Φωτογραφίες: Μυρσίνη Πατακάκη (Θεσσαλονίκη) & Σμαρώ Μπότσα (Αθήνα)
Principal, Θεσσαλονίκη
του Στέργιου Κοράνα
To βράδυ της Παρασκευής μας βρήκε στον δρόμο για το Νέο Ρύσιο, με προφανή προορισμό το Principal και σκοπό να δούμε τους –τρελά αγαπημένους– Cinematic Orchestra. Μεγάλες οι προσδοκίες από τη βραδιά, μιλάμε άλλωστε για ίσως το καλύτερο όνομα της Ninja Tune (αν και άλλοι Αβοπολίτες μάλλον θα διαφωνήσουν επί τούτου).
Άφιξη στο club κατά τις 21.45, περίπου δέκα λεπτά πριν εμφανιστούν επί σκηνής οι ντόπιοι Prefabricated Quartet. Πρόκειται ίσως για ένα από τα πιο ενδιαφέροντα σχήματα της πόλης, με ήχο που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως jazz fusion με ’00s χαρακτήρα, μιας κι ενσωματώνουν πολλά στοιχεία και από τη rock των ημερών μας. Μετά από ένα αρκετά ικανοποιητικό 40λεπτο (περίπου), μας άφησαν για να παραχωρήσουν τη σκηνή στους Βρετανούς πρωταγωνιστές της βραδιάς.
Λίγο πριν το ρολόι μας σημάνει 11, τα 7 μέλη των Cinematic Orchestra είχαν λάβει θέσεις μπροστά μας, συν μία τραγουδίστρια, η οποία μετείχε ως session και όχι ως βασική. Και ξεκίνησαν, αργά και βασανιστικά, να μας ρίχνουν σε καταληψία. Οι άνθρωποι λειτουργούν σαν καλοκουρδισμένη μηχανή, πραγματικά δεν τους ξεφεύγει τίποτα. Ειδικά στη διαδοχή των σόλο, για πότε μπαίνει ο ένας και βγαίνει ο άλλος δεν παίρνεις χαμπάρι –παρόλο που κάποια από αυτά ήταν προϊόντα αυτοσχεδιασμού. Όσον αφορά το setlist, δώσανε περισσότερη έμφαση στα άλμπουμ Every Day και Man With a Movie Camera, παρά στο πιο πρόσφατο Ma Fleur. Είναι βέβαια και το στυλ μουσικής σ’ εκείνους τους δυο δίσκους που ευνοεί περισσότερο μια ζωντανή εμφάνιση. Εδώ θα ήθελα να αποδώσω και τα εύσημα στην προαναφερόμενη session τραγουδίστρια, η οποία έκανε πολύ καλή δουλειά. Πάντως, τις καρδιές μας τις έκλεψαν ο σαξοφωνίστας και ο ντράμερ, κυρίως. Το σετ των Cinematic Orchestra κράτησε περίπου μια ώρα και τρία τέταρτα, (μαζί με το encore): μας αποχαιρέτησαν κατά τη μία παρά είκοσι.
Από άποψη προσέλευσης, ομολογώ ότι δεν περίμενα τόσο κόσμο. Ναι μεν δεν ήμασταν ο ένας πάνω στον άλλο, αλλά είχε ανοίξει και ο εξώστης του Principal, ο οποίος είχε επίσης γεμίσει τελείως. Το κοινό στάθηκε αρκετά θερμό με το συγκρότημα, αν και φάνηκε ότι οι μισοί ήρθαν πιο πολύ λόγω του hype γύρω από τα καμάρια της Ninja Tune, παρά για την ίδια τη συναυλία. Θα μου πείτε το αποτέλεσμα μετράει, οπότε, εφόσον όλοι πέρασαν καλά, τα υπόλοιπα αποτελούν ψιλά γράμματα. Όσον δε αφορά στη διαδραστικότητα με το κοινό, κυρίως μας μιλούσε ο Jason, ως frontman της μπάντας. Μάλιστα, μας ρώτησε κάποια στιγμή: «Πώς είναι η Θεσσαλονίκη; Εμείς ήρθαμε εδώ, μας έφεραν στη μέση του πουθενά, μόνο Θεσσαλονίκη δεν είδαμε!». Όχι τίποτα άλλο, για να μη λέτε εμένα υπερβολικό –που γκρινιάζω κάθε φορά για την απόσταση του Principal από την πόλη... (σημ. αρχισυντάκτη: ε, είσαι λίγο υπερβολικός!)
Τέλος, κι από άποψη διοργάνωσης και συμπεριφοράς του κοινού, τα πράγματα κύλησαν πολύ ομαλά. Επίσης, οφείλω να αποδώσω εύσημα και στους τεχνικούς του Principal για τον πολύ καλό ήχο. Γενικότερα στάθηκε μια πολύ όμορφη βραδιά από όλες τις απόψεις. Μόνο ίσως παράπονο ότι θα ήθελα τους Cinematic λίγο πιο έντονους από άποψη ενέργειας. Κατά τ’ άλλα, όλα υπέροχα…
Fuzz, Αθήνα
του Γιώργου Μιχαλόπουλου
Πάμε να το καθιερώσουμε το ραντεβού μας με τη μπάντα του Jason Swinscoe και είναι λογικό μιας και οι διαδρομές τους σε jazz και ηλεκτρονικούς δρόμους είναι όσο απλουστευμένες γίνεται φροντίζοντας όμως –τουλάχιστον τις περισσότερες φορές– να μην αφαιρούν τον πλούτο των ενορχηστρώσεών τους. Κατά τον ίδιο αφαιρετικό τρόπο, μας ταιριάζουν πολύ όλα αυτά, κάτι που φαίνεται από την αρκετά καλή προσέλευση του κοινού και μάλιστα σε μια περίοδο που η μπάντα δεν έχει καινούργιο υλικό και, κατ’ επέκταση, ψάχναμε τις λεπτομέρειες αφού το σύνολο το ξέρουμε ήδη πολύ καλά. Έτσι υπήρχε και πάλι χώρος για αυτοσχεδιασμούς αλλά και για την ξεκάθαρη διαπίστωση πως οι Cinematic Orchestra είναι τελείως μετρημένοι και καλά δουλεμένοι, ώστε να μην πλατειάζουν και γέρνουν υπερβολικά σε jazz τεχνοτροπίες.
Στα περίπου 90 λεπτά της εμφάνισής τους ακούσαμε υλικό από το σύνολο της δισκογραφίας τους. Ξεχώρισε για ακόμα μια φορά η άφταστη ποιότητα του Everyday (Ninja Tune, 2002), κυρίως όμως αποδείχθηκε ότι το τελείως οργανικό Ma Fleur μπορεί αρχικά να ακούστηκε λίγο ελαφρόμυαλο αλλά, τρία χρόνια, μετά οι αρετές του είναι ευδιάκριτες και ίσως να μπορείς να πεις και αναγκαίες. Το “Breathe” είναι χτισμένο στη λεπτομέρεια, το “Child Song” θα το ζήλευαν όλοι όσοι ασχολούνται με την nu jazz και το “Time & Space” είναι όσο συναισθηματικό οφείλει να είναι.
Όσοι από τα χίλια περίπου άτομα που βρέθηκαν στο Fuzz το Σάββατο το βράδυ δεν επιδόθηκαν σε ανελέητο κουτσομπολιό μάλλον διασκέδασαν με αυτό που άκουσαν –ακόμα και αν ήξεραν εξ’ αρχής τι θα γίνει. Δεν γίνεται να βαρεθείς το υπέροχο παίξιμο του Flowers στα ντραμς όσες φορές κι αν το δεις, ή την εξαιρετική του μετάβαση από το ένα ρυθμικό μέτρο στο άλλο –πάντα με άψογο στυλ και ρίχνοντας κλεφτές ματιές στον μαέστρο του, Jason Swinscoe. Ο τελευταίος ανέλαβε τα ηλεκτρονικά μέρη αλλά και τα προηχογραφημένα έγχορδα που έτσι κι αλλιώς ανεβάζουν πολλά σκαλιά τη μπάντα, ενώ έφερε μαζί του και το καινούργιο παιχνίδι-κόλλημα της Korg, το Monotron: ένα αναλογικό συνθεσάιζερ τσέπης. Ρίχτε μια ματιά στο site της εταιρείας και, αν σας ελκύουν τέτοια gadgets, θα μπείτε κι εσείς στην ουρά για να το αγοράσετε.
Η τρίτη εμφάνιση των Cinematic Orchestra στην Ελλάδα ήταν μάλλον η πιο άνετη και στιβαρή από πλευράς τους. Είναι άλλωστε γνωστό ότι δεν πρόκειται και για τους πιο «εύκολους» ανθρώπους του χώρου. Ωστόσο η τελειομανία τους, όταν δεν τους αποπροσανατολίζει από ό,τι κάνουν, λειτουργεί υπέρ τους. Είναι καιρός να ηχογραφήσουν κανονικό στούντιο δίσκο για να θέλεις να τους ξαναδείς γιατί, όπως και να ’χει, τα soundtracks, οι ζωντανές ηχογραφήσεις και ό,τι άλλο κάνουν τα τελευταία χρόνια είναι ελάσσονος σημασίας (συγκριτικά πάντα).