalys, έστω και αν η θέση τους στο billing φάνταζε εμφανώς ευνοϊκότερη. Η αλήθεια είναι πως απαιτείται σιδηρά θέληση να μετουσιώσεις το –σχετικά– αδιάφορο υλικό σου σε ξέφρενο rock n' roll γλέντι, ωθώντας κάθε βαριεστημένο ακροατή σε ρυθμούς κάλλιστα χορευτικούς. Χρησιμοποιώντας απλά από ένα πιατίνι, hi-hat, ταμπούρο και βαθύ, το drum set των Ολλανδών κάλυπτε τα απολύτως απαραίτητα, ενόσω η συνοδεία κιθάρας και μπάσου σχημάτιζε μια τριάδα άρρηκτα σφιχτοδεμένη. Από τα πρώτα τραγούδια του set, μάλιστα, οι δυο τελευταίοι συντελεστές δεν έχαναν ευκαιρία να οργώνουν την αλάνα, αποδίδοντας τις γουστόζικες πενιές τους ανάμεσα σε πλήθη κόσμου. Μόνο η διάρκεια να ήταν λίγο συντομότερη, μιας και η ποιότητα του στούντιο υλικού άρχισε αισθητά να με καταβάλλει προς το σημείο της λήξης.
Οι Γάλλοι Magnetix αποτέλεσαν την πιο ευχάριστη έκπληξη της πρώτης μέρας. Όντας ντουέτο –κοινώς, ακόμα πιο μινιμαλιστικοί στη ζωντανή τους εκδοχή– αποφάσισαν να απορρίψουν τις synth πινελιές, υπηρετώντας σε ολότητα τις αρετές του vibe. Η ντράμερ τους στάθηκε η πιο αφανής ηρωίδα στον σκελετό της εμφάνισης, μιας και εύκολα διαπίστωνες πως υποχωρούσε η «ξεχαρβαλωμένη» τους αίσθηση –δύσκολα όμως γινόταν αντιληπτή η υπόγεια ισχύς της. Ξυπόλητη, αλλά με τα μάτια κλειστά καθ'όλη τη διάρκεια του set, αισθανόταν διάτρητα στο πετσί της κάθε τελευταίο παλμό, οδηγώντας το ακροατήριο στους διαστελλόμενους ρυθμούς της. Σπάνια μεταπείθει τον οποιονδήποτε μπάντα τόσο θετικά, ειδικά όταν η επαφή του δεν έμοιαζε ευνοϊκή περί του στούντιο υλικού της.
Τελευταίο συγκρότημα και ήρωες για την τοπική σκηνή, οι «δικοί μας» Gay Anniversary από τον Βόλο, οι οποίοι ορθώς εμφανίστηκαν στο φινάλε της πρώτης μέρας. Το υπερηχητικό –για τα garage δεδομένα– ύφος τους κυμάνθηκε σε «μόνο θρας» ταχύτητες που θα επισκίαζαν μερικώς τους προαναφερθέντες, ιδιαίτερα όποτε οι αναζωογονημένες διαθέσεις παίρναν φωτιά σε κάθε ευκαιρία. Το μικρόφωνο έκανε βόλτες στο ακροατήριο στα πιο δημοφιλή τους σημεία, χάριν ενός frontman τόσο εκφραστικού, όσο και τσιτωμένου σε ρυθμούς γηπεδικής εκτόνωσης. Αν μάλιστα προσθέσουμε το ακατάπαυστο σφυροκόπημα από πλευράς drum machine, δεν τίθεται απορία γιατί υπήρξε κόσμος που θέλησε να πάρει στιγμιαία ανάσες, αδυνατώντας να εμμείνει στη συμμετοχή του καθ'όλη τη διάρκεια της setlist...