Παρασκευή 6 Μαΐου, τοπική ώρα Στοκχόλμης 20.15. Ο προθάλαμος του Cirkus Arena είναι ασφυκτικά γεμάτος. Έχει ήδη τελειώσει το support group. Dough Rollers τους λένε, Νεοϋορκέζοι μπλουζάδες –είχαν περιοδεύσει και με τον Bob Dylan το περασμένο καλοκαίρι. Δυστυχώς, μαγεμένοι καθώς ήμασταν από την πόλη, καθυστερήσαμε στο ραντεβού μας. Ραντεβού που οι Σουηδοί τηρούν αυστηρά. Κι έτσι, για μία ακόμη φορά, σαν «σωστοί παραδοσιακοί Έλληνες», θέσαμε σε δεύτερη μοίρα μια λιγότερο γνωστή αλλά εξίσου ενδιαφέρουσα και εκφραστική μπάντα. Αξίζει που την ψάξαμε, όμως.
Σουηδέζες και Σουηδοί βρίσκονται έξω για το καθιερωμένο «αλκοολούχο διάλειμμα». Μπουκάλια μπύρας παντού, τσιγάρα σβησμένα στο πάτωμα, σχόλια, ομιλίες και γέλια γεμίζουν την ατμόσφαιρα του χώρου. Ξέρετε, στη Σουηδία αλκοόλ και τσιγάρο απαγορεύονται στις συναυλίες. Οπότε η φάση είναι ό,τι προλάβεις στο διάλειμμα. Περίεργο; Γι’ αυτούς όχι... Θα το προτιμούσαν διαφορετικά πάντως. Λίγο πιο δίπλα, κάποιοι πολιορκούν το stand με τα μπλουζάκια –όλοι θέλουν μια μπλούζα των Queens. Άλλοι για ενθύμιο, άλλοι για να νιώσουν μέρος αυτού που θα ακολουθούσε, άλλοι για να αποδώσουν φόρο τιμής στους ιεραποστόλους του stoner. Κι εμείς μαζί τους!
Το καμπανάκι χτυπάει. Ο κόσμος σιγά-σιγά συρρέει στην αρένα. Τα φώτα δεν αργούν να σβήσουν και ο “Regular John” μπαίνει στη σκηνή, «τρέχοντας», με το «μαχαίρι στο χέρι». Διαστρεβλώνει τους ήχους, διαστρεβλώνει τους αριθμούς και μας ζητά να «ανοίξουμε τα μάτια», να «ανοίξουμε τα χέρια» και ν’ αφεθούμε στην έκσταση της βραδιάς. Πρόκειται για «τελετή».
Από το πρώτο κιόλας τραγούδι, τα λευκά παπούτσια του καθώς πρέπει κυρίου Van Leeuwen –του πιο καλοντυμένου ρόκερ, σύμφωνα με τους fans του– άρχισαν να σπινιάρουν σε ρυθμούς twist πάνω στη σκηνή, ενώ με την έκρηξη του “Avon” δεν άργησαν να απογειωθούν και στον αέρα. Ο δίσκος Queens Οf Τhe Stone Age, εντωμεταξύ, συνεχίζει να ξετυλίγεται χωρίς ανάσα. Εκφραστικότερος, πλουσιότερος, ξηρότερος και συνάμα εντονότερος από κάθε άλλη φορά. “If Only”, “Walkin’ On The Sidewalks” καιιι…. τα πρώτα τσιγάρα δεν αργούν να ανάψουν! Με την έκφραση «ανάμεσα σε αυτούς τους τοίχους θα κάνουμε ό,τι θέλουμε», λες και ήταν συνεννοημένοι, Homme, Van Leeuwen και Shuman φυσάνε τον καπνό από τα στόματα τους επιδεικτικά, ενώ η δίψα εκτονώνεται με γαλλική βότκα να ρέει κατευθείαν από το μπουκάλι στα στόματα.
Ένα τραγούδι αργότερα, το ανατριχιαστικό riff του μπάσου στο “Mexicola” μας έσφιξε το στέρνο και, σφιχτά όπως μας κρατούσε, μας έσυρε χτυπώντας μας από ’δω κι από ’κει μέσα από “Hispanic Impressions” και “Bronze” αποχρώσεις, για να μας αφήσει λίγο στις μνήμες ενός “…Teenage Hand Model” και να μας αδράξει ξανά στο “You Can’t Quit Me Βaby” –όπου και ολοκληρώθηκε το πρώτο μέρος. Η επανέκδοση του άλμπουμ Queens Of The Stone Age με τρία bonus tracks και η εκ νέου του προώθηση από τη μπάντα, 13 χρόνια μετά την αρχική του κυκλοφορία, στάθηκε ως αφορμή για την περιοδεία που τους είχε φέρει και στη Στοκχόλμη. Η συναυλία είχε ολοκληρωθεί, οπότε δεν έμενε παρά να βγουν και πάλι στη σκηνή, να μας αποτελειώσουν. Χωρίς περιορισμούς και αναστολές. Όπως και κάνανε.
“Burn The Witch” και ο χορός αρχίζει. Μικρές αλλά καθοριστικές αλλαγές στο σκηνικό, “Monster In The Parasol”, “Long Slow Goodbye”, “Little Sister” και το Cirkus Arena έχει πάρει φωτιά. Οι καθισμένοι όρθιοι, οι όρθιοι στον αέρα: το αμφιθέατρο είχε βρει πλέον τους ήρωες της βραδιάς και δεν νομίζω πως θα καταφέρει να τους ξεχάσει γρήγορα. Το encore όμως συνεχίζεται: “Tangled Up In Plaid” και τέλος “Go With The Flow”. Όλοι βρίσκονται σε κατάσταση οργασμού, μπορείς να το διακρίνεις στα πρόσωπά τους: Homme, Van Leeuwen, Castillo, Fertita, Shuman, το κοινό, εμείς... Το live δεν μπορούσε να τελειώσει εκεί. Η μπάντα αποχώρησε, αλλά όλοι νιώθαμε ότι δεν γίνεται να έληξε έτσι αυτή η «τελετή». Άλλωστε, δεν είχε ολοκληρωθεί η θυσία ακόμα.
Και η θυσία δεν άργησε να γίνει. Με χαμόγελα να γεμίζουν τα βλέμματα, με τα χέρια σηκωμένα στον αέρα και μ’ ένα ευχαριστώ χαραγμένο στα χείλια, οι ήρωες –κάτω από ασταμάτητες φωνές κι επευφημίες– έπιασαν τα όργανα και ολοκλήρωσαν τη θυσία. Με δύο τραγούδια, ένα «για τον τυφλό» κι ένα «για τον νεκρό», με ένα ατέλειωτο jam, με χορό και έκσταση πάνω στη σκηνή τα πνεύματα τελικά εξαγνίστηκαν. Η τελετή είχε ολοκληρωθεί. Το rock ‘n’ roll κυριάρχησε.