Με τη μουσική των Tiger Lillies να φτάνει στ’ αυτιά μου από την πλατεία Συντάγματος την οποία άφηνα πίσω μου και με τα μάτια μόνιμα δακρυσμένα –και όχι από συγκίνηση, όπως είναι κατανοητό– ξεκίνησα την κάθοδο προς το Μοναστηράκι για μία βραδιά που ειλικρινά δεν ήξερα πώς θα εξελιχθεί. Από πολλές απόψεις αυτό, όχι μόνο μουσικές… Τελικά όλα κύλησαν ομαλά και λίγο προβλέψιμα, αλλά στη συγκεκριμένη συγκυρία –και με τη φόρτιση που επικρατεί τις τελευταίες ημέρες– ακόμη κι αυτή η εξέλιξη μπορεί να θεωρηθεί έως και θετική.
Σε μία οικογενειακή κατάσταση και με ένα ακροατήριο που δεν πρέπει να ξεπερνούσε τα πενήντα άτομα ακόμη και στο φόρτε της βραδιάς, εμφανίστηκαν τρία ονόματα τα οποία δημιούργησαν κλίμα όασης μέσα σε μία Αθήνα που βράζει (και δεν το εννοώ κλιματολογικά, ο φετινός Ιούνιος είναι άλλωστε σχετικά δροσερός). Πρώτος κατέλαβε τη σκηνή του 6 D.O.G.S. ο Egg Hell, τον οποίο είχα γνωρίσει μέσα από το αμφιλεγόμενο ντοκιμαντέρ του Vincent Moon για την ανεξάρτητη σκηνή της πόλης μας. Οφείλω να ομολογήσω ότι, από εκείνο που είχα δει στην ταινία τότε, έχει κάνει γιγάντια βήματα –τόσο σε ερμηνευτικό επίπεδο, όσο και σε συνθετικό. Στη σκηνή τον συνόδευσε ο Λεωνίδας από τους My Wet Calvin σε πλήκτρα και φωνητικά, και αυτό ίσως του έδωσε την ευκαιρία να εμπλουτίσει τα τραγούδια του με επιπλέον στοιχεία, τα οποία τα ξεκολλήσανε από το δεσμευτικό δίπολο (ακουστική) κιθάρα και φωνή. Οι απόπειρές του στην καταγραφή της βραζιλιάνικης tropicalia στέφονται με επιτυχία, αφού από τη χώρα αυτή ελκύει το ήμισυ της καταγωγής του (τραγούδησε μάλιστα δύο κομμάτια στην τοπική γλώσσα). Όταν δε μπαίνει στα χωράφια της καθαρόαιμης ποπ, είναι όσο ουσιαστικός χρειάζεται η φόρμα –και για να συνοψίσει ολόκληρη τη στάση του αυτή ρίχνει ενδιάμεσα και μία διασκευή στο “Frankly Mr. Shankly” των Smiths! Αξιόλογη και η συνολική παρουσία του Jef Maarawi (σωσίας του φίλου μου του Σπήλιου, παρεμπιπτόντως!), θα ήθελα να τον ξαναδώ κάποια στιγμή στο μέλλον.
Από την άλλη, οι Noise Figures που ακολούθησαν μου ήταν άγνωστοι: δεν τους είχα συναντήσει ξανά σαν όνομα, πολύ δε περισσότερο σαν συγκρότημα ενεργό. Προκύπτει λοιπόν ότι είναι το σχήμα του Γιώργου Νίκα, ο οποίος έχει χρηματίσει συνθέτης/τραγουδιστής/κιθαρίστας στους Zebra Tracks, ενώ στα μέλη της μπάντας του συγκαταλέγονται μουσικοί από τους Flakes (μου είπαν). Έχουν κυκλοφορήσει μάλιστα κι ένα άλμπουμ με τίτλο How To Live In Open Spaces (μπορεί να το βρει κανείς στο iTunes), κι αν κρίνω από τα όσα άκουσα εκείνο το βράδυ, κινείται στα πλαίσια μιας ηλεκτρικής blues folk/rock συμπαιγνίας, που αντλεί επιρροές από τους Bob Dylan, Ryan Adams, Johnny Cash, Love, Jack Johnson και Black Keys (όπως τουλάχιστον έχει γραφτεί για λογαριασμό τους, γιατί δεν είμαι σίγουρος ότι μπορεί κανείς να τα διακρίνει όλα αυτά στη μουσική τους). Συμπαθητική η συνολική τους εμφάνιση, αν και δεν μπορώ να μην παρατηρήσω ότι τα πλήκτρα δεν ακούγονταν καθόλου (και η κοπέλα που τα πατούσε θα έβρισκε πιο ταιριαστή θέση σ’ ένα σχήμα anorak pop μουσικής, καθώς οπτικά δεν ταίριαζε καθόλου με το image της υπόλοιπης μπάντας). Αντίθετα με τη lead κιθάρα, που φρόντιζε να κάνει διαρκώς αισθητή την παρουσία της με σόλο σε κάθε κομμάτι. Να πω τέλος ότι τα τραγούδια των Noise Figures, παρότι άγγιζαν γνωστές και μη εξαιρετέες χορδές του κοινού γούστου του ροκ ακροατή, δεν άφηναν σημάδια πίσω τους και ήταν εν γένει εύκολα ξεχάσιμα.
Ο επικεφαλής της βραδιάς Wooden Wand –ή αλλιώς James Jackson Toth– βγήκε μόνος του στη σκηνή και διέψευσε τους φόβους μου για μία παρουσία υποτονική, που θα μας έστελνε κατ’ ευθείαν σπίτι για ύπνο. Η τραγουδοποιία του έχει σίγουρα ενδιαφέρον –όσο ενδιαφέρον έχει βέβαια μία ακόμη από τις μυριάδες φωνές που μας έχουν κατακλύσει κομίζοντας το μήνυμα της New Weird America, από πολύ δηλαδή έως και καθόλου στο τέλος-τέλος... Ευτυχώς, ο άνετος τρόπος και ο επικοινωνιακός χαρακτήρας του σε κάνουν να ξεχάσεις άβολες σκέψεις σαν τις παραπάνω, οπότε το πότε πέρασαν τα όσα λεπτά έπαιξε ούτε που το κατάλαβα. Πόσα λεπτά; Δεν ξέρω, δεν κράτησα χρόνο… Σίγουρα όχι όσα θεωρεί το αθηναϊκό κοινό ανεκτά και απαραίτητα, πάνω δηλαδή από μία ώρα, αλλά δεν είδα δυσαρέσκεια στο πρόσωπο κανενός μετά το τέλος της συναυλίας. Μας είπε επίσης για τις ωραίες στιγμές που πέρασε παρέα με τον Michael Gira όταν ηχογράφησαν μαζί το πιο πρόσφατό του άλμπουμ (για λογαριασμό της εταιρείας του Young God), το Death Seat, έπαιξε κομμάτια από εκεί όπως και από την υπόλοιπη –τεράστια– δισκογραφία του και τελείωσε με το “Mountain”, το πρώτο κομμάτι που σου βγαίνει στο YouTube αν πληκτρολογήσεις το όνομά του.
Ήταν καλά τελικά και οικογενειακά, ακούσαμε καλές μουσικές σαν ορεκτικό για μια βραδιά που συνεχίστηκε αλλού, και ποιος μπορεί να παραπονεθεί για μία τέτοια εξέλιξη (όπως προείπαμε και παραπάνω) όταν μιλάμε για ένα βράδυ Τρίτης σε μία τέτοια Αθήνα;