Αν μπορώ να το θέσω σχηματικά, οι Hidden Orchestra βρίσκονται στο μυαλό μου περίπου ως εξής: ένα συγκρότημα το οποίο μπορεί να μην διαθέτει (μέχρις ώρας τουλάχιστον) τη στόφα του πρωτοπόρου, αλλά καταφέρνει και χωνεύει τις επιρροές του με κομψό και σχετικά δημιουργικό τρόπο. Κι αν τούτο καθιστά την υπέρβαση δεδομένων και προϋπαρχόντων γραμμών πρακτικώς αδύνατη (μιας που στην ουσία μιλάμε πλέον για ετεροκαθορισμό), η μουσική των Hidden Orchestra ακολουθεί μια ικανοποιητική κοινή συνισταμένη των εδαφών επί των οποίων εκφράζεται. Ο λόγος για μια προσέγγιση που έχει ρίζες (ή έστω τους αρχικούς καρπούς της) στην ενδιάμεση της τζαζ και της electronica φύση των Red Snapper (διαμορφωμένη ήδη από τα μέσα των 1990s) και φθάνει στο σήμερα δια μέσω συγκροτημάτων όπως οι Cinematic Orchestra, οι Kilimanjaro Darkjazz Ensemble ή εταιρειών όπως η Ninja Tune, η Tru Thoughts ή και η Denovali (με την dark jazz πτέρυγά της).
Έπειτα από το live του Σαββάτου, η άποψή μου δεν άλλαξε. Οι Hidden Orchestra έδωσαν μια ωραία και χορταστική συναυλία στο 6 D.O.G.S., δεν είχαν όμως αυτό το κάτι που θα μπορούσε να την απογειώσει. Μπορεί δηλαδή να διέθεταν στιβαρά ρυθμικά –ικανά να θέσουν μυαλό και σώμα σε (ελαφριά έστω) κίνηση– όμορφες ατμόσφαιρες, ορισμένες καίριες λυρικές παραπομπές και αρκετούς έξυπνους τρόπους για να δένουν όλα τα παραπάνω, είχαν όμως και μια τάση να τιθασεύουν τα πράγματα πριν αυτά μπορέσουν να εξελιχθούν και να αποκτήσουν τη δυναμική μίας συναυλιακής περίστασης. Στο μυαλό μου τουλάχιστον, ένα πράγμα είναι η πιστή αποτύπωση ενός δισκογραφικού στίγματος σε μια συναυλία και ένα άλλο η ζωντανή διαμόρφωση ενός μουσικού γεγονότος με βάση αυτό.
Έβλεπες ας πούμε επί σκηνής δύο ντράμερ. Ο ένας (Jamie Graham) δεξιοτέχνης, προφανώς σπουδαγμένος, αλάθητος, άψογος στις δυναμικές του και με χαρακτηριστική ευχέρεια στην εναλλαγή μεταξύ drum machine και αναλογικών τυμπάνων. Ο ρυθμός εξαρτιόταν κυρίως από εκείνον και βρισκόταν σε καλά χέρια (είναι αυτό που λέμε ότι μικρός είχε καταπιεί μετρονόμο). Ο έτερος (Tim Lane), εμφανώς λιγότερο ευρυμαθής και με ένα κάπως ανορθόδοξο στυλ, έπαιζε κυρίως πάνω στους κεντρικούς ρυθμούς, προσφέροντας τονισμούς ή γεμίσματα. Έπαιρνε όμως σε αρκετές στιγμές πάνω του τον ρυθμό, δείχνοντας ικανός να προσφέρει το απρόβλεπτο. Και οι δομές ορισμένων θεμάτων, έτσι όπως άνοιγαν για να χωρέσουν το γνωστό παιχνίδι «ερώτησης-απάντησης», φαινομενικά ευνοούσαν αυτό το απρόβλεπτο· αυτή τη «ζωντανή διαμόρφωση του μουσικού γεγονότος». Όμως τα παιξίματα έμεναν πάντα σε ένα πολύ συγκεκριμένο πλαίσιο, δεν μετουσιωνόταν ποτέ σε πραγματικούς αυτοσχεδιασμούς (με την έννοια της στιγμιαίας δημιουργίας) και έτσι ο (υποτιθέμενος) πειραματισμός έμενε στις προφάσεις. Σε γενικές γραμμές πάντως –και το τονίζω, διότι υπήρξε κρίσιμο στοιχείο στην εξέλιξη του live– οι δύο ντράμερ δημιουργούσαν ένα εξόχως λειτουργικό ρυθμικό περιβάλλον, μπλέκοντας τα παιξίματά τους σε επικαλυπτόμενα layers.
Από εκεί και πέρα και έχοντας σίγουρη τη ρυθμική βάση, οι άλλοι τρεις της Κρυμμένης Ορχήστρας, με βιολί και πλήκτρα (Poppy Ackroyd), τρομπέτα (Phil Cardwell), μπάσο, λούπες και samples (ο ηγέτης του γκρουπ Joe Acheson), βουτούσαν με ευχαρίστηση σε μια θάλασσα από reverb (αντηχήσεις ελληνιστί). Έτσι επέλεξαν να δώσουν όγκο στον ήχο τους και να προσδώσουν έναν παραμορφωμένο λυρισμό στις ελλειπτικές φράσεις του Cardwell ή στις απλωτές της Ackroyd στο ηλεκτρικό βιολί της.
Καθοδηγητής του όλου πράγματος ο Acheson, τόσο με τις (βασικές) μπασογραμμές του όσο και με τα ηχητικά δείγματα που αναπαρήγαγε. Ξέρω, η συζήτηση για τα προηχογραφημένα σε μια συναυλία είναι πλέον κατά τι παρωχημένη, ωστόσο ο τρόπος με τον οποίον χρησιμοποιούνται εξακολουθεί να καταδεικνύει ορισμένα πράγματα. Για παράδειγμα, πώς είναι δυνατόν να ξεφύγεις από την προκαθορισμένη φόρμα όταν παίζεις πάνω σε ένα sample με δεδομένη διάρκεια; Και πείτε ΟΚ, δεν μπορεί κάτι τέτοιο να συνιστά αυτοσκοπό. Και λέω ΟΚ όταν η χρήση των δειγμάτων γίνεται για να προσθέσει κάποιους τονισμούς, ορισμένα ηχοχρώματα που πιθανώς δεν είναι δυνατό (ή ακριβέστερα δεν είναι εύκολο) να δημιουργηθούν ζωντανά. Όταν όμως ακούω λ.χ. ένα κυρίαρχο θέμα στα πλήκτρα και βλέπω τα επί σκηνής πλήκτρα ανέγγιχτα και την Ackroyd να επιδίδεται σε αφηρημένους δοξαρισμούς, σκέφτομαι πως μάλλον κάπως ανάποδα θα έπρεπε να συμβαίνουν τα πράγματα. Ομοίως, όταν ακούγεται ένα sample με κοντραμπάσο και ο Acheson αντί να προσπαθήσει να μεταφέρει τις γραμμές του στο ηλεκτρικό του μπάσο προτιμά να ελέγχει τις ρυθμίσεις των μηχανημάτων αναπαραγωγής. Θα μπορούσα συνεχίσω τα παραδείγματα ή να επεκταθώ στο θέμα, αλλά το ζήτημα θα ξεφύγει από το προκείμενο.
Πάντως οι παραπάνω ενστάσεις δεν δείχνουν μια κακή συναυλία· δείχνουν απλώς το γιατί η καλή συναυλία δεν εξελίχθηκε σε εξαιρετική. Διότι με όλα τούτα οι Hidden Orchestra, παίζοντας επί ένα σχεδόν γεμάτο δίωρο (σε ένα διπλό σετ, όπως μας ενημέρωσε ο Acheson πριν την ενδιάμεση ανάπαυλα), πραγματοποιώντας περάσματα από το σύνολο της δισκογραφίας τους (δηλαδή τους δύο δίσκους και ένα-δυο κομμάτια που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο) κατάφεραν να μεταδώσουν ό,τι είχαν για να μεταδοθεί. Και μάλιστα ευκρινώς. Ό,τι συνιστά την ιδιοσυγκρασία τους –δηλαδή αυτό το λυρικό κράμα μεταξύ τζαζ και ηλεκτρονικής (συν τις όποιες έξυπνες επιπλέον παραπομπές, βλέπε λ.χ. κάποια θέματα του μπάσου)– ήταν εκεί και απεδείχθη επαρκές για ένα όμορφο συναυλιακό βράδυ. Καμιά φορά κάτι τέτοιο είναι αρκετό...
{youtube}AGHlZePgQj0{/youtube}