Το τίτλο του (μέχρι στιγμής) συναυλιακού γεγονότος του 2013 τον είχε κερδίσει και πριν τη διεξαγωγή της η συναυλία των Depeche Mode. Μεγάλο όνομα, μεγάλη και η δίψα του κόσμου για μια ζωντανή τους εμφάνιση, με τις μνήμες από την επεισοδιακή ακύρωση του 2009 ακόμα νωπές στον νου αρκετών. Ο χώρος διεξαγωγής ίδιος, ο Dave Gahan γερός ετούτη τη φορά και ο κόσμος πάλι παρών, για μία ακόμα συναυλία των Βρετανών, με τον αριθμό να ανέρχεται σε κάμποσες χιλιάδες (το νούμερο που «κυκλοφορεί» μέχρι στιγμής είναι πάνω από 30.000).
Βέβαια, το ότι φέτος δεν υπήρξε πρόβλημα από την πλευρά του συγκροτήματος δεν συνεπάγεται ότι δεν υπήρξαν γενικότερα προβλήματα. Η επάνω πύλη του χώρου λ.χ. είχε σοβαρό θέμα ροής, με τον κόσμο να συσσωρεύεται, να στριμώχνεται, να μπλέκει την ουρά για την είσοδο με εκείνη της έκδοσης εισιτηρίων, με αποτέλεσμα κάποιοι που θέλανε να αγοράσουν εισιτήριο να βρίσκονται ακινητοποιημένοι στην ουρά για το πάρκο και αντίστροφα. Χαρακτηριστική, επίσης, η απουσία υπαλλήλων όσο διαδραματίζονταν τα παραπάνω: κόσμος γύρω-γύρω έψαχνε να ενημερωθεί προς τα πού έπρεπε να κατευθυνθεί, χωρίς όμως να βρίσκει απαντήσεις. Το σύστημα με τα barcodes δεν λειτούργησε ομαλά, εξού και η μάζωξη τόσων ανθρώπων με μηδαμινή (επί της ουσίας) ροή. Χώρια βέβαια το γνώριμο πλέον θέμα του πάρκινγκ και του περπατήματος μέχρι το Terra Vibe.
Ως συνέπεια των παραπάνω, βρέθηκα στον κυρίως συναυλιακό χώρο στα τελειώματα της εμφάνισης των Fox –για τους Space Blanket που προηγήθηκαν ούτε συζήτηση... Υπήρχαν ωστόσο και τα χειρότερα: κόσμος δηλαδή που, όπως πληροφορήθηκα, έχασε και μέρος της εμφάνισης των Depeche Mode. Όσο για τους Fox, ήταν συμπαθείς εκ πρώτης όψεως, με κεφάτη electro pop διάθεση, αλλά χωρίς αυτό το «κάτι» που θα έκανε τον κόσμο να ασχοληθεί ιδιαίτερα μαζί τους. Αποδείχθηκε άλλωστε και από τη χαλαρή κουβεντούλα στην οποία είχαν επιδοθεί σχεδόν άπαντες.
Οι Depeche Mode τώρα αποδείχθηκαν Βρετανοί και στο ραντεβού τους, αφού βγήκαν επί σκηνής λίγο μετά την ανακοινωμένη ώρα έναρξης (21:00). Ο χρόνος έχει κάνει αισθητά τα σημάδια του στην εξωτερική τους εμφάνιση, κάτι όμως που δεν επηρέασε την απόδοσή τους. Ξεκίνημα ίδιο με την έναρξη του τελευταίου τους δίσκου, Delta Machine. Τουτέστιν “Welcome To My World” και “Angel”, δηλώνοντας ξεκάθαρα πως το συγκεκριμένο λάιβ θα αποτελούσε μέρος της προώθησης του καινούργιου άλμπουμ (με ό,τι μπορεί να συνεπάγεται κάτι τέτοιο για τη setlist). Βέβαια, τα “Walking In My Shoes” και “Black Celebration” τα οποία ακολούθησαν χαροποίησαν ιδιαιτέρως το μέρος του κοινού που είχε έρθει για τα «παλιά», κι ας τρύπωσε ενδιάμεσά τους και το “Precious” (από το Playing The Angel).
Αν και ώριμος ηλικιακά, o Dave Gahan διατηρεί την ενέργειά του. Έστω κι αν φωνητικά παρατηρήθηκαν στιγμές που τα πράγματα δεν του βγήκαν όπως μάλλον θα ήθελε (π.χ. στο προαναφερθέν "Precious"), τα λικνίσματα και τα κουνήματα των γοφών έδειξαν έναν ενεργητικό περφόρμερ. Ο Martin Gore, από την άλλη, αποδείχθηκε πολυπράγμων: άλλοτε τον βλέπαμε στα μετόπισθεν να χειρίζεται τα synths του, άλλοτε μετακόμιζε μπροστά για να πιάσει την εξάχορδη ή και να τραγουδήσει σε ουκ ολίγες περιπτώσεις. Ο Andy Fletcher πάλι έμεινε ταμπουρωμένος πίσω από τα πλήκτρα του, καθ' όλη σχεδόν τη διάρκεια της βραδιάς.
Συνέχεια στη συναυλία με το “Policy Of Truth” –ένα από τα καλύτερα τραγούδια τους– ενώ μετά επανήλθε το Delta Machine υλικό, με το “Should Be Higher”. Το “Barrel Of A Gun”, αν και θεωρητικά θα έπρεπε να αποτελεί highlight, κατέληξε στιγμή αμηχανίας, καθώς παίχτηκε σε μια εκδοχή που πολύς κόσμος δεν αναγνώρισε, απέχοντας αισθητά από το πρωτότυπο. Περισσότερο λοιπόν θα θυμόμαστε την κιθάρα σε σχήμα αστεριού την οποία κρατούσε ο Gore, παρά την εκτέλεση αυτή καθ' αυτή. Ο Gore θα συνέχιζε μάλιστα να συγκεντρώνει τα βλέμματά μας, μιας και τραγούδησε μόνος του τα “Higher Love” και “When The Body Speaks”, ο ακουστικός χαρακτήρας των οποίων (αλλά και οι ευαισθησίες τους) έριξαν αισθητά τους τόνους της εμφάνισης. Ο κόσμος πάντως ανταπέδωσε με θερμό χειροκρότημα.
Κάπου εκεί επιστρέφει στο προσκήνιο ο Gahan υπό τους ήχους του "Happy Birthday" –είχε τα γενέθλιά του μια ημέρα πριν. Ακούστηκαν κατόπιν τα δύο singles του Delta Machine (“Heaven” και “Soothe My Soul”), ενώ αξιοπρόσεκτη στάθηκε η παρουσία του “A Pain That I'm Used To” στην εκδοχή του Jacques Lu Cont. Όσο περνούσε η ώρα, εντωμεταξύ, τόσα πιο γερά χαρτιά πέφτανε στο συναυλιακό τραπέζι, με τα “A Question Of Time”, “Enjoy The Silence” και “Personal Jesus” (με μια αργή, ηδονιστική αρχή) να κάνουν τον κόσμο να χορεύει χωρίς να τον νοιάζει η ενδιάμεση παρουσία νέων κομματιών (“Secret To The End”, “Goodbye”). Ώρα κάπου εκεί για encore, με “Home” και “Halo” στο remix των Goldfrapp, ενώ για το τέλος ακούμε τα παιχνιδιάρικα 1980s πλήκτρα του “Just Can't Get Enough”, το ανατριχιαστικό “I Feel You” και το “Never Let Me Down Again”, που έκλεισε μια επιβλητική από χρονικής άποψης εμφάνιση, η οποία ξεπέρασε τις δύο ώρες, αφήνοντας πάντως αρκετούς από μας με μια γλυκόπικρη γεύση.
Ξέροντας το περπάτημα που μας ανέμενε και με την έξοδο να αποδεικνύεται όσο χρονοβόρα υπήρξε και η είσοδος, οι συζητήσεις για το λάιβ άναψαν από νωρίς στην αποχώρηση από το Terra Vibe. Πολλά τα τραγούδια από το Delta Machine, πολλές και οι επιτυχίες των Depeche Mode που δεν ακούστηκαν, κάτι που αρκετοί σχολίασαν αρνητικά, ενώ άλλοι το δικαιολόγησαν στη βάση του χαρακτήρα της νυν περιοδείας. Η απόδοση πάντως των Βρετανών δεν δίχασε: ήταν ομολογουμένως καλή, διαθέτοντας επαγγελματισμό και ελεγχόμενο κέφι, με ήχο σε εξαιρετικά επίπεδα. Έγινε όμως εμφανές ότι έλειπε το κάτι παραπάνω, εκείνο που θα μας έπαιρνε τα μυαλά.
{youtube}q98NvRvfCd4{/youtube}