Η Laurie Anderson ποτέ δεν ήταν απλά μουσικός. Οι ακαδημαϊκού επιπέδου ανησυχίες της δεν εξαντλούνται στη μουσική σύνθεση, αλλά περιλαμβάνουν το σύνολο της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Αν κι αυτό το χαρακτηριστικό αυτομάτως θα έπρεπε να την τοποθετεί σε μικρότερα ακροατήρια, έχει καταφέρει να θεωρείται από τις σημαντικότερες Αμερικανίδες δημιουργούς, με την αίγλη της να ανοίγει τις πόρτες του Ηρωδείου (παλαιότερα) και του Badminton (προχτές). Όταν είχε παρουσιάσει το συγκλονιστικό Homeland το 2007 είχα χειροκροτήσει με πάθος το επίτευγμά της, που περιέκλειε με απόλυτη επιτυχία τις αντιπολεμικές ανησυχίες των διανοούμενων της χώρας της, χωρίς να υστερεί σε αυτό που εξαρχής ήθελες να παρακολουθήσεις: συναυλία. Στο τέλος του έτους την ψήφισα ως την συναυλία της χρονιάς.
Αυτό το λέω για τον απλούστατο λόγο πως το Delusion που παρουσίασε τώρα σε καμία περίπτωση δεν ήταν συναυλία. Η παράστασή της είχε αφετηρία τη δικιά της αφήγηση, ακολουθούσαν τα οπτικά μέρη και κάπου εκεί υπήρχε μια μουσική. Υποτυπώδης, στο background, η οποία δεν χρησίμευε για να τονίσει σημεία της αφήγησης αλλά πιθανώς να σκόπευε να χτίσει το περιβάλλον στο οποίο έπρεπε να βυθιστείς για να παρακολουθήσεις τις λέξεις της. Εννοείται πως μια τόσο μεγάλη μουσικός όπως η Anderson καταφέρνει να δώσει τις σωστές δόσεις θεατρικότητας στην απαγγελία της, χωρίς να γίνεται πομπώδης ή υπερβολική, και να μεταφέρει τις ανησυχίες της βασισμένη τόσο στην επιβλητική φιγούρα όσο και (όποτε έκρινε απαραίτητο) στο κλασικό εφέ της, το οποίο μετατρέπει τη φωνή της σε βαθιά αντρική. Αυτή μάλιστα τη φορά οι ανησυχίες δεν έχουν κοινωνικο-πολιτικό χαρακτήρα αλλά είναι βαθιά προσωπικές. Θέτει ερωτήματα που απασχολούν όποιον μεγαλώνει, αναρωτιέται για ένα σωρό θέματα και προσπαθεί να βρει απαντήσεις.
Δεν ξέρω αν βρίσκοντας κοινά σημεία με τις ανησυχίες της μπορούσες να βυθιστείς σ’ αυτό που κάνει, ουσιαστικά όμως το αποτέλεσμα ήταν αποκαρδιωτικό κατά τη μεγαλύτερη διάρκεια του Delusion. Μπορεί να παρακολουθούσες με άνεση ό,τι έλεγε και το κείμενο να είχε τις καλές του στιγμές, μπορεί το βίντεο να ήταν έξοχο, αλλά η μουσική της είχε έναν ενοχλητικό new age χαρακτήρα: αν στη θέση της Anderson τοποθετούσες μια οποιαδήποτε άλλη μουσικό, θα έμενε χωρίς κοινό στο τέλος. Εδώ πιθανότατα έγκειται και το δικό μου πρόβλημα, καθώς παρακολουθώ την Anderson ως μουσικό και τη μουσική της αγαπάω –οπότε εξαρχής δεν υπήρχε περίπτωση να νιώσω την ίδια ένταση με το Homeland. Όμως, ακόμα και το κεντρικό κομμάτι της αφήγησης ήταν ουσιαστικά ένα σκόρπιο φιλμ αναμνήσεων με το οποίο δύσκολα ταυτιζόσουν ακόμα και στις καλύτερές του στιγμές. Όπως λ.χ. όταν ρωτούσε «σε ποιον ανήκει το φεγγάρι». Ή όταν αναρωτιόταν ποιες είναι οι τελευταίες λέξεις που λες πριν πεθάνεις.
Το στοίχημα για την ίδια φαντάζομαι πως ήταν το ξεγύμνωμα μπροστά στο κοινό της. Και στο Delusion, η Anderson έχει πράγματι ανοίξει διάπλατα την πόρτα των σκέψεών της. Θα ήθελα όμως να τις κάνει μουσική και όχι λέξεις. Η ίδια στην αρχή έλεγε πως θα προτιμούσε, αντί για τελεία στο τέλος κάθε πρότασης, να βάζαμε ένα ρολόι το οποίο θα έδειχνε τον χρόνο που σου πήρε να γράψεις αυτή την πρόταση. Αν γινόταν κάτι τέτοιο, τώρα θα βλέπατε το ρολόι να δείχνει 90 λεπτά. Γιατί δυσκολεύομαι να γκρινιάξω τόσο πολύ που βλέπω την Anderson να γέρνει οριστικά και αμετάκλητα στην αυτοαναφορικότητα η οποία καταστρέφει τους περισσότερους απ’ όσους προσεγγίζουν ακαδημαϊκά την τέχνη τους. Ας ελπίσουμε πως δεν θα κρατήσει πολύ.