Την παρακολουθώ εξ αποστάσεως εδώ και αρκετά χρόνια, από τους Ethyl Meatplow και Geraldine Fibbers μέχρι τους Evangelista και τα πρόσφατα πάρε-δώσε της με τους Godspeed You! Black Emperor και την εταιρεία τους (πρόκειται λέει για το πρώτο μη καναδικό όνομα που υπέγραψαν σ’ αυτήν). Και δεν θέλω να υπονοήσω ότι η Carla Bozulich είναι μια εξαιρετικά σημαντική καλλιτέχνιδα, αλλά, όπως και να το κάνεις, είναι στενάχωρο το θέαμα να βλέπεις τόσο λίγο κόσμο στην εμφάνισή της στην Αθήνα. Ευτυχώς, είχαν μαζευτεί περίπου 50 άτομα στον μικρό ούτως ή άλλως χώρο του Εξάσκυλου, οπότε ήταν λιγότερο αποκαρδιωτικό (θέλω να πιστεύω) αυτό που είδε η σε κάθε περίπτωση ενδιαφέρουσα περίπτωση της μουσικού από το Λος Άντζελες όταν ξεκίνησε να μας παρουσιάσει ένα μικρό κομμάτι από τον μεγάλο μουσικό της κόσμο.
Τη συναυλία άνοιξε το δικό μας το παιδί, ο Στυλιανός Τζιρίτας. Εμφανίστηκε παρέα με τον Βασίλη Παυλίδη, που παρείχε ένα χαλί από ηλεκτρονικούς ήχους επάνω από τους οποίους ο Στυλιανός έκανε τα δικά του. Ήτοι, έλεγε ιστορίες, έπαιζε κλαρινέτο, έκανε διάφορους ήχους χτυπώντας το μικρόφωνο, ενίοτε ούρλιαζε προκειμένου να μεταφέρει τα μηνύματά του. Η παράσταση είχε ασφαλώς τις ρίζες της στην avant garde και στην παραδοχή ότι δεν υπάρχουν σύνορα στην έκφραση, εξ ου και το απρόβλεπτο θέαμα που μας πρόσφερε και το οποίο κατέληξε στο καθόλου απρόβλεπτο συμπέρασμα ότι «είμαστε ένα γαμημένο έθνος κλεφτοκοτάδων». Ακούστηκε σκληρό αλλά δυστυχώς έτσι είναι, και μπράβο στον Στυλιανό που μας το υπενθύμισε…
Η Carla Bozulich ανέβηκε στη σκηνή οπλισμένη με μία ηλεκτρική κιθάρα, ένα μάτσο σημειώσεις και κάμποσα εφέ στα πόδια της, ενώ στα αριστερά της στάθηκε ο αρκετά ψηλός John Eichenseer, μουσικός με περγαμηνές στον χώρο και συμμετοχή στους Delicateear. Πρόσθεσε βιολί στα δρώμενα, είχε το λάπτοπ μπροστά του να ρίχνει κάποιους ρυθμούς και παράξενους ήχους στο μείγμα, καθώς κι ένα μικρό πληκτροφόρο που έκανε όμως αποτελεσματική δουλειά. Από εκεί και πέρα, τα περισσότερα ήταν Bozulich: εκείνη ήταν το επίκεντρο του ενδιαφέροντος και η μηχανή που γεννούσε όσες ιδέες έδωσαν σάρκα και οστά στη βραδιά του Σαββάτου.
Στη μία ώρα και κάτι που έπαιξε η απόδοσή της είχε αρκετές αυξομειώσεις, ή, για να το πούμε πιο λιανά, αποδείχθηκε ικανή για το καλύτερο μα και για μέτριες στιγμές. Το στυλ της ήταν πολύ κοντά σ’ εκείνο της Patti Smith στα θρηνητικά της, για να το εκφράσω ήπια και να μην πω ότι έχει ξεσηκώσει το αγέρωχο ύφος της ιέρειας και πορεύεται άνετα ντυμένη μέσα σ’ αυτό. Ακούσαμε κάμποσες συνθέσεις που θα τολμούσαμε να ονομάσουμε «τραγούδια» και ήταν τότε που η Τέχνη της λειτουργούσε αληθινά άψογα και σαφώς υπέρ της. Όποτε όμως επέλεξε να μεταφέρει την οργή της από μικροφώνου –ή, πιο συγκεκριμένα, διαμέσου ενός παιδικού παιχνιδιού το οποίο έστελνε τη φωνή της στα ηχεία διαμέσου των χορδών της ηλεκτρικής της κιθάρας, ένα τρυκ που χρησιμοποίησε κατά κόρον και κούρασε από κάποια στιγμή και μετά– μεταμορφωνόταν σε μία PJ Harvey χωρίς όμως τη χάρη και τη γοητεία της τελευταίας.
Δείχνει να έχει περάσει κάμποσες δυσκολίες στη ζωή της η Bozulich: αυτό μου περνούσαν σαν ουσία οι συνθέσεις της, παρότι η ίδια μας διαβεβαίωσε ότι βρίσκεται σε μία καλή περίοδο και αν θέλαμε μπορούσαμε να ρωτήσουμε τη μητέρα της να μας το επιβεβαιώσει, μιας και καθόταν σε μία άκρη της αίθουσας ως επισκέπτρια στη φάση αυτή της περιοδείας της! Προσπάθησε να είναι επικοινωνιακή και μας μίλησε για έναν φίλο της μουσικό που έφυγε από τη ζωή την ημέρα εκείνη (τον John Napier ή Wee-Wee από την πρώτη της μπάντα, τους Ethyl Meatplow), ένα πολύ τρελό άτομο που δεν ανήκε πραγματικά στον δικό μας κόσμο και δεν θα μπορούσε να ζει πια σ’ αυτόν –ούτε στο Λος Άντζελες, ούτε στην υπόλοιπη Αμερική, ούτε πουθενά… Φυσικά αφιέρωσε τη συναυλία στη μνήμη του.
Έκλεισε με το "Blue Room", μία από τις καλύτερες στιγμές της βραδιάς, που ήρθε σαν ανακουφιστικό αντιστάθμισμα σ’ ένα καινούργιο κομμάτι, το οποίο ήταν all over the place (όπως λένε και οι Άγγλοι) καθώς αλλού βρίσκονταν οι ρυθμοί κι αλλού βαρούσε την κιθάρα της η Carla. Μας είχε προειδοποιήσει όμως ότι κάτι τέτοιο μπορούσε να συμβεί και εννοείται ότι δεν το αναφέρουμε για να μειώσουμε τη συναισθηματική αξία της εμφάνισης, που –για να ανακεφαλαιώσουμε– είχε τις στιγμές της: ορισμένοι τη βρήκαν εξαίσια, εμείς μείναμε από καύσιμα κάπου στη μέση της όλης εμπειρίας, σίγουρα πάντως είμαστε χαρούμενοι που είχαμε την ευκαιρία να δούμε τη μεγαλοκοπέλα έστω και μία φορά από κοντά.