Φεύγοντας από το σπίτι την Παρασκευή για την πρώτη μέρα του Plisskën 2015, σκέφτηκα πως μπορεί να βρισκόμασταν μπροστά στο παράδοξο η καλύτερη συναυλία του φεστιβάλ να είχε συμβεί προτού αυτό ξεκινήσει. Η ίδια διοργάνωση έφερε και τους Shellac στο An σαν ένα ιδανικό πρόγευμα και εκείνοι ανταποκρίθηκαν βάζοντας φωτιά στο κατάμεστο υπόγειο των Εξαρχείων. Οφείλω πάντως να σημειώσω πως η εντύπωση άλλαξε, τουλάχιστον ως προς τη βεβαιότητά της, μετά την εμφάνιση των Savages το βράδυ της Παρασκευής. Περισσότερα όμως γι' αυτό, σε άλλη ανταπόκριση.
Στα της Πέμπτης, για να πιάσουμε τα πράγματα με τη σειρά τους, αυτοί που άνοιξαν τη συναυλία των Shellac ήταν οι Bokomolech, 18 χρόνια μετά την προηγούμενη φορά. Ομολογώ πως είχα μια περιέργεια να τους δω, σαν κι εκείνη που αισθάνεσαι όταν βλέπεις έναν καλό φίλο με τον οποίον έχετε χαθεί για χρόνια: θες να μάθεις τα νέα του, τι κάνει τώρα στη ζωή του, όχι μόνο να ανασύρεις το κοινό σας παρελθόν.
Και οι Bokomolech κάπως έτσι πρέπει να το είδαν το πράγμα· έχουν άλλωστε παρόν και φαίνεται πως έχουνε και μέλλον, αφού έπαιξαν και δύο (αν θυμάμαι σωστά) νέα τραγούδια. Ο ήχος τους βέβαια αντλεί αρκετά από τους τότε βηματισμούς τους –και, ως ένα σημείο, δεν θα μπορούσε να γίνει και διαφορετικά. Δεν παίρνουν έτοιμους τρόπους, πάντως, απλώς συνεχίζουν εκείνη την πορεία που σταμάτησε στο Exit (Trance) το 2003 και συνεχίστηκε στο Mass Vulture του 2012. Δεν εκπλήσσουν, αλλά μπορούν ακόμα να κάνουν τον ήχο να δονείται.
Ήταν πολύ καλοί στις ρυθμικές τους ισορροπίες, ομοίως κι όταν έβαζαν στο παιχνίδι εκείνον τον όγκο από παραμορφωμένες κιθάρες. Ίσως κάποιες από τις κορυφώσεις τους να μην απέφυγαν το στερεοτυπικό, ίσως, ακριβέστερα, οι αραιώσεις τους να υπήρξαν πιο εύστοχες από τις πυκνώσεις (ακριβώς γιατί άφηναν χώρο σε εκείνες τις ισορροπίες). Ίσως και γενικά η μουσική τους να μην είναι ό,τι λέμε «up-to-date», όμως κι αυτό, αν το κοιτάξουμε καλύτερα, ίσως να είναι μια μπούρδα και μισή: τι σημαίνει «up-to-date», ποιος το ορίζει και με τι κριτήρια;
Δικαίως, λοιπόν, οι Bokomolech συγκέντρωσαν την προσοχή του ήδη γεμάτου An, όπως και τα χειροκροτήματα στο τέλος. Ο δρόμος είχε πλέον στρωθεί και η κύρια αιτία της κοσμοσυρροής, το τρίο των Steve Albini, Todd Trainer & Bob Weston, ήταν έτοιμο να τον χαλάσει. Όπως δηλαδή όφειλε να κάνει…
Στις συναυλίες, το ξεχαρβαλωμένο τους ροκ εν ρολ γίνεται σαρωτικό. Φαίνεται δηλαδή πως παίρνει έναν επιπλέον δυναμισμό σε σχέση με τις ηχογραφήσεις, ίσως επειδή γίνονται περισσότερο ξεκάθαρες όλες οι παραδοξότητες και οι αντινομίες που το τροφοδοτούν· τις «βλέπεις» να ανεβαίνουν κι εκείνες στη σκηνή για να δώσουν μια παράλληλη παράσταση. Εννοείται ότι και τα riff καθ’ αυτά έχουν σημασία, περισσότερη όμως έχει η τοποθέτησή τους, η νοηματοδότησή τους μέσα σ’ αυτή τη δεξαμενή ιδιοτροπίας.
Οι ρυθμοί συχνά μεταπηδούσαν από τα 4/4 στα 3/4 ή στα 9/8 (ή σε αρκετές παραλλαγές ενδιάμεσα), μένοντας όμως πάντοτε εκεί, δομώντας και αποδομώντας μια γκρούβα που έμοιαζε πάντα έτοιμη να φυτιλιάσει. Παρούσα και η ακραία, σε κάποιες περιπτώσεις, επαναληπτικότητα· όπως και η απογυμνωμένη, σχεδόν πρωτόγονη, αισθητική· αλλά και το πανκ που ήταν ταυτόχρονα και nerd, φυσικά και ο σουρεαλισμός που οι Shellac ενσωμάτωναν σε στίχους, παιξίματα και κίνηση. Δεν είναι όμως μια περιφερόμενη παραξενιά οι Αμερικανοί ή τουλάχιστον δεν είναι μόνον αυτό. Η μουσική τους είναι εγγενώς ανατρεπτική, επειδή μπορεί να ανατρέπει πρώτα απ’ όλα τον εαυτό της και ύστερα τις «κανονικότητες» του ροκ εν ρολ. Και μέσα από τις ανατροπές είναι που βρίσκει τον δικό της δρόμο για να φτάσει σε μια καθαρή μορφή πώρωσης –το άγιο δισκοπότηρο του ροκ εν ρολ.
Λίγη σημασία είχε επομένως αν το κομμάτι που παίζανε ερχόταν από το μακρινό 1993 (το “Wingwalker”) ή από το περσινό Dude Incredible. Έτσι κι αλλιώς, οι Shellac δεν αναπαρήγαγαν απλώς τα τραγούδια τους, αλλά τα έκαναν να συμβαίνουν, τους έδιναν την ορμή του εδώ και του τώρα. Εξ ου και δεν ήταν περίεργο ότι το αίσθημα της νοσταλγίας –συνήθως υπαρκτό όταν ακούς «παλιά αγαπημένα»– είχε σχεδόν εξοριστεί. Τουλάχιστον μου φάνηκε έτσι όταν έκαναν εκείνη τη διάσπαρτη αναδρομή σ’ έναν δίσκο που είχα λιώσει στην εποχή του, το 1000 Hearts (θυμάμαι μέσα στο σετ τα κομμάτια “Prayer To God”, “Squirrel Song” και “Watch Song”)· μόνο περισσότερη πώρωση, επειδή ήταν το οικείο εκείνο που επρόκειτο να παραδοθεί στην ανατροπή της στιγμής.
Θα πρέπει να παίξανε κάτι λιγότερο από 2 ώρες οι Shellac, δείχνοντας πόσο απλό και φλογισμένο μπορεί να γίνει αυτό το ρημάδι το ροκ εν ρολ, όταν είσαι διατεθειμένος να πιαστείς από το πνεύμα του και να μην εγκλωβιστείς στο γράμμα του.
{youtube}07_8ED2eyMI{/youtube}