Μάγεψαν το αθηναϊκό κοινό οι ερμηνεύτριες από το Πράσινο Ακρωτήρι, με τη Lura να φέρνει μαζί της μια νεανική φρεσκάδα και την Cesaria Evora την πολυετή εμπειρία αλλά και την επιβλητική της παρουσία, συμπληρώνοντας έτσι η μία την άλλη, ακόμα κι αν δεν βρέθηκαν ούτε μια στιγμή μαζί πάνω στη σκηνή του Λυκαβηττού τη Δευτέρα το βράδυ.
Η πρώτη μου αίσθηση όταν μπήκα στο θέατρο ήταν ότι κάποιος ξεσκέπασε το Μέγαρο. Παραταγμένες –και σε τέλεια μάλιστα στοίχιση– οι καρέκλες στην αρένα, ταξιθέτες παντού, καλοχτενισμένες κυρίες με αέρινα φορέματα και κουστουμάτοι, κομψοί κύριοι κυριαρχούσαν. Ενδυματολογικά, ομολογώ πως δεν ταίριαζα καθόλου στο κλίμα. Έκανα όμως την καρδιά μου πέτρα και κάθισα στη θέση μου, ελπίζοντας πως όλο και κάποιος όμοιός μου θα διαβεί την πύλη. Πράγματι, οι νεότερες ηλικίες δεν άργησαν να εμφανιστούν και όταν το ρολόι έδειξε 21.40, η Lura ανέβηκε στη σκηνή για να ανοίξει την συναυλία.
Δεν την είχα ξαναδεί. Ούτε την είχα ξανακούσει. Για το μόνο που ήμουν σίγουρη ότι θα έχει, ήταν το άφρο μαλλί –δεδομένης της καταγωγής της. Και είχα μεγάλη αγωνία να δω αν πραγματικά είναι τόσο σπουδαία όσο είχα διαβάσει. Δεν άργησαν να μου λυθούν οι απορίες, αφού ήδη από τα πρώτα τραγούδια της έπιασα τον εαυτό μου να τη χαζεύει. Πανέμορφη, με ένα κρεμ φόρεμα να «χορεύει» στον ελαφρύ αέρα και με μια φωνή απίστευτη, η Lura ξεσήκωσε τους ακροατές που δειλά-δειλά άρχισαν να χορεύουν έστω και στις θέσεις τους –ζητώντας σχεδόν την άδεια για να συμμετέχουν κι εκείνοι στο πρόγραμμα. Δεν τους αρνήθηκε αυτήν την ευκαιρία η ερμηνεύτρια, αφού λίγο πριν το τέλος, στο “Narina”, προσκάλεσε το κοινό να τραγουδήσει μαζί της. Ο δε αποχαιρετισμός ήρθε με τον καλύτερο τρόπο, όταν στο “Batuku” έδεσε ένα μαύρο μαντήλι στους γοφούς της, έβγαλε τα τακούνια της και λικνίστηκε στον ρυθμό του τύμπανου, αφήνοντας τον κόσμο με ανοιχτό το στόμα και την Jennifer Lopez με μια άξια αντίπαλο. Η μία ώρα που την παρακολούθησα στάθηκε αρκετή για να καταλάβω γιατί την έχει χρήσει διάδοχό της η ίδια η Evora…
Μόνο 15 λεπτά διήρκησε το διάλειμμα και, μετά τους ήχους του “Sinnerman”, όλοι σιώπησαν για να υποδεχτούν την Cesaria Evora. Λίγη βοήθεια μόνο χρειάστηκε για να ανέβει τα 6-7 σκαλάκια της σκηνής και, από ’κει και πέρα, έπιασε το μικρόφωνο και τίποτα δεν την εμπόδισε από το να ξεκινήσει ένα πρόγραμμα το οποίο προμηνυόταν μαγικό. Αν κοιτούσε κανείς μόνο τη σκηνή, θα ένιωθε ότι βρισκόταν κάπου στην Κούβα. Οι μουσικοί χόρευαν συνεχώς και όταν στο “Sentimento” συγκεντρώθηκαν όλοι μαζί στο κέντρο της σκηνής, έμοιαζαν με πλανόδιους μουσικούς σε κάποιον δρόμο της Αβάνας.
Δεν χρειάστηκε πολλή ώρα για να αρχίσει ο κόσμος να κατεβαίνει προς την αρένα, περιστοιχίζοντας κι όσους κάθονταν εκεί. Κακά τα ψέματα, σε μία τέτοια συναυλία, όπου μπορείς να χορέψεις με πανέμορφες μελωδίες, γιατί να μην το κάνεις; Είδα λοιπόν κυρίους να βγάζουν σακάκια και γραβάτες και να χορεύουν δίπλα σε νεαρούς με ράστα, επιβεβαιώνοντας τη ρήση που λέει πως η μουσική ενώνει τα πλήθη. Ακριβώς πριν το “Besame Mucho”, το οποίο –όπως ήταν φυσικό– έκανε το κοινό να τραγουδά αισθαντικά, το κεντρικό μικρόφωνο πήρε ο Nana, ο τυφλός τραγουδιστής της Evora, και συγκίνησε με την ερμηνεία του στο “Camim De Madeiralzin”. Το “Sodade”, βέβαια, απέσπασε το δυνατότερο χειροκρότημα και η σαγηνευτική αυτή συναυλία έκλεισε με το “Papa Joquim Paris” και το “Regresso” στο encore.
Ιδανικός ο καιρός, ιδανικός και ο χώρος και η βραδιά κύλησε σα νερό και με μια αίσθηση στην ατμόσφαιρα να θυμίζει όνειρο. Ακόμα και στην κατάβαση από το Λυκαβηττό άκουγες παιδιά να σιγοτραγουδάνε… «φίλα με πολύ». Τι πιο όμορφο απ’ αυτό, μια δροσερή βραδιά του Ιούνη;