Αν οι Japandroids είχαν τελικά καταβληθεί από τις περιστάσεις και δεν είχαν γνωρίσει παγκόσμια απήχηση λίγο μετά την κυκλοφορία του Post-Nothing, η έλλειψη της συνεισφοράς τους δεν θα έκανε καμιά ιδιαίτερη διαφορά στον μουσικό κόσμο. Σήμερα, που τελικά έχουν διασωθεί για περισσότερο από μια πενταετία και ταυτόχρονα έχουν αφήσει ένα κάποιο στίγμα ως εκπρόσωποι της αναβράζουσας καναδέζικης σκηνής, θα μπορούσαν και πάλι να χάσουν το παιχνίδι αν η τακτική τους περιοριζόταν στο να γυαλίζουν περισσότερο τις νέες κυκλοφορίες τους (όπως το πρόσφατο Celebration Rock), εκδηλώνοντας έμμεσες σταδιακές επιθυμίες. Παρολαυτά οι Japandroids, όπως φάνηκε την Τετάρτη το βράδυ στα Εξάρχεια, ρίχνουν το «χοντρό χρήμα» στις ζωντανές εμφανίσεις, αποκομίζοντας εύκολα μια περισσότερο πλούσια και επικοινωνιακή ταυτότητα.
Οι Noise Figures, οι οποίοι εμφανίστηκαν στο ξεκίνημα της βραδιάς, ακολουθούν πάνω-κάτω το σκεπτικό όλων εκείνων των συγκροτημάτων που επιλέγουν ως μουσική έκφραση τη δυαδική προσέγγιση (μεταξύ αυτών και οι Japandroids). Σε γενικές γραμμές, το ντουέτο του Γιώργου Νίκα (Zebra Tracks) και του Στάμου Μπάμπαρη (Flakes, Keyzer Soze) δεν φαίνεται να επιδιώκει να πάει την ιστορία πολύ μακριά. Οι πεπατημένες που ακολουθούν ηχητικά μπορούν να ανακαλέσουν με ευκολία ονόματα όπως οι White Stripes, οι Nirvana ή οι Razorlight και το αποτέλεσμα, παρ' ότι εύληπτο και χαριτωμένο, αφήνει μια όχι και τόσο προσοδοφόρα εντύπωση. Από τα τραγούδια που έπαιξαν ξεχώρισαν τα προερχόμενα από το πρώτο τους EP Turn Off The Lights, πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι η συνολική αποτίμηση ενδεχομένως να τους αδίκησε, εξ αιτίας της όμοιας επί σκηνής χωροταξίας (με τα γυρισμένα στο πλάι τύμπανα), αλλά και του παρεμφερούς χαρακτήρα με τους Japandroids, οποίοι κατέθεσαν κάτι το πολύ στιβαρό.
Οι Brian King και David Prowse πήραν λοιπόν τις θέσεις των Noise Figures και κάπου εκεί βρήκε αφετηρία ο συνδυασμός ενθουσιώδους σκηνικής απόδοσης και ενδιάμεσων επεξηγηματικών παραπομπών, ο οποίος ακολουθήθηκε σε όλη τη διάρκεια της συναυλίας. Αν δηλαδή λάβει κανείς υπ' όψη τις περιπτώσεις των «ενιαίων«» συναυλιών (που δεν περιλαμβάνουν καμία διακοπή, συχνά ούτε για διεκπεραιωτική καλησπέρα), αυτή των Japandroids δεν ήταν μια τέτοια, δεδομένου ότι ο Brian King διατηρούσε αδιαλείπτως τον ρόλο ξεναγού, παρουσιάζοντας τα κομμάτια της δισκογραφίας που χρησιμοποιήθηκαν για τις ανάγκες της συναυλίας, αλλά και επισημαίνοντας το πόσες φορές μπορεί να είχαν (ή να μην είχαν) προβάρει το κάθε τραγούδι.
Επιστρέφοντας όμως στο κομμάτι της ενθουσιώδους σκηνικής απόδοσης, οι Japandroids έσπευσαν εξ αρχής να επιδείξουν όλους εκείνους τους λόγους για τους οποίους τελικά οφείλει κανείς να αποδεχθεί ότι έχουν τον δικό τους ρόλο στη σύγχρονη εκδοχή ενός garage rock που ως ρίζες του αποδέχεται και το hardcore punk, αλλά και το πρώιμο πανκ. Από το διφορούμενο “The Boys Are Leaving Town” μέχρι το ανθεμικό “Younger Us” και από το πατριωτικό “Rockers East Vancouver” μέχρι το εν δυνάμει κλασικό “The House That Heaven Built”, το ντουέτο διαπέρασε ένα μεγάλο μέρος της συνολικής δισκογραφίας του στη διάρκεια της συναυλίας, ξεπερνώντας σε ενέργεια και καλές προθέσεις εαυτόν, αλλά και πολλά γνώριμα συγκροτήματα της ίδιας κοπής. Η ανεξάντλητη δυναμικότητα και των δύο και η αβίαστη αμεσότητα του King δεν δυσκολεύτηκαν καθόλου να κερδίσουν τις εντυπώσεις και κυρίως να αποδώσουν ένα απρόβλεπτο βάρος στην απλότητα της προσέγγισής τους.
Η καλύτερη στιγμή στις συναυλίες των Japandroids κρατιέται συνήθως για το τέλος με τη φοβερή διασκευή του φοβερού “For The Love Of Ivy” των Gun Club, μετά την οποία οι Καναδοί χαιρέτισαν και αποχώρησαν, έχοντας επί της ουσίας κερδίσει μερικούς φανατικούς ακροατές παραπάνω.