Το εντελώς ετερόκλητο κοινό που κατέκλυσε το Ηρώδειο μπορεί να μην οδήγησε τη βραδιά σε sold-out, όλοι όμως είχαν περιέργεια να δουν το εμπνευσμένο από τη Μαρία Κάλλας οπερετικό όραμα του Αμερικανο-Καναδού καλλιτέχνη. Πόσο μάλλον όταν στο δεύτερο μέρος υπήρχε και το μαξιλάρι ασφαλείας που ονομάζεται «παραδοσιακή συναυλία Rufus Wainwright» (και μάλιστα με ορχήστρα): το 1-2-X παιζόταν λοιπόν μόνο για το πρώτο τμήμα της παράστασης.
Προσωπικά είχα μεν επιφυλάξεις, αλλά την ίδια στιγμή και εμπιστοσύνη στον Rufus Wainwright, τόσο λόγω της εμπλοκής της μητέρας του με την όπερα, όσο και λόγω του σαφούς μουσικού κριτηρίου που διακρίνει τον ίδιο. Όμως τα πράγματα πήγαν στραβά εξαρχής. Πρώτα-πρώτα, αυτό που είδαμε δεν είχε σχέση με την όπερα που παρουσιάστηκε στο Λονδίνο και στη Νέα Υόρκη: δεν υπήρχε θεατρική δράση σε κανένα επίπεδο (αναγκαίο στοιχείο), ενώ οι 4 συνολικά ρόλοι που προέβλεπε το λιμπρέτο είχαν περικοπεί κατά έναν, με το τελευταίο να αποδίδεται απλώς παραθετικά, σε μια οπωσδήποτε μονόχνοτη μεταφορά. Κατανοητό μεν ότι κάτι τέτοιο κρίθηκε αναγκαίο για λόγους σκηνικής οικονομίας, αλλά τελικά δεν υπήρχαν και πολλά πράγματα να δεις κατά τη διάρκεια της Prima Donna.
Το βίντεο που έπαιζε πίσω από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών ήταν μια καλογυρισμένη πλην πεπερασμένης αισθητικής παράθεση εικόνων, που μπορεί μεν να τις ήθελαν ο συνθέτης και ο σκηνοθέτης της συνοδευτικής ταινίας Francesco Vezzoli να πλαισιώνουν την παράσταση, μα έβαλαν μια ομολογουμένως μοναδική τρικλοποδιά στον εγκέφαλο των θεατών. Διότι πολύ απλά η nouvel arlekin λογική τους δεν διέθετε ειρμό, παρά μόνο μια επιτηδευμένη ατμόσφαιρα, με κήπους γαλλικής τεχνοτροπίας, με το (φαντασιακό) μπουντουάρ της Κάλλας, με ενσταντανέ από την επί σκηνής πορεία της και από τον διάσημο δεσμό της με τον Αριστοτέλη Ωνάση και με ηδυπαθή πλάνα από ένα ακαθόριστο φινάλε, που αν κατάλαβε κανείς να με κρεμάσετε από την υψηλότερη καμάρα του Ηρωδείου.
Και ενώ πριν από την έναρξη της ταινίας του Vezzoli για την Κάλλας βλέπαμε στο πανί ένα ακίνητο ενσταντανέ από τη Μήδεια, η ηρωίδα αποδείχθηκε μία αοιδός της όπερας με καταγωγή που όχι μόνο δεν διέθετε κάτι το ελληνικό, μα ίσα-ίσα υπενθύμιζε συνεχώς, κατά εκνευριστικό τρόπο, την εν Παρίσι διαμονή της, όπως και την ιδιαίτερη ακτινοβολία της Πόλης του Φωτός. Μην παρεξηγήσετε τον λόγο μου, αλλά αισθάνθηκα άβολα. Γιατί ως κεντρική θεματική πλασαρίστηκε η Κάλλας, με τον Wainwright πολλάκις να μας ενημερώνει μάλιστα μέσα στο έργο για την εμμονικής διάστασης αφοσίωσή του στο είδωλό της, μα τελικώς μήτε μισή συλλαβή από τη λέξη «Ελλάδα» δεν ακούσαμε –ενώ, αντιθέτως, τη "Μασσαλιώτιδα" μια χαρά πρόλαβε να την ενσωματώσει ο συνθέτης σε ένα γρήγορο πέρασμα. Και όλα αυτά, ενώ είχε το προνόμιο να παρουσιάσει το έργο του μέσα στο Ηρώδειο.
Πάντως έπασχε και το ίδιο το (γραμμένο στα γαλλικά) λιμπρέτο, ως κείμενο. Και ενώ από τους πρώτους κιόλας στίχους φιλοδωρηθήκαμε αναπάντεχα με τη λέξη «κωλαράκια» στην προσπάθεια να αποτυπωθεί ο πανηδονισμός του Παρισιού (όλοι τα κυνηγούν, όπως μας εξηγήθηκε, σε όλη την ευρύτερη περιοχή του Πύργου του Άιφελ) –η οποία προξένησε σούσουρο στις κερκίδες και μάλιστα όχι αρνητικό– τίποτα άλλο στην πορεία του κειμένου δεν δικαιολόγησε αυτό το ξεκίνημα, τίποτα δεν εκφράστηκε με κάποια εκτός «ορίων» γλώσσα. Απεναντίας, βρεθήκαμε σε ένα στέρφο μονοπάτι λόγου γεμάτου επαναλήψεις και κλισέ, διακρινόμενο από έναν πεπερασμένο ρομαντισμό, που ούτε εκείνον των τελών του 19ου αιώνα αντιπροσώπευε, ούτε κι αυτόν της δεκαετίας του 1970, όπου και υποτίθεται διαδραματίζεται ο οπερατικός μύθος της Prima Donna.
Υπήρχε βέβαια η υποσημείωση-δικλείδα ασφαλείας «Εμπνευσμένο από την ομότιτλη όπερα του Wainwright», με την αυτοαναφορικότητα να πορεύεται εδώ με φουλ μηχανές: πρώτη φορά ακούω σύνθετη να εμπνέεται από το ίδιο του το έργο... Και τέλος πάντων, κάτι τέτοιο επουδενί δεν δικαιολογεί μια τόσο άκυρη επιλογή τενόρου. Γιατί ο Antonio Figueroa σε καμία περίπτωση δεν έπεισε με τη χροιά της φωνής του για το πάθος που υποτίθεται εκμαιεύει από την πρωταγωνίστρια. Αντιθέτως, οι Ελληνίδες σοπράνο Τσέλια Κοστέα και Βασιλική Καραγιάννη κινήθηκαν σε ικανοποιητικά επίπεδα, κυρίως η δεύτερη.
Ειδικότερα τώρα για τη μουσική, θα πρέπει να υποσημειώσω εδώ ότι ο ανερχόμενος μαέστρος μας Γιώργος Πέτρου μάλλον δεν είχε καλή επαφή με τις δυναμικές των κρουστών της ορχήστρας που διεύθυνε. Αναιμικά ή και εκτός κλίματος κάποιες φορές, ήχησαν παράταιρα. Η ίδια δε η παρτιτούρα του Wainwright αποδείχθηκε ένα αμάλγαμα από (πολύ) Puccini με ολίγον από Strauss και μια δόση Kurt Veil προς το exodus. Στα συν του έργου είναι ότι απέφυγε τις μεγαλόσχημες συνδέσεις με την όπερα του 19ου αιώνα, κρατώντας την οικονομία του 20ου στη μετώπη, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι η ουβερτούρα δεν ήταν απελπιστικά μεγάλη. Με όλα τα εύστοχα πάντως που επιστράτευσε ο Rufus είτε από τις επιρροές του είτε από το τάλαντό του, δεν κατόρθωσε να κομίσει κάτι ικανό να διεκδικήσει κάποια έστω πρωτοτυπία.
Αναμενόμενα ίσως μετά από όλα τα παραπάνω, το κοινό στο διάλειμμα έδειξε κουρασμένο και ήταν χαρακτηριστικό το πλήθος που κατέβηκε τις σκάλες του Ηρωδείου με φόρα προς τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου –και με φανερή τη διάθεση να μην επιστρέψει. Είχε ήδη πάει 11+, άλλωστε, και προβλεπόταν και δεύτερο σκέλος. Έτσι, όταν πια επιστρέψαμε στο ημικύκλιο του θεάτρου, είδαμε πολλά κενά και στο κάτω διάζωμα, αλλά και στο πάνω.
Η σκηνή τώρα είχε λάβει διαφορετική σκηνοθεσία και το grand piano είχε μεταφερθεί προς τα μπροστά, για να ερμηνεύσει ο Rufus μαζί με την Κρατική Ορχήστρα το δικό του ρεπερτόριο. Τον είχαμε βέβαια ήδη δει, όχι μόνο την ώρα του μπιζαρίσματος στο τέλος του πρώτου μέρους, αλλά και στα δημοσιοσχετίστικα πρωτοέδρανα του Ηρωδείου πριν ξεκινήσει η παράσταση –όπου και κατοικοέδρευσε καθόλη τη διάρκειά της όπεράς του. Γεγονός που προσωπικά μου φάνηκε ολίγον ναρκισσιστικό, γιατί έχουμε συνηθίσει τον συνθέτη να βρίσκεται στο πλάι της σκηνής με αγωνία για το έργο· και όχι καθισμένο, να το απολαμβάνει ως θεατής.
Δεδομένος βέβαια ο ναρκισσισμός του Rufus Wainwright, το γνωρίζουμε. Διόλου δεδομένη, εντούτοις, η κορύφωσή του, που τόσο έκδηλη έγινε στο δεύτερο μέρος της βραδιάς. Έπρεπε ας πούμε να πει κάτι παραπάνω από τα «πόσο χαρούμενος που είμαι εδώ», αν αναλογιστεί κανείς πως πατούσε στο έδαφος το οποίο έδωσε την ηρωίδα και μούσα του. Στο μικρόφωνο βέβαια παραμένει χαρισματικός, θαυμάσαμε ξανά τη φωνή του (ειδικότερα το βιμπράτο της), αλλά και τα τραγούδια του: ξεκίνησε σε κάπως Broadway στυλ με το "April Fools" και συνέχισε με πιο στάνταρ best of εκλογές (π.χ. "Vibrate") για την επόμενη 1,5 ώρα. Έκπληξη στάθηκε η μάλλον ρηξικέλευθη εμφάνιση της Νένας Βενετσάνου στο πλάι του, για την οποία αρκετοί είπαν βέβαια πως περισσότερο ως κράχτης μπήκε στην όλη υπόθεση. Και τα αποτελέσματα ίσως να δικαίωσαν αυτές τις υποψίες, αφού τα δύο τραγούδια που είπε μόνη της συν το ντουέτο της με τον Rufus φάνηκαν ως επιπρόσθετα ενός προγράμματος που πάσχιζε να βρει ταυτότητα.
Παρ' όλη λοιπόν τη γοητεία που κουβαλάει ο Rufus Wainwright, δεν γίνεται να μη σταθεί κανείς στον μπερδεμένο κώδικα αυτής του της εμφάνισης στο Ηρώδειο. Αν ίσως παρακολουθούσαμε αυτόνομα την Prima Donna και τη δική του συναυλία, θα κρίναμε την παρουσία του ως πιο διακριτική. Τώρα όμως φάνηκε σαν ανερμάτιστη παρέλαση ενός παγωνιού.
{youtube}5HRDdEGshyA{/youtube}