Στο ταμπλό της δεύτερης μέρα ήταν από την αρχή χαραγμένο με μεγάλα γράμματα το όνομα των Pulp, κάτι που δεν συνάδει και πολύ με το πνεύμα του festival. Το να βλέπεις αρκετό κόσμο να βρίσκεται ώρες μπροστα στη σκηνή, από το απόγευμα μέχρι την εμφάνιση του Jarvis Cocker και της παρέας του, αγνοώντας τα τεκταινόμενα σε ένα σκασμό άλλες σκηνές, είναι κάπως περίεργο...

M. Ward

Η εμφάνιση ενός κατά βάση indie-folk singer songwriter στις 8 το απόγευμα προϋποθέτει καφέ, ξάπλωμα στο γρασίδι και επιτάσσει οικονομία δυνάμεων κι έτσι αποφασίσαμε να δούμε τον M. Ward από μακριά. Εξαιρετικός κιθαρίστας για το είδος του, φωνή άψογη, αρκετές οι επιλογές από το "Post-War" του 2006, αρκετά πιο δυναμικές οι εκτελέσεις των κομματιών του (διασκεύασε και το “Roll Over Beethoven”), αλλά υποπτευόμαστε ότι δεν του πάει τόσο η μεγάλη σκηνή όσο ένας κλειστός χώρος.

National


Το πρώτο μισό του set τους δεν ήταν συναυλία. Ήταν λατρευτική τελετή. Περιμένεις φεστιβάλ σαν το Primavera για να δεις μερικές χιλιάδες συμπάσχονες, που έχουν λιώσει άλμπουμ από μπάντες όχι πρώτης γραμμής εμπορικά όπως οι National και τραγουδάνε κάθε στίχο. Είναι δυνατόν να επικρατεί τέτοιος ενθουσιασμός στις πρώτες νότες του "Anyone's Ghost" από το τελευταίο τους άλμπουμ; Το "Mistaken For Strangers" που ακολούθησε (από το Boxer) γιατί μου μοιάζει σ' αυτό το χώρο, μ' αυτούς τους ανθρώπους, με classic; Από πότε το "Bloodbuzz Ohio" (αμέσως επόμενο) έγινε ύμνος; Είναι δυνατόν να χοροπηδάει κόσμος στα "Afraid Of Everyone" (στο οποίο ανέβασαν στη σκηνή τον Sufjan Stevens) και "Conversation 16", δύο επίσης κομματάρες από τον τελευταίο δίσκο, αλλά που δεν είναι και classics;

Καταρχάς να πούμε ότι ηχητικά το όλο σύνολο πρέπει να αποτελεί αντικείμενο μελέτης. Καταπληκτικός ήχος από μια μπάντα που έχει κάνει φοβερή πρόοδο, ενώ και ο ίδιος ο frontman στέκεται στο ύψος αυτού που υπηρετεί. Μολονότι πίνει τόσο ώστε να φέρει το στίγμα του καταρραμένου, δε βολοδέρνει σαν Ορέστης Μακρής ή Stuart Staples μέχρι τελικής πτώσεως, αλλά πατάει γερά για να ξεσηκώσει ακόμα και μία αρένα. Το βαρύτονo της φωνής του επιβάλλεται στο χώρο και δεν χάνεται, ούτε επισκιάζει τα ξεσπάσματα της μπάντας. Οι κινήσεις του, μολονότι βασίζονται σε συγκεκριμένη μανιέρα (ασύγχρονα μισά βηματα μπρος πίσω και σκυμμένο κεφάλι, στόμα κολλημένο στο μικρόφωνο) ποικίλλουν ανάλογα με τις ανάγκες και την ένταση του κομματιού τόσο ώστε να αισθάνεσαι ότι το ζει ξεχωριστά. Γνωρίζει να επικοινωνεί με το κοινό στα διαλείμματα, αλλά και να το ταξιδεύει ενδιάμεσα. Δυστυχώς, αυτό που δεν είχαν είναι ισορροπία στο set. Κάπου στα μισά έγινε κακώς μια κοιλιά παρατεταμένη που χάλασε ευτυχώς τις καλές εντυπώσεις. Εντούτοις, πρέπει να παραδεχθούμε ότι μετά από τόσα χρόνια που παρακολουθούμε τους National όλοι μας, μιλάμε για μια μπάντα που τουλάχιστον έχει εξελιχθεί σε μεγάλο βαθμό. Τον όρο "δουλειά" που ως τεμπέληδες καμιά φορά τον χρησιμοποιούμε ειρωνικά, τον έκαναν πράξη όλα αυτά τα χρόνια και δεν είναι τυχαία η αναγνώριση και των κριτικών τα τελευταία δύο-τρία χρόνια.

Belle and Sebastian


Το να βλέπεις τους Belle And Sebastian ως βετεράνους να παίζουν μπροστά από δεκάδες χιλιάδες κόσμο με άνεση είναι περίεργο (τουλάχιστον αν μας το έλεγε κανείς όταν τους πρωτογνωρίσαμε). Ξεκινώντας γύρω μετά τις 10.30 με το "I Didn’t See it Coming" έπαιξαν μια σειρά από αγαπημένα ("I'm A Cuckoo", "Step Into My Office, Baby", "Le Pastie De La Bourgeoisie", "Judy and The Dream of Horses"), με μερικές εκπλήξεις (βλ. "Legal Man"), έκαναν ό,τι περίπου συνηθίζουν να κάνουν (το κόλπο με τη μάσκαρα, την πρόσκληση χορευτών στη σκηνή στο "The Boy With The Arab Strap") και έπαιξαν και με την αγωνία του κοινού με ένα κομμάτι του "Common People". O Stuart Murdoch έχει αποκτήσει αέρα frontman πλέον, η μπάντα δείχνει να συντονίζεται πλήρως με τις ανάγκες ενός μεγάλου φεστιβαλικού κοινού και αυτή είναι μια βαρβάτη folk-rock στιγμή νοσταλγίας και καλά θαμμένης αθωότητας, με απλωμένα, ξεψαρωμένα χαμόγελα στο κοινό.

Low


Δεν καταφέραμε να τους δούμε πέρσι στην κλειστή αίθουσα του Auditori να ερμηνεύουν το αγαπημένο άλμπουμ "The Great Destroyer" και φέτος δεν θα το χάναμε με τίποτα. Όσον αφορά στο προαναφερθέν άλμπουμ, ξεμπερδεύουν σχεδόν μέχρι τα μισά μαζί του (με τα "Monkey", "Silver Rider", "Pissing"), με το set τους να δανείζεται κομμάτια από διαφορετικά σημεία της δισκογραφίας τους. Είναι η στιγμή που θέλεις να ξεφύγεις από όλους τους γνωστούς και να τους απολαύσεις μόνος, έτσι ώστε κανένα σχόλιο από το πουθενά περί ύπνου και ληθαργικών συνδρόμων να μη σου χαλάσει την εμπειρία. Η ομαδική απόλαυση του slowcore έρχεται απλώς ως άθροισμα υπνωτισμένων fans που ζουν την εμπειρία αυτή στο χώρο ξεχωριστά. Μια μίνιμαλ, στοιχειωτική λιτανεία όπου όλα συμβαίνουν... σωτήρια αργά. Ιδανικό και το τελείωμα με το αγαπημένο fuzzy έπος "Canada"...

Pulp


Λες και ήταν 1996. Αν κανείς το είχε ανάγκη, μ' αυτό εδώ το live γέμισε μπαταρίες πλήρως και ενδεχομένως να μη χρειάζεται και να τους ξαναδεί. Δεν θυμάμαι άλλη εμφάνιση στο Primavera να μου έδωσε την εντύπωση ότι τελείωσε τόσο γρήγορα. Από το "Do You Remember the First Time?" φύγανε αυγά, πασχάλια, μπύρες, ποτά και λοιπά κρατούμενα στον αέρα. Έτυχε να πάρω δύο ποτά τα οποία προσγειώθηκαν στο ισιωμένο μαλλί μιας άτυχης Καταλανής. Με τις υγειές της.

Η μπάντα κρατήθηκε διακριτικά πίσω κάνοντας "τη δουλειά" της και ο Jarvis με τους χορούς, τα σκέρτσα, τα κουνήματα και τα σχόλιά του ανέλαβε μπροστά ως γνήσιος διασκεδαστής. Γνωρίζουμε τώρα όμως καλά πλέον ότι το άστρο αυτό για να λάμψει θέλει και την παρέα από πίσω.

Οι Pulp του 2011 μου μοιάζουν, ακόμα και στην πρώτη εμφάνισή τους, πιο relaxed. Απολαμβάνουν οι ίδιοι πάνω από όλα το show και την επικαιρότητα ήχου και στίχων που δεν τους κατάπιε εύλογα το brit pop ναυάγιο και ανταποδίδουν με ένα crowd-pleasing show. Παίζουν σχεδόν όλο "Different Class" (μόνο τα Mis-Shapes, Pencil Skirt, Monday Morning έλειψαν) και, βλέποντας έναν Cocker να τα υποστηρίζει λες και γράφτηκαν χθες, προσπαθούμε να αποφύγουμε τη συγκίνηση και τη νοσταλγία. Ο Jarvis κατεβαίνει στο κοινό και δίνει το μικρόφωνο για μία πρόταση γάμου (εκεί παρεμβάλλονται τα κακεντρεχή σχόλια των ήδη παντρεμένων).

Έχουμε φτάσει στο τέλος, με την απαραίτητη, θεατρική κοιλιά του party. Ο Jarvis αφιερώνει το επόμενο κομμάτι στους ειρηνικά διαμαρτυρόμενους της Placa de Catalunya η οποία γνώρισαν τη βίαιη επέμβαση της αστυνομίας. “I know some shit went down in the main square today”. Τα πρώτα riff του "Common People" δίνουν το σύνθημα. Χάνεται η μπάλια. "Razzmatazz" στις καθυστερήσεις. ξελαρυγγιάζονται πάνω από 30.000 άτομα. Οι πιο snob απλά σιγοτραγουδάνε...

Spots

Ariel Pink's Haunted Graffiti @ Pitchfork Stage: Τους είδαμε στο τελευταίο κομμάτι, λιωμένους από τα ναρκωτικά... Άποψη δεν προλάβαμε να σχηματίσουμε.

Simian Mobile Disco @ Llevant stage: Απογοήτευση. Βρισκόμαστε στο 2011 και αν δεν μπορούν να κάνουν αυτό που κάνουν ζωντανά, αλλά ούτε και να προσφέρουν κάποιο show, δεν έχουν κανένα λόγο ύπαρξης. Το να γυρίζει κανείς κουμπιά πέρα δώθε δεν εμπνέει πλέον ούτε ψαρωμένη groupie επαρχιακού club. Και ο ήχος γίνεται να είναι πιο παρωχημένος και από τις εκτελέσεις ετών πριν;

Battles @ Ray-Ban stage: Τους είδαμε δυστυχώς για πολύ λίγο (ένεκα αποστάσεων) και δεν μπορούμε σίγουρα να κάνουμε κριτική. Φοβερή ενέργεια, καλό και το κόλπο με τους guests των φωνητικών από την οθόνη.

Deerhunter @ Llevant stage: Η νέα τους δουλειά είναι σίγουρα και αυτή που μπορεί να ακουστεί από πολύ κόσμο. H προσοχή σου στέκεται στις (φοβερές) ικανότητες του Bradford Cox στην κιθάρα. Κάθε κόλπο του είναι ικανό να ξεσηκώσει τις πρώτες σειρές. Οι υπόλοιποι παρακολουθούν ήρεμα προσπαθώντας να αξιολογήσουν το hype, ψελλίζοντας ονόματα όπως Sonic Youth και Spacemen 3. Στο “Nothing Ever Happened” συντονίζονται οι πάντες. Έχουν ξαναδεί τόσο κόσμο μαζεμένο για την αφεντιά τους;

{youtube}nWBJF2ffxJY{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured