Φωτογραφίες: Αίγλη Δράκου

Κυριακή βράδυ και το Fuzz ανοίγει τις πόρτες του για να υποδεχθεί το πρώτο Swing Thing, ένα φεστιβάλ ή καλύτερα ένα πάρτυ με τα χρώματα και τους ήχους του swing. Οι Athens Lindy Hop, οι Athens Swing Riots και οι Athens Swing Cats βρίσκονταν εκεί, όπως επίσης οι HiRollers, οι Penny & The Swinging Cats και οι εξέχοντες καλεσμένοι εξ Αμερικής, Royal Crown Revue. Αυτό που δεν έδωσε το παρών ήταν το κοινό της Αθήνας, αφήνοντας το Fuzz μισοάδειο και τις όποιες ελπίδες για συνέχεια του συγκεκριμένου φεστιβάλ ελάχιστες.

Οι τρεις χορευτικές ομάδες έκαναν βέβαια ό,τι μπορούσαν, για να δημιουργήσουν την ατμόσφαιρα που χρειαζόταν, όμως είναι πια κοινό μυστικό πως δύσκολα αγκαλιάζονται καινούργιες προσπάθειες, διαφορετικοί ήχοι και νέες προτάσεις. Η βραδιά, όπως εξελίχθηκε, απέδειξε πως μια καλύτερη υποδοχή την άξιζε και με το παραπάνω. Όμως δυστυχώς με τα μόλις 300 εισιτήρια –παρόλο τον ντόρο και την προβολή του φεστιβάλ– δύσκολα οι promoters θα επιχειρήσουν να φέρουν ξανά στα μέρη μας ένα τόσο μεγάλο όνομα. Και να είστε σίγουροι ότι υπήρχαν πολλά στα μελλοντικά τους σχέδια.

Για να περάσουμε τώρα και στο μουσικό κομμάτι, όπως ακριβώς έγραφε στο πρόγραμμα η ώρα ήταν 21:30 όταν ανέβηκε στη σκηνή το πενταμελές σχήμα των HiRollers. Γνώριμοι στους κύκλους του swing, έτυχαν αμέσως θερμότατης υποδοχής και το ανταπέδωσαν με τον καλύτερο και πιο πειστικό τρόπο. Δυνατό boogie με πάθος και ζωντάνια, από μια μπάντα η οποία έχει δουλέψει πολύ –και φάνηκε από το πρώτο τραγούδι. Το σαξόφωνο δε που προστέθηκε τον τελευταίο καιρό έδωσε στο σχήμα μια νέα δυναμική κι έναν όγκο ο οποίος έλειπε από τον ήχο τους. Για περίπου μισή ώρα έπαιξαν δικές τους συνθέσεις από το ομώνυμο ντεμπούτο τους ενώ οι διασκευές που επέλεξαν (“Straighten Up And Fly Right” του Nat King Cole και “Flip Flop And Fly” του Big Joe Turner) ήταν πολύ καλές και εντός κλίματος. Έχοντας ακούσει το CD τους, τολμώ να πω ότι η σκηνή είναι ο άσσος στο μανίκι των HiRollers –εκεί ακριβώς είναι εξαιρετικοί.

Μετά από ολιγόλεπτο διάλειμμα, το οποίο φρόντισαν να γεμίσουν οι πολύ πετυχημένες χορευτικές «κόντρες» των τριών ομάδων, ήρθε η σειρά των Penny & The Swinging Cats. Η εντυπωσιακή παρουσία της τραγουδίστριας σίγουρα ανέβασε το ηθικό μερίδας του κοινού, όμως πιστεύω πως στάθηκε λίγο εκτός κλίματος. Αν και ξεκίνησαν δυνατά, με μια αξιοπρεπή εκτέλεση του “Big Spender”, η συνέχεια τους βρήκε να ακροβατούν μεταξύ jazz standards (ένα αρκετά επιφανειακό και άδειο “It Don’t Mean A Thing”…), έντεχνο ελληνικό (μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση στη “Σερενάτα” της Αρλέτας), κλασικής soul (“Tainted Love”) και δικών τους συνθέσεων. Από τη μια η εναλλαγή ελληνικών και ξενόγλωσσων τραγουδιών και από την άλλη η επιλογή του σετ σε μια τέτοια θεματική βραδιά με αποπροσανατόλισαν και με μπέρδεψαν αρκετά. Το κοινό πάντως ήταν ΟΚ και χόρεψε αρκετά. Αν αποφασίσουν προς τα πού θέλουν να πάνε και σε τι κοινό θέλουν να απευθυνθούν, θα έχουν νομίζω πολύ καλύτερα αποτελέσματα, μιας και άνετοι στη σκηνή υπήρξαν και καλοί παίχτες –ενώ η κυρία Πέννυ Μπαλταζή διαθέτει ιδιαίτερη φωνή και εξαίρετη παρουσία.

Ξανά οι χορευτικές ομάδες γεμίζουν κατόπιν το κενό που χρειάζονταν οι τεχνικοί ώστε να φέρουν τη σκηνή στα μέτρα των εκλεκτών της βραδιάς. Η ώρα ήταν 23:20 όταν, υπό τους ήχους του Ennio Morricone, οι Royal Crown Revue έλαβαν θέση στη σκηνή του Fuzz –με φαρδιά σκούρα κοστούμια , μπριγιαντίνη και πολύ cool ύφος. Για αρχή μας κάνουν ένα δώρο μιας και για πρώτη φορά έρχονται στα μέρη μας και θέλουν να είναι τζέντλεμεν: ξεκινούν λοιπόν με μια “Μισιρλού” τόσο ογκώδη και δυνατή που θα τη ζήλευε και αυτός ο Dick Dale ακόμα. Κι αμέσως καταλαβαίνουμε πως το επίθετο «κορυφαίοι» δεν βρίσκεται τυχαία πλάι στο όνομά τους, όπου αυτό εμφανίζεται.

Η “Μισιρλού” τελειώνει, η μπάντα παίζει ένα χαλαρό hully gully και ο σαξοφωνίστας Mando Dorame, ιδρυτικό μέλος του σχήματος, παίρνει το μικρόφωνο, ευχαριστεί το ένθερμο κοινό για την υποδοχή και αναγγέλλει την άφιξη του Eddie Nichols –τραγουδιστή και ψυχής του συγκροτήματος. Πριν καταλαγιάσουν τα χειροκροτήματα, ο κ. Nichols πιάνει δουλειά, “Walkin’ Like Brando” και όλοι σιγά-σιγά αρχίζουν να ζεσταίνονται. Η συνέχεια ανήκει στο “That’s All” με γρήγορες εναλλαγές στους αυτοσχεδιασμούς των σαξοφώνων και τον Nichols παράλληλα να επιδίδεται σε εντυπωσιακούς skat φωνητικούς αυτοσχεδιασμούς. Στο “Watts Local” ήταν η σειρά του βαρύτονου σαξοφώνου να περάσει μπροστά, δίνοντας με τον τραχύ και βαθύ ήχο του μια ομορφιά άγρια και ιδιαίτερη, ενώ στο “This Can’t Be Love” ο Nichols θυμάται τα σόου που είχαν κάνει στο Λας Βέγκας και χρησιμοποιούσε το ίδιο καμαρίνι που είχε και ο Elvis. Η αργόσυρτη εισαγωγή κατόπιν του “Bei Mir Bist Du Schoen” φέρνει στη σκηνή τη Jennifer Keith, την τραγουδίστρια με το ρομαντικό α-λα-Andrew Sisters παρουσιαστικό και την αισθαντική, όπως έδειξε η συνέχεια, φωνή. Τόσο εκτελεστικά όσο και ερμηνευτικά, το τραγούδι αυτό υπήρξε από τα καλύτερα της βραδιάς. Έπιανα συνεχώς τον εαυτό μου κυριολεκτικά να μη ξέρω πού να κοιτάξω. Πάνω στη σκηνή υπήρχε ένα σπουδαίο συγκρότημα ενώ από κάτω οι τρεις χορευτικές ομάδες δημιουργούσαν μια εικόνα γεμάτη χρώματα, πρωτόγνωρη για τα συναυλία δεδομένα. Μακάρι να είχαμε τέτοια διλήμματα συχνότερα…

Οι Royal Crown Revue αυτόν τον καιρό έχουν καινούργιο δίσκο, με αποκλειστικά χριστουγεννιάτικο υλικό (ποτέ δεν μπόρεσα να κατανοήσω την εμμονή κάποιων καλλιτεχνών, κυρίως Αμερικάνων, με το συγκεκριμένο ρεπερτόριο. Υπάρχει άραγε τόσο μεγάλο αριθμητικά αγοραστικό κοινό ικανό να στηρίξει τέτοιου είδους εγχειρήματα;). Με τις νότες λοιπό του “Cool Yule” πήραμε μια πρώτη γεύση από αυτό το άλμπουμ, το οποίο μουσικά δεν απείχε καθόλου από τον ήχο του συγκροτήματος και επιπλέον δεν είχε και κάποια ιδιαίτερη ανταπόκριση από το κοινό. Πρόζα για τη συνέχεια, με την Jennifer Keith να τραγουδά τους στίχους του “Mack The Knife” και τον Nichols να δίνει τη δική του αρκετά χιουμοριστική ερμηνεία –κάτι που πιστεύω περισσότερο αφαίρεσε παρά έδωσε κάτι στο ίδιο το τραγούδι.

Σειρά στη συνέχεια για τον τρομπετίστα Scott Steen να περάσει στο κέντρο της σκηνής και να δώσει το στίγμα του, παίζοντας λατινοαμερικάνικα μοτίβα σε στυλ mariachi πάνω στις μελωδίες του “Walk On Fire”. Τα χαμόγελα που αντίκρισε κατά τη σύντομη παραμονή του στην Αθήνα ώθησαν τον Nichols, πριν φύγει για τα παρασκήνια ξανά, να μας αφιερώσει το επόμενο τραγούδι, “When You’re Smiling”. Τη σκυτάλη πήρε και πάλι η Keith, η οποία έδωσε μια αρκετά «βρώμικη» rock ‘n’ roll ερμηνεία σε ένα παλιό western, το “Red Suede Jacket” με το οποίο και φτάσαμε κοντά στο μεγάλο φινάλε. Με τις πρώτες νότες του, διάσημου πια (από τη Μάσκα), “Hey Pachuco” το κοινό ξέσπασε σε χειροκροτήματα όμως κανείς μας δεν φανταζόταν τη συνέχεια: αφού λοιπόν ο ένας μετά τον άλλο οι μουσικοί εγκατέλειψαν τη σκηνή, έμειναν μόνο ο drummer Daniel Glass και ο μπασίστας Dave Miller. Το να περιγράψει κανείς με λόγια το τι έκανε αυτός ο σπουδαίος drummer είναι πολύ δύσκολο, μιας και, αφού πρώτα τρέλανε το drum σετ του, βρέθηκε ύστερα μπροστά στη σκηνή να παίζει αρχικά μόνο με τις δυο του μπαγκέτες, στη συνέχεια με τη βάση του μικροφώνου, για να ακολουθήσει ένα ρεσιτάλ αυτοσχεδιασμού στις χορδές του όρθιου μπάσου μαζί με τον μπασίστα!

Κάπως έτσι έφτασε και το τέλος του σόου των Royal Crown Revue, έτσι τουλάχιστον νόμιζαν οι ίδιοι –μιας και το κοινό είχε διαφορετική γνώμη. Αποτέλεσμα της επιμονής του κόσμου ήταν δύο ακόμη τραγούδια, το “Don't Let The Stars Get In Your Eyes” και το εκρηκτικό “Contender”. Πριν αποχωρήσουν από τη σκηνή οριστικά, ο Eddie Nichols με ένα άλμα φρόντισε να βρεθεί κοντά στο κοινό και να ανταλλάξει χειραψίες με όσους βρίσκονταν στην πρώτη σειρά. Η ώρα πλησίαζε μία και οι Royal Crown Revue άφησαν τη σκηνή του Fuzz, χαρίζοντας απλόχερα σε όλους εμάς ό,τι αγαπούν και υπηρετούν εδώ και είκοσι χρόνια: τη μουσική και το, χορό μιας εποχής που, αν και έχει περάσει πια στην ιστορία, κάποιοι ρομαντικοί τρελοί επιμένουν να αναπολούν.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured