«Καλύτερα να μην έχεις ποτέ υψηλές προσδοκίες». Αυτός ο τίτλος αρμόζει στην εμφάνιση του Gonjasufi τη νύχτα της Παρασκευής, με απαραίτητο επεξηγηματικό υπότιτλο: «Πώς μια συναυλία που ξεκινά υποδειγματικά εξελίσσεται σε φιάσκο». Όσο κι αν έσπειρε, κατά το κοινώς λεγόμενον, στις εν Ελλάδι προηγούμενες εμφανίσεις του ο προσφιλής κύριος Sumach Εcks, τούτη τη φορά η συναυλία του ήταν απλά απογοητευτική.
Ας τα πάρουμε ένα-ένα. Το ιδιότυπο ντουέτο των King Elephant και της Blondie.g.d ανέλαβε το «ζέσταμα» στο Bios, με αναδρομικά επαναλαμβανόμενες οικοδομήσεις σε θεμέλια ασταθή, αλλά με προφανή την αγωνία και την προσπάθεια για δημιουργία. Μερικές φορές, ανάμεσα στα ρυθμικά δημιουργήματα του ενός και στη φωνή της άλλης, παρεμβάλλονταν πλήκτρα ή σαξόφωνο (παιγμένο από τους ίδιους), χωρίς όμως να υπάρχει κάποια λεπτομέρεια που να «τσιγκλάει». Κάπου πελαγοδρομούσε η όλη απόπειρα. Ίσως στον εύκολο αυτοσχεδιασμό του πνευστού, πιθανόν στα πιανιστικά θέματα τα οποία έμεναν στην επιφάνεια, μάλλον στη φωνητική ερμηνεία που δεν ξεπερνά –ούτε προσπερνά– τις ομοϊδεάτισσές της στην ελληνική επικράτεια. Δεν είναι μόνο η μορφή που έχει σημασία, είναι και εκείνη η απροσδιόριστη δύναμη η οποία σε παίρνει και σε ξεσηκώνει, όπου κι αν βρίσκεσαι. Είτε στη σκηνή είτε στο κοινό.
Προς το πέρας της εμφάνισης των King Elephant και Blondie.g.d μπήκε στον χώρο ο εύκολα αναγνωρίσιμος Gonjasufi με τους υπόλοιπους συνοδούς του, με τον κόσμο να τον υποδέχεται ένθερμα. Και λίγο μετά, όσο ακόμα έπαιζαν οι προηγούμενοι, ανέβηκε στη σκηνή με τη μπάντα του και –με μια υποδειγματική παρεμβολή– απογείωσε το τελευταίο κομμάτι τους. Αυτή ακριβώς είναι μια δυναμική φυσιογνωμία που μπορεί να ξεσηκώσει. Εκείνος να ραπάρει με τον χαρακτηριστικά διαλυμένο του τρόπο και ο κόσμος να συνεπαίρνεται από την ορμή των κυμάτων.
Από ’κει και πέρα, όμως, ξεκίνησε μια κατιούσα πορεία, αργή μα σταθερή. Διότι ο αυθορμητισμός και η ωμότητα είναι υπέροχες έννοιες, αρκεί να εντάσσονται στο πλαίσιο της μέθεξης και όχι της παραζάλης. Διότι ο Καλιφορνέζος και η μπάντα του ουσιαστικά τα ’σπαγαν ως μεθυσμένοι νεανίες που την επόμενη μέρα δεν θα θυμούνται τι έκαναν. Δεν κατέστρεψαν φόρμες και αντιλήψεις με κάποιον σκοπό. Βασικά ούτε καν έπιαναν στα χέρια τους τις φόρμες –απλά τις ανακινούσαν και τις προσέφεραν σκόρπια στον κόσμο.
Δεν γίνεται ωστόσο να μην τονισθούν ορισμένα πράγματα. Κατά πρώτον, υπήρξε κόσμος που στο πέρασμα της εμφάνισης, όσο κι αν η αποσύνθεση προχωρούσε ακάθεκτη, έβρισκε αρεστό τούτο το προϊόν. Κατά δεύτερον, ο Gonjasufi είναι σίγουρα μια από τις πιο εμβληματικές και πιο χαρακτηριστικές υπάρξεις στον κόσμο του post-hip hop, όσο «λίγη» και αν μοιάζει τούτη η ονομασία.
Κι όμως, όλα αυτά δεν αρκούν για να εξωραϊστεί ένα φιάσκο. Ο ντράμερ βάραγε επειδή γούσταρε. Ο κιθαρίστας με την ήρεμη περιβολή έπαιζε τα πάντα με δυο εφέ, λες κι εκείνη την ώρα σκεφτόταν τι θα κάνει. Ο μπασίστας προσπαθούσε με καλή διάθεση να ακολουθήσει τους υπόλοιπους, ενώ ο Gonjasufi κραύγαζε, ωρυόταν, πειραματιζόταν και έβγαζε κάθε λογής ήχους από το στόμα του. Όσο κι αν το ξεκίνημα έμοιαζε απολαυστικό και προμήνυε για κάτι ξεχωριστό, εν τέλει η εμφάνιση του τζιβοφόρου κατάντησε κουραστική. Τα κομμάτια από τον δίσκο ακούγονταν ενδιαφέροντα με την ηλεκτροφόρα ενδυμασία τους, αλλά δεν «έσκαγαν», ενώ όσα κομμάτια προέρχονταν από το ιδιότυπο jamming, όταν δεν σταματούσαν ελέω των ορέξεων του Gonjasufi, έχαναν στη μέση τον προσανατολισμό τους για να οδηγηθούν εν τέλει στην ίδια κατεύθυνση με όλα τα υπόλοιπα.
Στη σκηνή του Bios την Παρασκευή στάθηκε ένα σύνολο ασυντόνιστο, υπό τις ασαφείς οδηγίες ενός ανθρώπου που δεν μπορεί να διαχειριστεί μια συγκεκριμένη κατάσταση. Μια μπάντα χρειάζεται τις ανάλογες εμπειρίες και ο Gonjasufi δεν τις έχει. Και μην ξεχνάμε ότι τέτοιες υπάρξεις γίνονται τεράστιες λόγω παραγωγής, γιατί ξέρουν να τις ελέγχουν.