100-150 άνθρωποι (μία γεμάτη Death Disco, με άλλα λόγια) να χειροκροτούν ζεστά τη Molly Nilsson μετά το πέρας της εμφάνισής της κι εγώ να σιχτιρίζω. Είναι περίεργο να διαπιστώνεις πως η εκτίμησή σου βρίσκεται σε τόσο ριζική αντίθεση με το κοινό αίσθημα –αναρωτιέσαι μετά για διάφορα... Για το ενδεχόμενο λ.χ. η πραγματικότητα να περιλαμβάνει στοιχεία τα οποία υπερβαίνουν τη δική σου δυνατότητα αντίληψης· ή για το αν η δυσαρμονία αυτή οφείλεται στο ότι αξιολογείς ως σημαντικά πράγματα που για τους υπολοίπους είναι αδιάφορα (κι αν κάτι τέτοιο ισχύει, τότε πού βρίσκεται το «σφάλμα», σ’ εσένα ή στους υπολοίπους;). Υπάρχει βέβαια κι ένα τρίτο ενδεχόμενο, να δουλευόμαστε όλοι μεταξύ μας –το οποίο όμως μπορεί να ξεφύγει, οπότε δεν είναι της παρούσης.
Πέστε μου όμως εσείς, πώς θα αντιδρούσατε αν πηγαίνατε σε μια συναυλία με όλη την καλή σας διάθεση (δηλαδή σ’ ένα μουσικό γεγονός το οποίο θεωρητικά στηρίζεται στο ζωντανό) και σας έβγαινε καραόκε; Όχι ένα λάιβ που είχε κάποια περισσότερα προηχογραφημένα από όσα μπορείτε να αντέξετε, αλλά κανονικό καραόκε! Το οποίο βεβαίως είχε προλάβει να καλυφθεί πίσω από όμορφες γενικολογίες, τύπου «do it yourself» ή «one woman show», αληθείς μόνον ως προς το σκέλος της μοναχικότητας. Γιατί για σόου, ούτε λόγος.
Ένα καραόκε, το οποίο έδειχνε μάλιστα να είναι και βαριεστημένο: κάπως σαν μια υποχρέωση που έπρεπε να βγει. Επί σκηνής, η Molly Nilsson μ’ ένα μικρόφωνο κι ένα μηχάνημα για την αναπαραγωγή της μουσικής· πατούσε το play, κοιτούσε το άπειρο και τραγουδούσε. Και θα μπορούσε πολύ εύκολα να ντουμπλάρει και τη φωνή της, δεν θα είχε σημαντική διαφορά. Βλέπετε, τη στιγμή που η φωνή και η φυσική παρουσία της ήταν τα μόνα «ζωντανά» στοιχεία που στοιχειοθετούσουν την performance, περίμενες πως κάτι θα κάνει με δαύτα για να κεντρίσει την προσοχή: ένα παιχνίδι με τη φωνή (δόξα τω Θεώ, η τεχνική της λούπας έχει από καιρό φύγει από τα στενά όρια της avant-garde πρωτοπορίας), μια ενεργητική κινησιολογία, κάτι. Δεν υπήρχε όμως τίποτα. Το ίδιο μονότονο μουρμουρητό για τραγούδι και μια οικονομία κινήσεων η οποία συνήθως χαρακτηριζόταν από κατατονικές βόλτες στα λίγα τετραγωνικά γύρω από το μικρόφωνο. Και στα ενδιάμεσα των τραγουδιών, η Nilsson να παραδέχεται (υπό τη μορφή αστείου), ότι δεν έχει κάνει τον κόπο ούτε τη λίστα με τη σειρά των τραγουδιών να γράψει σε ένα ρημαδοχαρτί…
Δεν λέω, καθ’ αυτά τα κομμάτια της Nilsson έχουν ένα ενδιαφέρον. Τα μπουκωμένα σύνθια ή τα σκονισμένα (ψεύδο)μπιτ φτιάχνουν μια καλοστεκούμενη κλειστοφοβική ποπ. Εδώ όμως δεν κρίνεται αυτό –ή τουλάχιστον δεν κρίνεται πρωταρχικά αυτό. Κρίνεται το πώς η εν λόγω καλοστεκούμενη ποπ μπορεί να λειτουργήσει, αφημένη έστω και αμυδρά στο ζωντανό και στο επί τόπου. Και κάτι τέτοιο όχι μόνο δεν συνέβη την Παρασκευή στη Death Disco, αλλά είχε αποκλειστεί εξ αρχής το ενδεχόμενο να συμβεί.
Πριν πάντως από τη Molly Nilsson, είχε λάιβ. Η Melentini παρουσίασε μια διαφορετική εκδοχή των τραγουδιών της, έχοντας στο πλάι της το λάπτοπ του Pan Pan αντί για μια ολόκληρη μπάντα. Και μολονότι οι τραγουδιστικές φόρμες της παρέμειναν κυρίαρχες, εντούτοις υπήρχαν πολλά που εξαρτιόνταν από εκείνο το «επί τόπου». Γνώμη μου βέβαια είναι πως τελικά η δυναμική των κομματιών αδυνάτιζε –μην έχοντας την ενορχηστρωτική λεπτομέρεια να δουλεύει υπέρ της. Θα περίμενα, επίσης, αυτή η αλλαγή του πλάνου εκτέλεσης να κάνει τις ισορροπίες λιγάκι πιο εύπλαστες. Η διάδραση ωστόσο μεταξύ Melentini και Pan Pan διατήρησε το ενδιαφέρον της, αφενός γιατί ερχόταν φορές που το κενό της ενορχήστρωσης γινόταν το ίδιο ένα στοιχείο έντασης• και αφετέρου γιατί, σε γενικές γραμμές, οι δυο τους λειτουργούσαν καλά μέσα στις αντιθέσεις τους, λ.χ. όταν η εύθραυστη τραγουδοποιία της Melentini συναντούσε τα μετα-χιπ χοπ brakes του Pan Pan.
{youtube}Pm0xknYC3qw{/youtube}