Δεν ήταν μόνο το ελαφρύ ψύχος που αγκάλιασε γλυκά την Αθήνα τα τελευταία βράδια, ούτε και το σχετικά ήσυχο Σαββατόβραδο τα οποία μας έφεραν μέχρι την είσοδο του (εντυπωσιακού) πολυχώρου Gazarte, προς παρακολούθηση της συναυλίας ενός παλιού γνώριμου στο ελληνικό κοινό των mid-30s ηλικιών και των 1990s alternative προτιμήσεων.
Ήταν κι εκείνη η μυσταγωγική, γαλήνια διάθεση που μας δημιουργήσε η επίσκεψη των Low, 2 περίπου εβδομάδες πριν (βλ. εδώ), όπως βέβαια και οι μνήμες από το αντίστοιχο συναυλιακό παρελθόν. Μνήμες γεμάτες με εμφανίσεις των Tindersticks, του Chris Eckman και της Carla Torgenson ή των Walkabouts, μα και όλων εκείνων των καλλιτεχνών που έχουν μια σαφή ροπή και έφεση στο τελετουργικό του low rock, των χαμηλών δυναμικών, των περίτεχνα συνυφασμένων φωνών που φλερτάρουν με το bluegrass, την country, την americana, μα και με τη soul ανά στιγμές, χωρίς ν’ απαρνιούνται τα απρόσμενα grunge ‘n’ roll ξεσπάσματα.
Ένα τέταρτο λοιπόν μετά τις 10 το βράδυ του περασμένου Σαββάτου, ο Josh Haden κατέλαβε τη σκηνή του Gazarte με τη Spain παρέα του: έναν έγχρωμο ντράμερ αριστερόχειρα, με μεγάλη ικανότητα και στα δεύτερα φωνητικά κι έναν παλαιάς κοπής κιθαρίστα, ο οποίος φαινόταν –και ακουγόταν– να γνωρίζει καλά τόσο τα λιτά licks της μπλουζ κιθαριστικής παράδοσης, όσο και τα μπητλικά τερτίπια στο ukulele.
Λιγομίλητος ο Haden, φέροντας σίγουρα το «όνομα βαρύ σαν ιστορία» του πατέρα του (του εξαιρετικού κοντραμπασίστα της τζαζ, Charlie Haden), ξεκίνησε το σόου χωρίς πολλά-πολλά, οδηγώντας τους Spain σε μία setlist εύθραυστα μυσταγωγική και χαμηλόφωνη, επενδύοντας σε τραγούδια από τη δεκαετία του 1990 –τα οποία φάνηκαν οι περισσότεροι να γνωρίζουν– αλλά και από τις πιο πρόσφατες κυκλοφορίες. Από τις slowcore στιγμές τύπου “In My Soul” και “To Be A Man”, κατά τις οποίες δεν ακουγόταν κιχ από το ακροατήριο, μέχρι το χιτάκι “Untitled #1” από το ντεμπούτο τους, το ολιγομελές σχήμα κράτησε το κοινό προσηλωμένο επιμελώς ατημέλητα (θα εξηγηθώ λίγο παρακάτω), καθ’ όλη τη διάρκεια της μιάμισης ώρας που διήρκησε η συναυλία τους.
Ο Haden, έχοντας περασμένο ένα τετράχορδο ηλεκτρικό μπάσο Fender γύρω από τον ώμο του, μας τραγούδησε για όλα αυτά που συνηθίζει να γράφει: για τις ανθρώπινες σχέσεις, τις απώλειες, τα λάθη και τις αδυναμίες, αλλά και για τα συμπλέγματα εκείνα που οδηγούν σε μια κάποιου είδους αυτοάμυνα μέσω της παροδικής έπαρσης ή ακόμα και της αλαζονείας (βλ. “Miracle Man”). Επιπλέον, δεν έλειψαν και τα περάσματα από τη θεολογική οπτική των πραγμάτων (“Let Your Angel”, ένα μαγικό τραγούδι, πραγματικά), αλλά και από τη συνειδητοποίηση μιας αισιόδοξης και ελπιδοφόρου αυτάρκειας (στο “I’m Still Free”).
Ο ήχος και το ύφος του τραγουδοποιού, έφεραν στο μυαλό όλα εκείνα τα αγαπημένα αμερικάνικα γκρουπ: τους Eels και τους Ween, μα και τον Ben Harper (και όχι τόσο τον Jack Johnson) και βέβαια τον Neil Young με τους Crazy Horse, ακόμα δε και τους Pixies, όταν δεν παραφέρονται και δεν ξεσπούν σε παροξυσμούς γεμάτους παραμόρφωση. Γιατί όμως εκείνο το «επιμελώς ατημέλητα»; Με ερμηνεία ασταθή αλλά χαριτωμένη, μ' ένα μέταλλο στη φωνή που σε κερδίζει κι έναν συναισθηματισμό σε όλη του την υπόσταση, o Haden αφήνει το άστρο του να λάμψει καθιστώντας το αποτελεσματικά αυτόφωτο. Χωρίς υπερβολές, μα και δίχως να είναι και «ό,τι καλύτερο έχεις ακούσει στη ζωή σου».
Ακόμα, η παιδικότητα στις αρμονικές και συνθετικές δομές των τραγουδιών των Spain, αλλά και η αντιστικτική –εν τέλει– κατάθεση σε σχέση με το έργο του αείμνηστου πατρός του μπροστάρη τους, καθιστά το γκρουπ σημείο αναφοράς σε αυτό που ακριβώς κάνει: με απλά υλικά δημιουργεί κάτι ανοιχτό σε ερμηνείες, το οποίο προσφέρεται για κάθε γούστο, διάθεση και στιγμή. Τα φωνητικά των δύο συνοδοιπόρων του Haden έπλεκαν διαρκώς το εγκώμιο της δικής του φωνής, υφαίνοντας όμορφες αρμονίες γύρω της, ενώ κάθε κυματομορφή της μουσικής που ακούσαμε στο Gazarte ήταν τόσο περίτεχνα εύθραυστη και κομψή, ώστε νόμιζες πως, αν μιλούσες ή έβηχες, θα θρυμματιζόταν άδοξα στο πάτωμα.
Και αφού η ώρα πέρασε ευχάριστα και ήσυχα, το encore ήρθε αβίαστα γύρω στις 11 και μισή: μία 20λεπτη σύνθεση με μπόλικο σπασμωδικό μονοφωνικό jam στη σκαφάτη κιθάρα, στο στιλ του Neil Young. Και, για πρώτη φορά, δυνατές εντάσεις από σκηνής, με τύμπανα να δίνουν δυναμικά τον ρυθμό κι ένα μπάσο να παίζει ρυθμικά, λιτά μα αποφασιστικά μια μπλουζ ψυχεδελική στιγμή, με το ύφος βέβαια των Spain να δίνει το ζωηρό παρών διαρκώς. Καθώς έφτανε και τούτη η χαιρετούρα στο τέλος της, σκεφτόμουν πως οι χαμηλότερων δυναμικών συνθέσεις τους σίγουρα σε γοητεύουν περισσότερο απ’ ό,τιδήποτε άλλο. Κάθε απόκλιση ή τσαλκάντζα είναι, κατά τη γνώμη μου, τουλάχιστον αχρείαστη.
Έχοντας λοιπόν την ευκαιρία να παρακολουθήσω τον πρώτο σταθμό στη φετινή ευρωπαϊκή περιοδεία των Spain, υποπτεύομαι πως, παρ’ όλο που αποτελούν ένα από τα αγαπημένα γκρουπ των 1990s για μένα, χρειάζονται ακόμα «ξεπάγωμα» και χιλιόμετρα εκ νέου στον δρόμο (αλλά και μεταξύ τους), έτσι ώστε να προσφέρουν ένα ακόμα πιο δεμένο αποτέλεσμα επί σκηνής. Σίγουρα, πάντως, μας χάρισαν μια βραδιά όμορφη και αξιομνημόνευτη, παρ’ όλη τη μικρή προσέλευση και τις όποιες «παραφωνίες» εκ μέρους τους. Οι οποίες –να τονίσω– ήταν μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού και δεν σταθήκαν αρκετές για να σπιλώσουν ούτε τη συναυλία, ούτε τη διάθεσή μας.
{youtube}wkDq0l4btBA{/youtube}