«We don’t take this for granted”: αυτή η φράση δια στόματος Neil Fallon συμπυκνώνει όλη την ουσία της βραδιάς της Τρίτης. Οι Clutch έδωσαν στο γεμάτο Gagarin μια συναυλία με τρομερή ενέργεια και ταπεινότητα. Και έλαβαν τη λατρεία που αξίζουν.Ουρά στο ταμείο για μια στριμωγμένη θέση εν μέσω θέρους στο Gagarin. Εξ’ αρχής, αυτή η υπέροχη ατμόσφαιρα προδιαθέτει τον καθένα για κάτι πολύ ωραίο. Το εισιτήριο –με εύλογη τιμή– μαζί με το περσινό εξαιρετικό δεδικασμένο, δίνανε άλλωστε τις καλύτερες υποσχέσεις. Δεν θέλει και πολύ μυαλό πια για να καταλάβεις ότι οι αρπαχτές, που στην πόλη είναι σύνηθες φαινόμενο, βρωμάν από μακριά και ο κόσμος τις απεχθάνεται. Πριν από την έναρξη της συναυλίας υπήρχε λοιπόν ένα όμορφο κλίμα εγρήγορσης και ανυπομονησίας. Καιρό είχαμε να το νιώσουμε...
Λίγο πριν το ρολόι δείξει 21:30, στη σκηνή ανέβηκαν οι Lucky Funeral. Όσοι δεν τους είχαν ξαναδεί έπαθαν την πλάκα τους, απολύτως δικαιολογημένα. Οι υπόλοιποι διαπίστωσαν ότι αυτό το θηριώδες σύνολο δουλεύει ασταμάτητα και έχει γράψει συναυλιακά χιλιόμετρα στην πλάτη του. Ο όρος «θηριώδης» δεν εξαντλείται μάλιστα στη φωνή και στη φιγούρα του Mike. Όλα τα μέλη τους «σκοτώνουν» με το παίξιμό τους, τραντάζουν τα πάντα μέχρι να καταρρεύσουν και μετά συνεχίζουν να τα τσαλαπατάνε. Οι Lucky Funeral, με την ηχητικά βρώμα, με την εκφραστική ευθύτητα και με τα σκηνικά «καμώματά» τους, συγκαταλέγονται στις καλύτερες live μπάντες του εν Ελλάδι σκληρού ήχου. Ίσως δε είναι και η καλύτερη. Δήλωσαν πάντως ότι αυτή η συναυλία ήταν για αυτούς πάντα ένα όνειρο κι έκαναν τον κόσμο να θέλει να τους ξαναδεί. Ιδανικό άνοιγμα για τους πρωταγωνιστές…Οι Clutch πάλι δεν αποτελούνται από rock stars, είναι προσγειωμένοι και παίζουν μουσική ασταμάτητα εδώ και δύο δεκαετίες. Είναι δηλαδή μια μπάντα που δεν επενδύει στη διαφορά ύψους μεταξύ σκηνής και κοινού, δεν παίζουν αφ’ υψηλού και μοιάζουν απόλυτα προσιτοί στον κόσμο. Μπορεί αυτή η στάση να μην κρύβει εκπλήξεις σε οπτικό επίπεδο, τουλάχιστον όμως μιλάμε για ένα σύνολο το οποίο βγάζει υπέροχη ενέργεια με το παίξιμό του. Κι εκεί κερδίζει τα πάντα. Αν κάποιος εξωτερικός παρατηρητής τούς έβλεπε να παίζουν πέρσι και φέτος, δεν θα βίωνε ουσιαστικές διαφορές –εκτός από το setlist. Οι Clutch όμως ποντάρουν στην προσωπική εμπειρία, στο σπρωξίδι, στο μαγκιόρικο headbanging, στο crowdsurfing, στις ιαχές τύπου «Bang, bang, bang, bang!». Και κερδίζουν πανηγυρικά.
Ο Fallon είναι ένας σύγχρονος ροκ κήρυκας, ένας preacher των μισότρελων που θέλει να πει την άποψή του, όχι για να διαφωτίσει το ποίμνιο, αλλά για να δώσει την οπτική που υπερασπίζεται. Οι κινήσεις του όμως δεν περιορίζονται στον διδακτισμό: συχνά-πυκνά ξεσπάει μέσα στον οίστρο του. Και η φωνή του, ενίοτε βραχνή μα πάντα στεντόρεια, εξιστορεί τις εμπειρίες του. Πάντα σεμνός, ευχαριστούσε τον κόσμο για την υποδοχή των τραγουδιών, ενώ παραδέχτηκε το λάθος των Clutch που μέχρι πέρσι δεν είχαν έρθει ποτέ στην Ελλάδα και υποσχέθηκε ότι για την επόμενη εικοσαετία θα τους βλέπουμε συχνότερα!Όλες οι ανθρώπινες μονάδες της μπάντας παίξανε τον ρόλο τους στο αποτέλεσμα της συναυλίας. Ο Tim Sult στην κιθάρα δεν σηκώνει κεφάλι, φαίνεται να είναι το καλό και ήρεμο παιδί. Ο Dan Maines, επίσης σεμνός, σκάβει με το μπάσο του για να μπουν τα θεμέλια του stoner υποστρώματος των Clutch. Και ο Jean-Paul Gaster, ο πιο «τεχνίτης» μουσικός απ’ όλους, μπορεί με ένα λιτό drum kit να σου συνθλίψει το κρανίο, με δύναμη και με μαεστρία που χτυπάει τα τύμπανα.
Η συναυλία της Τρίτης ήταν η επιτομή της αμερικάνικης διασκέδασης με βαρύ ηχητικό στρώμα. Αυτοί που γέμισαν το Gagarin πέρασαν υπέροχα. Ήταν ένα heavy πανηγύρι με υψηλή ένταση, μανιασμένα riffs, ιδρώτα και μπίρα από μια μπάντα που σέβεται τους ακροατές, τους θεατές, τη μουσική και τον εαυτό της.