Μπορεί το Borderline να έγινε διήμερο φέτος, προσαρμοζόμενο στις συνθήκες της περιρρέουσας κρίσης, έδειξε όμως για ακόμα μία φορά με πόση σοβαρότητα εξερευνά τις παραμεθόριες περιοχές της σύγχρονης μουσικής δημιουργίας. Η Ελένη Μητσιάκη και ο Βασίλης Τσιγκρής βρέθηκαν στη Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών ως ανταποκριτές το Σαββατοκύριακο που μας πέρασε, σημειώνοντας ότι μπορεί μουσικά έργα σαν κι αυτά που φιλοξενεί το φεστιβάλ να ξενίζουν σε αυτιά συνηθισμένα σε πιο «ορθόδοξους» ήχους, αλλά σίγουρα αξίζουν τον κόπο και την υποστήριξη της πιο ανήσυχης μερίδας του μουσικόφιλου κόσμου της χώρας μας...
Σάββατο 7/4: Trevor Wishart & Erdem Helvacioglu
του Βασίλη Τσιγκρή
Κατηφορίζοντας τη Συγγρού, δεν μπορείς να προσπεράσεις τη Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών χωρίς να γυρίσεις το κεφάλι έστω για λίγο. Όπως πάντα λουσμένο στο φως και με τις προσεχείς εκδηλώσεις του να παρελαύνουν στην πρόσοψή του, το επιβλητικό κτήριο φιλοξένησε και φέτος το Borderline Festival, διακηρυγμένος στόχος του οποίου παραμένει η εξερεύνηση των «παραμεθόριων» περιοχών της σύγχρονης μουσικής.
Η βραδιά του Σαββάτου ξεκίνησε με τον Erdem Helvacioglu, ο οποίος μας παρουσίασε μέρη από το έργο του Farewell Istanbul, που μπλέκει τους ήχους και τις μουσικές παραδόσεις της Κωνσταντινούπολης με ambient και electronica, αλλά και με στοιχεία drone και ηλεκτροακουστικής σύνθεσης. Το αποτέλεσμα ήταν πολύ ενδιαφέρον, αφού κατάφερε να σε μεταφέρει στα σοκάκια της Πόλης, όπου τα παιδιά παίζουν και οι έμποροι πουλάνε την πραμάτεια τους κι από εκεί σε ένα χαμάμ με την ατμόσφαιρα να βαραίνει, χωρίς όμως να γίνεται αποπνικτική. Ο Τούρκος δημιουργούσε όμορφα ηχοτοπία, απόρροια μίξης του κλασικού με το αφηρημένο, με τον αέρα της Ανατολής να ταξιδεύει μέσα από την Ευρώπη και να εγκαθίσταται στην άλλη μεριά του Ατλαντικού.
Ο Helvacioglu χρησιμοποίησε τόσο hardware όσο και software κατά την εμφάνισή του, καθώς και το υβριδικό όργανό του «Togaman Electric Guitar Viol», το οποίο μοιάζει με ηλεκτρική κιθάρα και παίζεται είτε με δοξάρι, είτε πιτσικάτο. Ο Τούρκος χρησιμοποίησε και slide για το παίξιμό του, ακόμα και άναρχα χτυπήματα με τις παλάμες του, δημιουργώντας θόρυβο που συμπλήρωνε ιδανικά τη δημιουργηθείσα ηχητική εικόνα. Δούλεψε επίσης αρκετά τα drum beats, τα οποία νιώθω όμως πως περιόρισαν ελαφρώς τις δυνατότητες της μουσικής του. Εν τέλει πάντως, η παρουσίασή του ήταν τουλάχιστον ενδιαφέρουσα και έτυχε καθολικής αποδοχής, κρίνοντας από το θερμό χειροκρότημα που έλαβε με το πέρας της.
Τα φώτα άναψαν προσωρινά, ενόσω οι τεχνικοί φρόντιζαν ώστε όλα να είναι έτοιμα για την εμφάνιση του Trevor Wishart. Μετά από λίγο, η σκηνή είχε σχεδόν αδειάσει: δύο ηχεία αναφοράς μπροστά από την πρώτη σειρά καθισμάτων και δύο ηχεία στο κέντρο ήταν ό,τι απέμεινε. Κατόπιν, αφού μας προέτρεψε να μετακινηθούμε στο κέντρο του χώρου για να αντιληφθούμε τη στερεοφωνία –κύριο συστατικό της ακρόασης των έργων του– ο Wishart μας μίλησε για το τι επρόκειτο να ακούσουμε. Με τρόπο απλό αναφέρθηκε στα έργα που θα μας παρουσίαζε, τα Imago και Globalalia και απολογήθηκε για τον κλειστό του λαιμό –συνεπώς και για τη μη δυνατότητά του να μας παρουσιάσει μια προγραμματισμένη περφόρμανς για σόλο φωνή. Στη συνέχεια πήρε τη θέση του ανάμεσα στο κοινό (πίσω από την κεντρική κονσόλα), ο βοηθητικός φωτισμός της οποίας ήταν και το μόνο φως που υπήρχε στην αίθουσα, πέφτοντας όλο στο πρόσωπο και στα χέρια του συμπαθέστατου Άγγλου.
To Imago είναι ένα έργο βασισμένο σε έναν και μόνο ήχο: το τσούγκρισμα δύο ποτηριών. Αυτός ο φαινομενικά ασήμαντος και βαρετός ήχος κατάφερε με τη βοήθεια του Wishart να σε καθηλώσει. Μέσα από ηχητικές μεταμορφώσεις πρωτογενούς επεξεργασίας, μπορούσες να ακούσεις προσομοιώσεις από ήχους κυμάτων, μικρές gamelan ορχήστρες, ακόμα και ανθρώπινες φωνές. Μάλιστα, θα πίστευες ότι άκουγες πραγματικές ηχογραφήσεις όλων των παραπάνω εάν ο Wishart δεν σε είχε προϊδεάσει περί τίνος πρόκειται. Το απόλυτο σκοτάδι που επικρατούσε στην αίθουσα σε βοηθούσε να επικεντρωθείς αποκλειστικά στο ακουστικό κομμάτι, χαρίζοντάς σου μια μοναδική ηχητική εμπειρία. Το μεγάλο στοίχημα –που κερδήθηκε πανηγυρικά– είναι πως το Imago σε βοηθά με τρόπο απλό και ξεκάθαρο να αντιληφθείς τις δυνατότητες των ήχων, οι οποίες αναδεικνύονται στο έπακρο με τη βοήθεια των ηλεκτρονικών υπολογιστών και της ανθρώπινης φαντασίας. Ένα και μόνο τσούγκρισμα ποτηριών, η μεταμόρφωση του οποίου προκαλεί ηχητικό χάος, έχει τη δυνατότητα να σε μαγέψει.
Ακολούθησε το Globalalia, το οποίο χρησιμοποιεί συλλαβές από 26 διαφορετικές γλώσσες ηχογραφημένες από το ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Η συνταγή επεξεργασίας παρεμφερής, το αποτέλεσμα εντελώς διαφορετικό, μιας και το σαφώς μεγαλύτερο συχνοτικό εύρος της ανθρώπινης φωνής δημιουργούσε περισσότερο όγκο. Όπως μας είπε και ο Άγγλος, ο σκοπός αυτού του έργου είναι να μικρύνει την απόσταση που χωρίζει τις γλώσσες μεταξύ τους. Κατά τα λεγόμενά του, υπάρχουν εκατομμύρια λέξεις οι οποίες διαφέρουν παρασάγγας μεταξύ τους, οι συλλαβές όμως που χρησιμοποιούν οι λαοί έχουν κοινή βάση και ακούγονται συχνά το ίδιο. Κατά αυτόν τον τρόπο, ο Wishart κατάφερε να δημιουργήσει μια νέα γλώσσα, σπάζοντας τα σύνορα της διαφορετικότητας. Το αποτέλεσμα άλλοτε σου θύμιζε ένα είδος ομιλίας που έχεις ξανακούσει κι άλλοτε έμοιαζε σαν κάτι εντελώς νέο, φερμένο κατευθείαν από το διάστημα. Τα Imago και Globalalia παρουσιάστηκαν σε ευρεία στερεοφωνία και μπορώ με σιγουριά να πω ότι αποτέλεσαν δύο από τα πιο ενδιαφέροντα «ζωντανά» μου ακούσματα.
Καταλαβαίνω πως έργα σαν και τα παραπάνω μπορούν να ξενίσουν, ακόμα και να κουράσουν ένα αυτί συνηθισμένο σε άλλους ήχους, αλλά αυτό που ακούσαμε το Σάββατο το βράδυ πιστεύω θα ξεχαστεί πολύ δύσκολα από όσους βρέθηκαν στη μικρή σκηνή του πέμπτου ορόφου της Στέγης Γραμμάτων & Τεχνών. Ο Trevor Wishart χειροκροτήθηκε με πάθος για ό,τι κατάφερε να προκαλέσει στην ακοή μας. Αναγκάστηκε να υποκλιθεί αρκετές φορές και με βήμα ανάλαφρο –σχεδόν αυτοσαρκαστικό– χάθηκε πίσω από τη σκηνή, για να συνειδητοποιήσουμε έτσι ότι η επιτυχημένη, πρώτη βραδιά του Borderline Festival είχε φτάσει στο τέλος της.
Κυριακή 8/4: Spunk & Φλώρος Φλωρίδης, Carlos “Zingaro” Alves και Jean-Marc Montera
της Ελένης Μητσιάκη
Θυμάμαι έγραφα ενθουσιασμένη πέρυσι, όταν κάλυπτα τις 2 μέρες του τριημέρου Bordeline, για ένα φεστιβάλ αξιώσεων που ευχόμουν να καθιερωθεί και για μια γενναία πρωτοβουλία της Στέγης Γραμμάτων & Τεχνών να τολμήσει –κόντρα στο εύκολο κέρδος των πεπατημένων επιλογών– να εντάξει στο πρόγραμμά της ένα φεστιβάλ άκρως πειραματικό. Δίνοντας ταυτόχρονα την ευκαιρία τόσο σε νέους καλλιτέχνες παγιδευμένους ίσως μεταξύ ακαδημαϊκής και avant garde μουσικής όσο και σε πολυποίκιλους ηχητικούς μετασχηματισμούς να βρουν ένα βήμα έκφρασης. Όταν μάλιστα η έκφραση αυτή παίρνει σάρκα και οστά μέσα σε ένα ιδανικό τεχνικό περιβάλλον –να ξαναπώ πως τέτοια καθαρότητα ήχου δεν έχω ξανακούσει σε συναυλιακό χώρο;– αφήνει τις καλύτερες εντυπώσεις. Κάπως έτσι κυλούσαν τα πράγματα πέρυσι και κάτι λιγότερο από έτσι κύλησαν και φέτος. Οικονομική κρίση και το τριήμερο έγινε διήμερο, ενώ ο αριθμός των συμμετεχόντων καλλιτεχνών περιορίστηκε στο ελάχιστο. Ευχή μου λοιπόν και συμβουλή για το επόμενο φεστιβάλ, να επεκταθεί ακόμα περισσότερο, γιατί κοινό διψασμένο υπάρχει.
Ανταλλάσσοντας τον περσινό θεματικό μίτο, που ξετυλίχθηκε με πειραματισμούς γύρω από τον θόρυβο, με τον αυτοσχεδιασμό όπως αυτός διαμορφώνεται μέσα από τη σύμπραξη ηλεκτρονικού και ακουστικού, το φετινό Borderline προσπάθησε να παρουσιάσει νέες εκφραστικές φόρμες και ηλεκτρακουστικές μουσικές αλληλεπιδράσεις, πέρα από τα συμβατικά όρια τα οποία καθορίζουν η λόγια ακαδημαϊκή μουσική ή οι στεγανές ταμπέλες των pop, jazz, electronica κατηγοριών. Δυστυχώς κατάφερα να παρακολουθήσω μόνο τη δεύτερη μέρα, χάνοντας δύο άκρως ενδιαφέρουσες παρουσίες –τον Trevor Wishart και τον Erdem Helvacioglu. Ωστόσο, τα γεμάτα ανυπομονησία και θαυμασμό σχόλια που έπιασαν τ’ αυτιά μου στους διαδρόμους της Στέγης λίγα λεπτά πριν την εμφάνισή των Spunk, μετρίασαν τη χασούρα της πρώτης μέρας.
Βασικός πόλος έλξης της δεύτερης μέρας και με ένθερμο κοινό στην Ελλάδα το νορβηγικό κουαρτέτο, αν κρίνω από τον αριθμό των άδειων καθισμάτων κατά την είσοδο του επόμενου σχήματος. Το γεγονός μάλιστα πως αγνοούσα παντελώς την ύπαρξή τους έκανε πιο περιπετειώδη την αναμονή μου πριν ξεκινήσουν –πού και πού είναι καλό να αφηνόμαστε στο άγνωστο στις μουσικές ακροάσεις. Η διάταξη επίσης των οργάνων στην άδεια σκηνή με τσίγκλησε ακόμα περισσότερο: τσέλο, τρομπέτα, γαλλικό κόρνο (όλα συνδεδεμένα με πενταλάκια), δύο φλογέρες και βέβαια ένα οπλοστάσιο από Mac και samplers κάτω από το μικρόφωνο. Στη γωνία της σκηνής υπήρχε κι ένα γραφειάκι με ένα λαμπατέρ, το οποίο διαδραμάτισε βασικό ρόλο.
Η Kristin Andersen, η Lene Grenager, η Ηild Sofie Tafjord και η Maja Solveig Kjelstrup Ratkje καταφέρανε από την πρώτη στιγμή να ξαφνιάσουν και να αιχμαλωτίσουν ακόμα και τον πιο ανυποψίαστο ακροατή. Χειριζόμενες άρτια τις ηχοχρωματικές δυνατότητες των μουσικών τους οργάνων, ζυγίζοντας με ακρίβεια τη χρήση ηλεκτρονικών παραμορφώσεων σε αυτά και λειτουργώντας ως ένα ομοιογενές, συγκροτημένο και καλοκουρδισμένο σύνολο με 4 όμως ξεχωριστές οντότητες στα σπλάχνα του, παίξανε συνεχώς με το απρόβλεπτο το βράδυ της Κυριακής. Μουσικές αναφορές στην jazz, στην παραδοσιακή μουσική της Σκανδιναβίας (κάποιες φορές μου ήρθαν στο μυαλό οι παγωμένες ορχηστρικές εικόνες των Sibelius και Grieg), μα και στους ευρύτερους σύγχρονους ηλεκτρονικούς πειραματισμούς, καλύφθηκαν από το κουκούλι του αυτοσχεδιασμού των Spunk. Ένα κουκούλι υφασμένο σαν πάτσγουερκ εκρηκτικών ηλεκτρονικών δονήσεων, τριγμών, κραυγών, ονειρικών μελωδιών βουτηγμένων στη μελαγχολία από τα χάλκινα και μυσταγωγικών βοκαλισμών από την ανεξάντλητη Maja στα φωνητικά.
Κι όλα αυτά ντυμένα με τις ιδιάζουσες ψηφιακές ζωγραφιές και από τα παιχνιδίσματα με την κάμερα του Ανδρέα Παλαιόλογου –Έλληνα visual artist και συνεργάτη των Spunk– ο οποίος, αυτοσχεδιάζοντας ζωντανά στο pad του (το γραφειάκι που λέγαμε), αποτέλεσε ισότιμο πέμπτο μέλος.
Ενδιαφέρουσα, αλλά με κάποιες μικροενστάσεις, ήταν και η εμφάνιση του ηλεκτρακουστικού τρίο που απαρτίζουν οι Φλώρος Φλωρίδης (κλαρινέτο, μπάσο κλαρινέτο, ηλεκτρονικά), Carlos “Zingaro” Alves (βιολί, ηλεκτρονικά) και Jean-Marc Montera (κιθάρα, ηλεκτρονικά). Θεωρώ ωστόσο τεράστιο δείγμα αγένειας προς έναν καλλιτέχνη του βεληνεκούς του Φλωρίδη να αδειάζει η αίθουσα πριν καλά-καλά ξεκινήσει η περφόρμανς...
Το κλαρινέτο του Φλωρίδη έσπασε τη σιωπή του χώρου με ένα θέμα δανειζόμενο από τη δημοτική παραδοσιακή μουσική, πατώντας πάνω στα ισοκρατήματα του βιολιού και της κιθάρας. Με τον ίδιο τρόπο μας αποχαιρέτησε, ενώ όλο το ενδιάμεσο διάστημα βασίστηκε σε ελεύθερους ηλεκτρακουστικούς αυτοσχεδιασμούς, χωρίς συγκεκριμένες φόρμες και δομή, με κάποια μικρά ψήγματα τζαζ και μπλουζ –κυρίως από την κιθάρα του Montera. Αναμφισβήτητα οι τρεις «μεσήλικες» μουσικοί μπορούν να παραδώσουν μαθήματα δεξιοτεχνίας και το απέδειξαν και το βράδυ της Κυριακής. Προσωπική μου ένσταση –αν και δηλώνω ειλικρινώς πως δεν έχω μεγάλη γνώση της δουλειάς τους ως τρίο– είναι η απουσία αυτού που με γοήτευσε στον αυτοσχεδιασμό των Spunk: τα τρία μουσικά όργανα παρέμειναν αποστασιοποιημένα κι αποκλείστηκαν το καθένα στη δική του οντότητα, με την κιθάρα να έχει κάποιες φορές εκνευριστικά πρωταγωνιστικό ρόλο, υπερκαλύπτοντας κάθε άλλη μουσική φωνή. Ελάχιστες ήταν έτσι οι διαθέσεις συνομιλίας, σύγκλισης και διαπλοκής. Ίσως βέβαια αυτή να είναι η ταυτότητα που θέλει να προβάλλει το τρίο, επιλογή όμως που με άφησε στο μεγαλύτερο μέρος της παρουσίας τους οριακά αδιάφορη.
Ραντεβού του χρόνου...
{youtube}pyBiPUaT8J0{/youtube}