Αθήνα και Θεσσαλονίκη διαφωνούν για τις αιτίες, αλλά συμφωνούν στο ζητούμενο: οι Charlatans δεν ήταν ακριβώς αυτοί που περιμέναμε, παρότι ο κόσμος που πήγε να τους δει πέρασε ολοφάνερα καλά μαζί τους. Η Στέλλα Κουρμουλάκη από το Fuzz της Αθήνας τα ρίχνει στον Tim Burgess και στον ήχο –κρατάει όμως ένα φανταστικό encore– ενώ ο Στέργιος Κοράνας από το Principal της Θεσσαλονίκης επαινεί τον Burgess και τον ήχο, κατηγορώντας τη συνολική απόδοση, η οποία θύμιζε άκουσμα CD και όχι συναυλίας...

Fuzz, Αθήνα, 13/5
της Στέλλας Κουρμουλάκη

Αν όλη η συναυλία των Charlatans κυλούσε όπως ακριβώς το encore τους, θα έφευγα ευχαριστημένη το βράδυ της Παρασκευής από το Fuzz. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν έγινε, με τον ήχο να αμφιταλαντεύεται ανάλογα με τη θέση που καθόσουν και με τον Tim Burgess να μην βρίσκεται σε τρελά κέφια. Παρ' όλες τις αντιξοότητες, πάντως, ο κόσμος έδειχνε να περνάει πολύ καλά και αποθέωνε τους Βρετανούς σε κάθε ευκαιρία.

Η συνέπεια αυτού του live ήταν ανατριχιαστική: 9.30 είπαν στο τηλέφωνο, 9.45 βγήκαν (τηρώντας το καθιερωμένο ακαδημαϊκό τέταρτο). Λόγω της καχυποψίας μου, έφτασα 9.55. Τους πέτυχα έτσι στο δεύτερο τραγούδι, οπότε δεν μπορώ να μιλήσω για το ύφος του πρώτου τους λεπτού επί σκηνής. Θέλω να πω με αυτό πως ίσως δεν τους πολυάρεσε το γεγονός ότι δεν αντίκρισαν ένα κατάμεστο Fuzz (εύκολα έφτασα στο μπροστινό κάγκελο, στη δεξιά πλευρά της σκηνής). Μπορεί αυτό να είναι βέβαια και το στιλ τους (αν και για την εμφάνισή τους στο Primavera άκουσα καλύτερα λόγια). Όπως και να έχει, διέκρινα ήδη από την είσοδο έναν frontman σε σχετική αδράνεια. Απλά ντυμένος και αρκούντως επικοινωνιακός, που όμως με την ερμηνεία του δεν κατάφερε να κερδίσει τις εντυπώσεις. Έλεγε τους στίχους που έπρεπε να πει και αυτό ήταν όλο.

Σε αυτήν την κατάσταση, σίγουρα δεν βοηθούσε ο ήχος. Ειδικά στη δεξιά πλευρά της σκηνής όπου καθόμουν αρχικά άκουγα τόσο έντονα τα ντραμς και τις κιθάρες, ώστε η φωνή του Burgess απομακρυνόταν αργά και σταθερά. Ένιωθα σαν να βρίσκομαι σε κάποιο μπαρ, πίνοντας το ποτό μου στον έξω χώρο, ενώ παρεμπιπτόντως κάτι έπιανε το αυτί μου και από τη μουσική που έπαιζε εντός ο DJ. Μετακινήθηκα, λοιπόν, στη μέση της συναυλίας κάπου στο κέντρο και αρκετά κοντά στη σκηνή. Έβλεπα τον  Burgess να χαμογελάει, να χαιρετάει, να πιάνει τα χέρια κάποιων από το κοινό και σκέφτηκα πως είναι συμπαθητικός. Σε εκείνο περίπου το σημείο της βραδιάς ήρθε το “The Only One Ι Know” –με τις αναμενόμενες αντιδράσεις. Κάτι σαν να ξύπνησε μέσα του και στο υπόλοιπο της εμφάνισης πήρε κάπως τα πάνω του.

Ο Burgess άρχισε λοιπόν να κινείται λίγο παραπάνω στη σκηνή και να βάζει λίγο πάθος στη φωνή του –φωνή την οποία άκουγα σαφώς καλύτερα στη δεύτερη θέση μου στο Fuzz. Ακριβώς πριν το encore τραγούδησε το “This Is The End”, κατά το οποίο έγινε ένας πρώτος χαμός: μας παρακινούσε να χτυπήσουμε ρυθμικά παλαμάκια, τα φώτα έπαιζαν με μας κι αυτόν και ο κόσμος είχε εκστασιαστεί. Αφού αποχώρησαν, κατόπιν λαϊκής απαίτησης επανεμφανίστηκαν με τα “How High” και “My Beautiful Friend”. Από όλη τη βραδιά, εκείνη ήταν η στιγμή που είδα μπροστά μου την εικόνα που είχα για τους Charlatans να παίρνει σάρκα και οστά. Ένας Tim Burgess ο οποίος επιτέλους ανταποκρινόταν στον ρόλο του και με τα τελευταία κομμάτια, κατάφερε να με κάνει να θέλω να πάω ακόμα πιο μπροστά.

Προσωπικά οι μεγάλες και τραβηγμένες από τα μαλλιά εμφανίσεις με κουράζουν και βρίσκω πως συνήθως ρέπουν προς το να κάνουν κοιλιά. Άρα μια εμφάνιση της μιάμισης ώρας είναι δώρο Θεού. Κι αν ειδικά το encore σου μένει αξέχαστο, όπως αυτό της Παρασκευής, τότε όλα λειτουργούν ρολόι. Ωστόσο, αν το εκάστοτε συγκρότημα αποφασίζει να δείξει τι αξίζει μετά τα πρώτα 45 λεπτά, με αποκορύφωμα τα τελευταία 15, τότε υπάρχει πρόβλημα. Αν δε το εισιτήριο κοστίζει 40 ευρώ (και μάλιστα χωρίς support), τότε υπάρχει μεγάλο πρόβλημα. Αυτή είναι βέβαια η δική μου άποψη... Γιατί δεν είδα κανέναν να φεύγει απογοητευμένος από το Fuzz. Αντιθέτως, το τέλος της βραδιάς ήταν γεμάτο χαμόγελα.

Principal, Θεσσαλονίκη, 14/5
του Στέργιου Κοράνα

Τους Charlatans περίμενα πολύ να τους δω, μιας και είναι από τα αγαπημένα συγκροτήματα της εφηβείας-μετεφηβείας μου. Βέβαια, δεν θα πήγαινα σε καμιά περίπτωση με τόσο ακριβό εισιτήριο, οπότε βρέθηκα χάριν αβοπολίτικων «καθηκόντων». Και η αλήθεια είναι ότι οι Βρετανοί δεν ανταποκρίθηκαν ακριβώς στις προσδοκίες μου. Αλλά ας τα δούμε αναλυτικά…

Φτάσαμε στο Principal στις 22.35, έχοντας χάσει το πρώτο κομμάτι του live –ευτυχώς όμως μπήκαμε γρήγορα στο κλίμα. Από άποψη κόσμου δεν υπήρχαν και πολλά πράγματα, περίπου 300 άτομα. Δεδομένης της τιμής του εισιτηρίου, σκέφτηκα, ήταν λογικό να έχουν έρθει μόνο οι φανατικοί θαυμαστές του γκρουπ.

Από άποψη setlist, τα πράγματα αποδείχθηκαν αρκετά ισορροπημένοι, με παλιά και νέα τραγούδια. Οι Charlatans δεν άφησαν παραπονεμένο τον κόσμο τους, εκτός ίσως απ’ όσους θα περίμεναν να ακούσουν τίποτα hits, μιας και το μοναδικό από τα πολύ-πολύ γνωστά τους κομμάτια που έπαιξαν, ήταν το “The Only One I Know”, κάπου στη μέση της βραδιάς (προς δική μου απογοήτευση, έχασα το αγαπημένο μου “Then”, που παίχτηκε πρώτο-πρώτο). Το βασικό σετ κράτησε μια ώρα κι ένα τέταρτο, επέστρεψαν δε κατόπιν για ένα εικοσάλεπτο περίπου encore.

Από άποψη σκηνικής παρουσίας, μόνο ο Tim Burgess είχε να δείξει μια πολύ καλή διαδραστικότητα με το κοινό –οι υπόλοιποι ήταν πιο πολύ επικεντρωμένοι στο παίξιμό τους. Βέβαια, από μια μπάντα της alternative σκηνής των 1990s δεν περιμένει κανείς να κάνουν και ποιος ξέρει τι επί σκηνής, θα μπορούσαν πάντως πιστεύω να μας δώσουν κάτι παραπάνω σε σχέση με τα στουντιακά τους επιτεύγματα. Δυστυχώς, έμοιαζαν λίγο-πολύ σαν να τους ακούγαμε από CD.

Το κοινό, παρότι λίγο, αποδείχθηκε πάρα πολύ θερμό με τη μπάντα. Όλοι τους απόλαυσαν κάθε στιγμή, από την αρχή μέχρι το τέλος, ειδικά ο κόσμος στις πρώτες σειρές. Από άποψη ήχου, το Principal μας ικανοποιεί πάντα και με το παραπάνω. Και αυτή τη φορά ο ήχος ήταν καθαρός, με τα όργανα να διακρίνονται άνετα και τα φωνητικά να ακούγονται όντως αγγλικά κι όχι… αλαμπουρνέζικα.

Έτσι, σε τελική ανάλυση, είδαμε μια συναυλία που ευχαρίστησε μεν, δεν ανταποκρίθηκε όμως και τόσο στις προσδοκίες μας. Ίσως στο μυαλό μας οι Charlatans να ηχούν πιο ενεργητικοί και ζωηροί, από όσο είναι στην πραγματικότητα επί σκηνής.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured