Δεν μπορώ να το πιστέψω ότι είχα δει παλιότερα τους Shearwater και δεν μου είχαν κάνει ιδιαίτερη εντύπωση, πέρα από το προφανές γεγονός ότι ο τύπος που τραγουδούσε στο συγκρότημα, ο Jonathan Meiburg, είχε φοβερή φωνή. Αυτά όμως συμβαίνουν πολλές φορές στα φεστιβάλ, όπου διάφοροι παράγοντες μπορεί να επηρεάσουν το αισθητήριό σου. Όπως το ότι βλέπεις κάτι σε εξωτερικό χώρο ενώ λειτουργεί πολύ καλύτερα σε εσωτερικό, κάτω από απογευματινό ήλιο που αφαιρεί από τη γοητεία της ατμόσφαιρας κάποιων κομματιών, ότι έχεις στριμώξει την παρακολούθηση μιας μπάντας ανάμεσα σε δύο άλλες τις οποίες περιμένεις με μεγαλύτερη προσμονή, πως μετά από δέκα μπάντες έχεις αρχίσει να χάνεις το focus σου –κάποτε ακόμη κι από τη μυρωδιά από τα παρακείμενα λουκάνικα που καλεί σαν σειρήνες το κουρασμένο σου κορμί και στομάχι. Όλα αυτά τέλος πάντων δεν μου άφησαν περιθώριο να εκτιμήσω όπως πρέπει (έπρεπε) το σχήμα από το Austin του Τέξας.
Αυτή τη φορά όμως, το Σαββατιάτικο βράδυ που μας πέρασε, πώς θα μπορούσα να αγνοήσω ό,τι συνέβαινε μπροστά στα μάτια μου; Δεν υπήρχε καμία περίπτωση να δεις αυτό το live και να αποφανθείς ότι είδες μια απλά καλή μπάντα –εκτός κι αν ήταν η πρώτη σου συναυλία, οπότε να σου πούμε «καλώς όρισες στον κόσμο μας φίλε»! Οι Shearwater, ο Jonathan Meiburg και η ευμετάβλητη μα πολύ δεμένη χωρίς περιθώριο αμφιβολίας μπάντα του, μας άφησαν άναυδους με την απόδοση, με τα τραγούδια τους και με το πάθος που έβγαλαν επί σκηνής, κάνοντας ένα αρκετά γεμάτο An Club να παραληρεί με το τέλος κάθε μίνι έπους που ερμήνευαν. Όλα τα λεφτά ήταν ασφαλώς η φωνή του Meiburg, αυτό το διαβολικά τέλειο εργαλείο παραγωγής συναισθημάτων και σκέψεων, το οποίο πλανιόταν επάνω από τις συνθέσεις και τις εξουσίαζε με έναν τρόπο που γνωρίζουμε μονάχα μέσα από τη δουλειά έξοχων ερμηνευτών όπως ο Tim Buckley ή ο Van Morrison. Δεν συγκρίνω τις μουσικές του Meiburg μ’ εκείνες των παραπάνω γιγάντων, απλά παρατηρώ όμοιες συντεταγμένες στις μεθόδους τους καθώς και παρόμοια αισθητικά αποτελέσματα στον ψυχισμό των ακροατών τους.
Η συναυλία δεν είχε σαπόρτ και ξεκίνησε ελάχιστα λεπτά μετά τις 11, αφού τελείωσε πρώτα ποδοσφαιρικός αγώνας που κρατούσε μεγάλο μέρος του ακροατηρίου (αλλά και την ίδια τη μπάντα!) μπροστά στις τηλεοπτικές οθόνες. Τρία άτομα απάρτιζαν τους Shearwater, o Meiburg στις κιθάρες και τα πλήκτρα, ο έτερος κιθαρίστας το ίδιο, και στο πίσω μέρος της σκηνής ένας μπαλαντέρ που συμπλήρωνε καίρια τον ήχο τους. Έπαιξαν σχετικά δυνατά, σίγουρα με πιο ροκ διάθεση απ’ ότι στους δίσκους τους, χωρίς κάτι τέτοιο να σημαίνει ότι η ευαισθησία των κομματιών τους χανόταν κάτω από το βάρος της στιβαρής εκτελεστικής ορμής. Γι’ αυτό φρόντισε σχεδόν αποκλειστικά η ερμηνεία του Meiburg, κάνοντες άπαντες να παραμιλούν με τη μεστότητα και την αμεσότητά της. Πώς το έκανε ο μπαγάσας; Τόσα σκαμπανεβάσματα που μας έπαιρναν μαζί τους, εξομολογητικός τη μία στιγμή και σπαρακτικός την αμέσως επόμενη, έκανε φανερό ότι πρόκειται για μέγιστο βοκαλίστα, ο οποίος δίνει περίφημα και μοναδικά σάρκα στα δικά του μουσικά όνειρα.
Αυτά μείναμε εκεί να ζούμε και προέρχονταν κυρίως από το τελευταίο τους άλμπουμ Animal Joy (“Breaking The Yearlings”, “You As You Were”, “Immaculate”, “Star Of The Age”) αλλά κι από προηγούμενα (“Rooks”, “Castaways”). Σαν κλείσιμο, επέλεξαν να μας χαρίσουν μια φρενιασμένη διασκευή του “These Days” των R.E.M., αντάξια του αυθεντικού. Και βγήκαμε έξω στην ανοιξιάτικη νύχτα ελαφρώς ζαλισμένοι και σαφώς ευτυχισμένοι που βιώσαμε μια τέτοια συναυλία, που μας έγινε ένα τόσο ανέλπιστο δώρο. Γιατί ναι μεν γνωρίζαμε ότι οι Shearwater είναι μια σπουδαία μπάντα, αλλά δεν πήγαινε το μυαλό μας ότι μπορεί να είναι τόσο συγκλονιστικοί live. Το βιώσαμε όμως κι αυτό, ενώ εγώ το συνειδητοποίησα, έστω και καθυστερημένα…
{youtube}v0qxBnKXVg4{/youtube}