Όπως αναμενόταν, και αυτή η έλευση των Mogwai από τη χώρα μας βρήκε ενθουσιώδη ανταπόκριση από το ελληνικό κοινό. Από ένα κατάμεστο Block33 στη Θεσσαλονίκη και από ένα ασφυκτικά γεμάτο Fuzz στην Αθήνα οι ανταποκριτές μας Στέργιος Κοράνας και Ελένη Μητσιάκη (αντίστοιχα) μας μεταφέρουν εντυπώσεις: ο πρώτος δηλώνοντας αρκετά ικανοποιημένος από την απόδοση των Σκωτσέζων, η δεύτερη επικρίνοντας την αλλαγή στον ήχο τους και μια απόδοση με λιγοστό πάθος…
Θεσσαλονίκη 20.1
του Στέργιου Κοράνα
Δεν είδαμε κάποιο υπερθέαμα την Παρασκευή στο κατάμεστο Block33, ωστόσο οι Mogwai, ένα συγκρότημα που μου αρέσει προσωπικά πολύ, έπαιξαν υποδειγματικά.
Οι Kwoon είχαν ήδη πάρει θέση επί σκηνής στις 9, όταν και έφτασα στον χώρο –βρίσκονταν μάλιστα στο δεύτερό τους κομμάτι. Πιάστηκα, η αλήθεια είναι, λίγο απροετοίμαστος, μιας και (γενικά) ελάχιστες φορές έχω πετύχει support μπάντα να βγαίνει τόσο νωρίς. Δεν έχει τύχει να ασχοληθώ με τους Γάλλους κι έτσι δεν ήξερα και τι να περιμένω από αυτούς, αν και έχω ακούσει διάφορα κολακευτικά σχόλια. Στη μία ώρα που παίξανε ναι μεν μου φάνηκαν πολύ δεμένοι, ναι μεν ταίριαζαν πάρα πολύ ηχητικά με τους Mogwai, αλλά δεν νομίζω ότι έδωσαν και το κάτι παραπάνω, εκείνο που θα μπορούσε να μας εξιτάρει. Παρά τη μη αμφισβητούμενη ποιότητα της ζωντανής τους εμφάνισης, σκέφτηκα έτσι ότι «μας τα ’παν κι άλλοι».
Οι Σκωτσέζοι πρωταγωνιστές της βραδιάς εμφανίστηκαν ένα τέταρτο περίπου πριν τις 11 και ξεκίνησαν αρκετά δυναμικά, κρατώντας σχετικά σταθερή τη διάθεσή τους σ’ όλη τη διάρκεια της συναυλίας: δεν είδα ούτε τρομερές εξάρσεις, αλλά ούτε και κάποια «κοιλιά». Αυτό που μου έκανε την περισσότερη εντύπωση, ήταν η αλλαγή την οποία παρατήρησα στον ήχο τους. Πλέον οι Mogwai δεν μένουν στις αυστηρές post-rock γραμμές που έχουμε συνηθίσει, καθώς μπλέκουν στοιχεία κι από άλλα είδη μουσικής –πιο πολύ ηλεκτρονικά. Δεν προσκολλήθηκαν πάντως στο τελευταίο τους άλμπουμ: είχαν φροντίσει να έχουν μπόλικα κομμάτια και από το κλασικό τους ρεπερτόριο, φτιάχνοντας έτσι μια αρκετά ισορροπημένη setlist.
Μ’ άρεσαν έτσι και οι ανανεώσεις στον ήχο τους και γενικά η εμφάνιση που έκαναν στη Θεσσαλονίκη οι Mogwai, αλλά δεν τρελάθηκα κιόλας –όπως την πρώτη φορά που τους είχα δει. Ίσως επειδή την προηγούμενη ήταν κι ο ενθουσιασμός στη μέση; Ίσως γιατί η φετινή ήταν απλώς μια καλή συναυλία; Πάντως δεν μου άφησε εκείνο το συναίσθημα του «δεν πιστεύω αυτό που μόλις είδα» στη 1 ώρα και 45 λεπτά που κράτησε, συμπεριλαμβανομένου του encore.
Ο κόσμος που μαζεύτηκε πολύς: γέμισε το Block33 και μάλιστα σχεδόν οριακά. Ήρθε μάλιστα κοινό διαφόρων ηλικιακών ομάδων, με αξιοσημείωτη την παρουσία αρκετών κάτω από τα 22-23. Σχεδόν όλοι δε έδειχναν να ξέρουν πού είχαν έρθει, πράγμα ευχάριστο. Από τον ήχο πάλι, έχω ένα μικρό παράπονο: δεν ξέρω πώς και γιατί, αλλά όποτε έμπαιναν όλοι μαζί οι Mogwai, με δυσκολία ξεχώριζες τι ακουγόταν και πώς –απλά άκουγες ένα συνονθύλευμα. Ενώ συνήθως στο Block33 είναι προσεγμένη η κατάσταση, αυτή τη φορά με χάλασε λίγο. Ευτυχώς βέβαια τέτοια προβλήματα δεν στάθηκαν αρκετά για να μας χαλάσουν τη γενικότερη συναυλιακή εμπειρία.
Αθήνα 21.1
της Ελένης Μητσιάκη
Όταν πέρυσι τον Φεβρουάριο οι Mogwai κυκλοφορούσαν τον έβδομο δίσκο τους Hardcore Will Never Die, But You Will, το Rolling Stone έγραφε: «Κάθε συγκρότημα πρέπει να ωριμάζει όπως τα παλικάρια των Mogwai: ακόμα ευρηματικοί, ακόμα προκαλούν τους εαυτούς τους και ακόμα ηχούν παράφρονα δυνατά». Αποχωρώντας –μέσα σε ένα βουητό αντιφατικών σχολίων– κατά τις 12:30 από το ασφυκτικά γεμάτο Fuzz και βιώνοντας ανάμεικτα συναισθήματα από τη δίωρη εμφάνιση των Σκωτσέζων, έρχομαι τελικά να συμφωνήσω με την πρώτη φράση του περιοδικού. Οι Mogwai σίγουρα ωρίμασαν, με όσα αρνητικά όμως μπορεί να συνεπάγεται η διαδικασία αυτή.
Βγαίνω για λίγο, νοητά, από τον χώρο του live, για να δηλώσω ότι θαυμάζω απεριόριστα τη μουσική τους και πως ανυπομονούσα για το βράδυ του Σαββάτου. Ανήκω όμως στη μερίδα εκείνη που δεν ενθουσιάστηκε με το τελευταίο τους δισκογραφικό πόνημα –αν και θεωρώ τα “Rano Pano” και “Mexican Grand Prix” αριστουργήματα– διατηρώντας ακόμη νωπές τις εντυπώσεις του ήχου των Mogwai Young Team και Come On Die Young, του μοναδικού δηλαδή εκείνου κράματος δυναμισμού, άριστου χειρισμού στις αυξομειώσεις της έντασης και μακροσκελών κιθαριστικών κινηματογραφικών εικόνων. Ο ορισμός του καθαρόαιμου post-rock... Με αυτά τα δεδομένα, λοιπόν, οι αρχικές προσδοκίες κι ο ενθουσιασμός μάλλον ξεφούσκωσαν περνώντας την πόρτα της εξόδου, αφήνοντάς μια αίσθηση ανικανοποίητου.
H δίωρη σχεδόν παραμονή των Mogwai στη σκηνή του Fuzz είχε αρκετές ηχητικές εναλλαγές, πολλές και ανούσιες κατ’ εμέ αλλαγές σε κιθάρες και κάποια μικροπροβλήματα στον ήχο, όπως φάνηκε και από την υπερκινητικότητα του Barry Burns –η οποία αρκετές φορές αποπροσανατόλισε από τη μουσική, εστιάζοντας την προσοχή μας στις μικρές μάχες με τον ηχολήπτη και με τον μηχανικό των monitors– αλλά και από τον έντονο μικροφωνισμό στις μπάσες περιοχές. Είχε επίσης έναν ομιλητικότατο και αρκετά θερμό Stuart Braithwaite, που, αναλαμβάνοντας τον επικοινωνιακό ρόλο με το κοινό, ξελάσπωσε την παγωμένη και οριακά αδιάφορη έκφραση των υπόλοιπων Σκωτσέζων. Η επιλογή τους να κινηθούνε στα δύο γνώριμά τους ηχητικά άκρα καθορίστηκε σαφώς από την τεράστια δισκογραφία τους, μοιράστηκε όμως άνισα, ρίχνοντας μεγαλύτερο βάρος στην τελευταία τους δουλειά.
Ηπιότερες δηλαδή και λιγότερο θορυβώδεις μουσικές επιφάνειες, ήχοι προσεκτικά μεν δομημένοι αλλά με έλλειψη συναισθήματος και επικεντρωμένοι στην οικοδόμηση ατμόσφαιρας μέσα από ήχους πλήκτρων, beats και ηλεκτρονικά επεξεργασμένων φωνητικών. Οι λιγοστές υπενθυμίσεις του ήχου που τους έκανε γνωστούς –του βασισμένου στις κιθαριστικές εκρήξεις, στις ρυθμικές ταλαντεύσεις, στις μπάσες παραμορφώσεις και στη διάθεση για ανεξέλεγκτη εξερεύνηση των ηχητικών ορίων πόνου– δεν στάθηκαν τελικά ικανές να ανατριχιάσουν και να συγκινήσουν, αντισταθμίζοντας ίσως στιγμές αμηχανίας και βαρεμάρας. Αναρωτιέμαι αν το ανεξέλεγκτο πάθος και η ζωώδης ενεργητικότητα του παλαιότερου ήχου τους θυσιάστηκαν τελικά στον βωμό της ωριμότητας. Η πορεία θα δείξει…
Δεν ξέρω αν θα συμφωνήσει μαζί μου ο κόσμος που γέμισε σε ασφυκτικό βαθμό την αρένα του Fuzz το βράδυ του Σαββάτου –ήταν ίσως η μοναδική φορά που παρακολουθώ συναυλία στεκόμενη πλαγίως ή κινδυνεύοντας να ποδοπατηθώ. Αν κρίνω όμως από την ανταπόκριση του κόσμου στα δυναμικότερα κομμάτια των Σκωτσέζων, μάλλον αρκετοί βιώσαμε τα ίδια συναισθήματα έλλειψης πάθους.
Για τη συναυλιακή ιστορία, οι Γάλλοι Kwoon –προσωπική support επιλογή του Stuart των Mogwai, σύμφωνα με τον τραγουδιστή τους Sandy Lavallart– με εξέπληξαν ευχάριστα. Γιατί διαπίστωσα αφενός πως, ναι, υπάρχει γαλλικό post-rock και αφετέρου πως έχουν ένα αρκετά ενθουσιώδες κοινό στην Ελλάδα. Κάνοντας ένα πέρασμα από την πρώτη τους δισκογραφική δουλειά (Tales And Dreams), περνώντας στο When The Flowers Were Singing... και καταλήγοντας στο πρόσφατο ΕΡ τους (The Guillotine Show), οι Kwoon παρουσίασαν, για κάτι παραπάνω από μία ώρα, ένα post-rock το οποίο συμπυκνώνει ισότοπες δόσεις λυρισμού, φρεσκάδας και δυναμισμού, καταφέρνοντας να συμπαρασύρει τα συναισθήματά σου, καθοδηγώντας τα με αριστοτεχνικό τρόπο.
Setlist
White Noise
Killing All The Flies
Rano Pano
I Know You Are But What Am I?
Death Rays
New Path To Helicon Pt. 1
I’m Jim Morrison, I’m Dead
How To Be A Werewolf
Mexican Grand Prix
You’re Lionel Richie
Hunted By A Freak
Mogwai Fear Satan
2 Rights Make 1 Wrong
Auto Rock
Glasgow Mega-Snake