Μου αρέσουν οι Irrepressibles, γαμώτο...
Κυρίως για την αβίαστη, σχεδόν ερωτική, σχέση του Jamie Mc Dermott με το μικρόφωνο. Ο οποίος έχει μια ευγενική παρουσία στη σκηνή: σαν ένας μικρός Antony Hegarty (χωρίς τους τόμους καλλιέργειας) και σαν μικρός Scott Walker (χωρίς το δαιδαλώδες μπαρόκ σύμπαν). Ένας ταλαντούχος τραγουδιστής που αντιλαμβάνεται σαν αποστολή του να κατακτήσει το κοινό κάθε φορά από την αρχή.
Την αποστολή του είχε αναλάβει να κάνει εύκολη η δική μας Dusk. Και το κατάφερε. Όχι γιατί ζέστανε κατάλληλα το κοινό ή γιατί προετοίμασε το έδαφος και την ατμόσφαιρα στο χαλαρής προσέλευσης Gazarte, αλλά γιατί αποξένωσε τόσο πολύ τους παρευρισκόμενους σε σχέση με τη σκηνή, ώστε όταν ανέβηκε o Mc Dermott νιώσαμε τόση αγαλλίαση που κάτι «κανονικό» συνέβαινε επιτέλους εκεί. Πραγματικά, η Dusk αδυνατούσε –ακόμα και στα πιο απλά τραγούδια– να προσπεράσει την ηδυπάθεια και τα αποχυμωμένα, άχρωμα φωνητικά της. Σαν να μην προσπαθούσε δηλαδή να αποδείξει την όποια αξία της, μα να καλύψει το κενό περιεχόμενο.
Δεν φταίει βέβαια η ίδια για τις απαιτήσεις, αλλά όσοι προσπαθούν να την επιβάλουν ως το θηλυκό new entry στη φρέσκια σοδειά υποσχόμενων ονομάτων. Και θα ήμασταν μαζί τους αν υπήρχε μια τόση δα κλιμάκωση, μια έστω προσπάθεια για κάτι συναρπαστικό. Όμως η Dusk δεν μπόρεσε να υποστηρίξει ούτε το χιτάκι της "What Are The Chances?", το οποίο σώζεται στα αυτιά μου σαν μια υγιής σκυτάλη των πρώιμων ηχογραφήσεων των Πυξ Λαξ. Αντί αυτού, ωστόσο, εισπράξαμε μια κλαταρισμένη εκτέλεση του "Wicked Game"...
Οι Irrepressibles απ' την άλλη κέρδισαν το στοίχημα χάρη στις λακωνικές τους μελωδικές γραμμές και στη θέρμη με την οποία αγκάλιασαν το υλικό τους. Χωρίς πόζα και περιττή, θεατρική υπερπροσπάθεια. Το σπαρακτικό φαλσέτο του Jamie ώρες-ώρες έδειχνε λες και ξεχυνόταν από τα ηχεία του Gazarte, ενώ ο ίδιος εμφανίστηκε συνεσταλμένος και λακωνικός στην αρχή, ξεθαρρεύοντας στην πορεία, όταν κι έκανε χιούμορ μαζί μας κι έχτισε έξυπνες γέφυρες με το κοινό με την εξωλεκτική του επικοινωνία. Φιλόδοξοι σαν performers αλλά γειωμένοι στη σκηνή, οι Irrepressibles παρέδωσαν λυρικό συναισθηματισμό και νεύρο σε ισόποσες ποσότητες. Επιπλέον, η μπάντα διαθέτει τη σπάνια ικανότητα να μην κραυγάζει τον γκέι ακτιβισμό της, αλλά να τον διοχετεύει όμορφα στη μουσική της, αποφεύγοντας την παγίδα του στρατευμένου καλλιτέχνη.
Την καλή εμφάνιση υπονόμευσε ελαφρά η απουσία ρεύματος, καθώς η συναυλία ήταν σχεδόν απόλυτα ακουστική. Και πρέπει να είσαι μπάντα επιπέδου Bad Seeds ή έστω Tindersticks για να φέρεις εις πέρας μια ως επί το πλείστον unplugged performance, απογειώνοντας τον λυρισμό των τραγουδιών σου. Κι όσο και να πατούν σε καλοβαλμένες μελωδικές γραμμές, οι Irrepressibles δεν βρίσκονται σε τέτοιο επίπεδο. Πάντως αυτό που είδαμε ήταν στο σύνολό του ένα ξάστερο και τίμιο λάιβ, το οποίο άφησε μονάχα μία αμήχανη αίσθηση στο τέλος, όταν τα μέλη της μπάντας έμειναν στη σκηνή και πουλούσαν(!!!) τα CD τους, υπογράφοντας πάνω σε εκείνα. Ανήκω στο κοινό που θέλει τη μαγεία του καλλιτέχνη να εξαφανίζεται πριν ανάψουν τα φώτα· σαν να τελείωσε το όνειρο.
Όμως μου αρέσουν οι Irrepressibles, γαμώτο...
{youtube}TKHcb8Zs9Jc{/youtube}